Just another WordPress.com site

Κερασία Χρ. Γερογιάννη : Αντίδωρον (8)

 

.

 

 

.

ΤΑ ΑΡΓΥΡΙΑ

 

Χαίρετε, οι ριγμένοι επί της Γης

οι ξένοι αυτού του κόσμου αναπαυθείτε

στους αγρούς των αιμάτων

ότι δούλοι πλέον δε λογίζεσθε.

 

Χαίρετε, οι καταραμένοι του Γολγοθά

αναστημένοι φέρετε τις πληγές

του μαρτυρίου σας εμπρός στο Σταυρό

γονυπετείς υποτάσσονται οι Νόμοι των αιώνων.

 

Χαίρετε, οι σκλαβωμένοι των σκληρών εποχών

ζυγιασμένα στο χέρι τριάντα αργύρια

κουδούνισαν χαρωπά την εξαγορά σας

«ἐπεί τιμή αἲματος ἐστί…».

 

 

 

 

 

Ο ΠΡΩΤΟΤΟΚΟΣ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ

 

Ποιανού το τύπωμα στη γη βαθαίνει τόσο

στης ερημιάς μας την αβέβαιη πορεία

των άδικων και ισχυρών το βήμα πόσο

τυραννικά επιβάλλει τη χλεύη ως σοφία.

 

Ποιανού ο λόγος είναι κάρφος και αγκάθι

στα μάτια τα αρπακτικά που νέμονται στη γη

λαόν απαίδευτον, απλόν και κατακάθι

Δικαιοσύνη μάθετε της γης οι ισχυροί.

 

Ποιανού ο θάνατος ενίκησε το σκότος

κι αναστημένη στάθηκεν η άδεια μας καρδιά

Ποιος των νεκρών Πρωτότοκος ορθρίζει Ήλιος Πρώτος

Κύριε, πρόσθες στους κακούς μύρια κακά!

 

29-1-2010

 

 

 

 

 

 

Ανάμεσα στα πικρά μου αντίφωνα

θα δεηθώ όλα τα υπέρ της αγωνίας μου

να συνάψω τις αντοχές και τις ευχαριστίες

κι αν όλα γύρω και μέσα δονούν

ένα θάνατο επαρκή

θ’ ανακηρύξω «Εὐλογημένος ὁ Ἐρχόμενος».

 

 

 

 

 

 

ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

 

Ι.

 

Τέλος πια οι φιλήσυχες αμφιβολίες

να μην ξεχνώ ποια είμαι

καμιά ταπείνωση πλέον

όταν του πολέμου ακούς το σάλπισμα.

 

Το κεφάλι σκύβεις μόνο για να προσευχηθείς

ως έτοιμος στο τέλος να δοθείς

καμιά υποχώρηση ντροπιαστικά ειρηνική.

 

Αυτό το χώμα που πατώ

κι αναλογεί στο πέλμα μου δικό μου ολότελα

κι αν με σκεπάσει

 

το σώμα μου πρόσφορο

σ’ αυτό ακριβώς θα δώσω.

Καμιά ενοχή πλέον

 

τι είμαι και τι όχι

ο χρόνος δε μας δόθηκε

για χασομέρια τέτοια.

 

Στις φλόγες σα ριχτείς δε θα σκεφτείς

θα δείξεις ξάστερα κι αντρίκια

ποιος είσαι και ποιος όχι.

 

 

ΙΙ.

 

Δεν έχουμε χρόνο ν’ αρνηθούμε αυτό που γίναμε.

Αυτό το φεγγάρι μας πολεμά

της ασημένιας λόγχης του το κέντρισμα

τ’ ακίνητα κορμιά μας σημαδεύει

αλύγιστοι σα θα σταθούμε εμπρός του

αμφίβολης νίκης νικητές

με την αλαζονεία αστραφτερή στο μάτι

όσο τ’ αντέχουμε θα κρατήσουμε.

 

Φέρτε τους καιρούς να μας χτυπήσουν

της μνήμης μας η πανοπλία ας θρύβεται

κι ας πέφτει σαν τα παλιά παιχνίδια

που τα ταλαιπωρήσαμε για χρόνια

και τα λησμονήσαμε κομματιασμένα

στα χώματα της αυλής μας

όσο τ’ αντέχουμε θα κρατήσουμε…

ένα σπασμένο γυαλάκι που κράτησε το φως μας,

 

το κοχύλι που βάψαμε κόκκινο

και κράτησε τη μυρωδιά του κύματος,

των μαλλιών το τσιμπιδάκι με τη μαρουδίτσα,

το παλιό μαντηλάκι κίτρινη σιγή διπλωμένη στο μπαούλο,

το τρύπιο πήλινο σταμνάκι που μέτρησε

τις βροχές και τους ήλιους στην ανοιχτή κοιλιά του,

τα μπαλάρια με το άχυρο που ευωδιάζαν τα όνειρά μας

την ξύλινη κασετίνα που μύριζε ξυσμένο μολύβι

 

τις αγκινάρες με τις αγκαθωτές περικεφαλαίες

που φύλαγαν στη σειρά με τα σπαθωτά τους φύλλα

τις πολεμίστρες της πεζούλας μας

τη συκιά που μας τάιζε γάλα και μέλι

τα ντάμια με τις κρικέλες στους τοίχους να περιμένουν

τις μικρές σιωπές που σκάβει το σαράκι στις ξυλοδεσιές

της σκεπής τις μαύρες πετρόπλακες που ’μάθαν

ν’ αγναντεύουν μαζί μας τον ορίζοντα

 

θα φυλάξουμε σαν πολύτιμο θησαυρό

τις θρυμματισμένες μνήμες μας

απ’ ό,τι ήμασταν και δεν ξέραμε

απ’ ό,τι γίναμε και πια δε θέλουμε

σαν αμφίσημο μειδίαμα, σα μάταιος στοχασμός

θα υποκλιθούμε στο χρόνο.

Φέρτε τους καιρούς να μας χτυπήσουν

εμείς θα κρατήσουμε

 

το πέρασμα το βιαστικό της πράσινης γκουστέρας

την ευγένεια της οχιάς που λιάστηκε πάνω στις πέτρες μας

γλείφοντας με τη γλώσσα της τη μυρωδιά των ονείρων μας

θυμάρι και απήγανο. Εμείς θα κρατήσουμε

το τριζοκόπημα του καλοκαιριού με τα τζιτζίκια,

τις μυστικές φωνούλες της νύχτας με τα τριζόνια,

τους ιστούς που τρεμίζουν από πλησμονή οι αραχνίτσες

στα χορταριασμένα δεσίματα των οστών μας.

 

 

ΙΙΙ.

 

Δεν έχουμε χρόνο ν’ αρνηθούμε

αυτό που είμαστε.

Κρατήσαμε τα χρόνια

στο πρόσωπό μας ακριβοδίκαια

τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο

μετρήσαμε τα σημάδια τους

κάθε πρωί ξυπνούσαμε με το βάρος

των εποχών στους ώμους μας

όσα χρόνια κι αν υπάρξουμε

θα κρατήσουμε,

πρέπει να κρατήσουμε…

όσα χρόνια κι αν περάσουν

όλα θα μας βαραίνουν το ίδιο…

όσες ημερομηνίες

κι αν λογαριάσουμε όλες

θα μας στοιχειώνουν το ίδιο

κρατάμε γυμνά ονόματα

για να στολίσουμε τις μέρες μας

δεν έχουμε χρόνο ν’ αρνηθούμε

αυτό που ζήσαμε

κι αν είμαστε έτσι ατέλειωτοι

σαν μνήμη διστακτική,

σαν ιστορία αναποφάσιστη

ποιο το τέλος μας αγνοώντας

δε μας παίρνει η ώρα

θα σωριαστούμε

σα μαρτυρίες ανάστασης.

 

14-5-2005

 

 

 

 

 

ΑΝΤΙΔΩΡΟΝ

 

Οι επιθυμίες μου ιερές

σιμά – σιμά στο θέλημά Σου

Κύριε

το ατελές του προσώπου μου

τόσο τρυφερά αφημένο

εμπρός Σου.

 

Οι επιθυμίες μου ιερές

γιατί είμ’ εγώ

το Κατ’ Εικόνα Σου

 

ακόμη και η αμαρτία μου

ιερότητα εμπρός Σου

στρεβλή, αλλά πάντως ιερότητα.

 

Σου παραδίδω το μιαρό

και προσδοκώ το Αντίδωρον

της αγάπης Σου.

 

27-12-2009

 

 

 

 

 

ΧΑΙΡΕ

 

Χαίρε, η των δακρύων Εύα

η στενάζουσα το σκότος

αναδιπλωμένη στα έγκατα

της ταπεινώσεως.

 

Χαίρε, η της απελπισίας Ζωή

η καταβυθισμένη στη σιωπή

ότι αφουγκράζεσαι, άπνους,

από βάθους καρδίας

τα του θανάτου κλείθρα

συντετριμμένα.

 

Χαίρε, η αναστημένη γη

η αμαρτωλή αγία

της Επαγγελίας η δεξαμενή

το πρώτο άγγιγμα.

 

Χαίρε, η πρώτη προσκυνήτρια

του Φωτός

που πάτησε κραταιό

στη συντριβή της φύσης

ὅτι τά πάντα ποιεῖ καινά.

 

 

 

 

 

 

ΟΙ ΑΜΑΡΤΩΛΟΙ ΑΓΙΟΙ

 

Μακαρία η το όνειδος της μωρίας ενδεδυμένη

Μακαρία η της παραδοξότητας υμνωδός

Μακαρία η νικήτρια της εξουσίας, η ελεύθερη των νόμων

Μακαρία η πέρα των ορίων χαριτωμένη αμαρτωλή

Μακαρία η του Γολγοθά εσταυρωμένη,

 η του Τάφου αναστημένη,

   η τον μέλλοντα αιώνα προσδοκούσα

Μακαρία η τολμήσασα να σταθεί

απολύτως καλή και κακή επί του φοβερού βήματος

Μακαρία η προσφέρουσα «τά Σά ἐκ τῶν Σῶν»

Μακαρία η της αιωνίου ζωής γευσαμένη

Μακαρία η που μπορεί να πει το «Νῦν ἀπολύεις…».

 

 

 

 

 

 

«ΝỸΝ ΑΠΟΛỲΕΙΣ»

 

Αυτή είναι η ζωή μου

και την έζησα

μετρώντας τους δισταγμούς

και τις υποθέσεις. Αν…

Αν… Αν… ανείπωτο,

ανέκφραστο, ανώφελο

Όμως, αυτή είναι η ζωή μου

και την έζησα

διστάζοντας έως την δειλία

και τολμώντας έως την έπαρση

μα το γόνατό μου λύγισε

μόνον εμπρός Σου, Κύριε,

η περήφανη των ανέμων

η επηρμένη των φεγγαριών

η ναρκισσευόμενη

των αντικατοπτρισμών

εγώ, μόνον εμπρός Σου,

Κύριε και Θεέ μου

λυγάω και προσκυνώ.

 

6-12-2009

 

 

.

Κ ε ρ α σ ί α   Χ ρ.  Γ ε ρ ο γ ι ά ν ν η

Ανέκδοτη συλλογή Αντίδωρον

 

 

.

 

Σχολιάστε