e. e. cummings – αινίγματα – χάριν παιδιάς
ΕΝΑ ΠΟΙHΜΑ ΤΟΥ E. E. C UM M I N G S, ΔΥΟ ΜΙΜΗΣΕΙΣ ΚΙ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
[E. E. Cummings (1894 – 1962) ή e.e. cummings (σύμφωνα με την τυπογραφική μορφή των ποιημάτων του). Αμερικανός ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος και ζωγράφος. Μίμηση: Πρακτική σεβαστή από τους Ελισαβετιανούς αλλά και από τους μεταγενέστερους, όπως ο Robert Lowell, ο Ezra Pound και ο W. B. Yeats : ο ποιητής μεταφράζει πολύ ελεύθερα το πρωτότυπο, το αναδιαρθρώνει ή παίρνει ιδέες από αυτό. Ο Theodore Roethke επισημαίνει ότι ο Robert Herrick συνήθιζε να ξαναγράφει τον Ben Jonson, που κι αυτός αντλούσε πολύ υλικό από τους κλασικούς. Στην κινέζικη ποίηση η ενασχόληση με το ίδιο θέμα (διατηρώντας την ίδια μορφή) εθεωρείτο δείγμα σεβασμού τού νέου ποιητή στο έργο του παλαιού. (Σ.Η.)]
m a g g i e a n d m i l l y a n d m o l l y a n d m a y
maggie and milly and molly and may
went down to the beach (to play one day)
and maggie discovered a shell that sang
so sweetly she couldn’t remember her troubles,and
milly befriended a stranded star
whose rays five languid fingers were;
and molly was chased by a horrible thing
which raced sideways while blowing bubbles: and
may came home with a smooth round stone
as small as a world and as large as alone.
For whatever we lose(like a you or a me)
it’s always ourselves we find in the sea
e e c u m m i n g s
…………………
α π ό τ ο ν e e cummings
μ ί μ η σ η 1
η βάσω κι η βούλα κι η βάγια κι η βέρα
στη θάλασσα πήγαν (να παίξουν μια μέρα)
κι η βάσω εβρήκε ωραίο κογχύλι
που γλυκά τραγουδούσε, γελούσε το χείλι
κι η βούλα ερωτεύτηκε ένα έρημο αστέρι
με δάχτυλα πέντε σαν άβουλο χέρι
κι η βάγια συνάντησε πράγμα φριχτό
που λοξά την κοιτούσε κι έβγαζε αφρό
κι η βέρα ήρθε σπίτι με στιλπνό βοτσαλάκι
στρογγυλό σαν τον κόσμο, μονάχο παιδάκι.
Γιατί ό,τι χαθεί (πες εγώ, πες εσύ)
εκεί θα βρεθεί στο νερό στο νησί
αινίγματα χάριν παιδιάς
μ ί μ η σ η 2
η βάσω κι η βούλα κι η βάγια κι η βέρα
στη θάλασσα πήγαν (να παίξουν μια μέρα)
και δίψασε η βάσω, με κάψα στα χείλη
μια στάλα ζητούσε για ολάκερο μίλι
και πείνασε η βούλα, καημένο παιδάκι
δεν είχε να φάει ούτε ένα ψαράκι
τη βάγια την τρόμαξε πλάσμα φριχτό:
στραβά την κοιτούσε κι έβγαζε αφρό
μα η βέρα είδε ξάφνου τον νεκρό της πατέρα
χαρούμενος ήταν, κολυμπούσε πιο πέρα
και τελειώνει το ποίημα (με τρόπο ηλίθιο)
χωρίς δίδαγμα και χωρίς επιμύθιο
Σ π ύ ρ ο ς Η λ ι ό π ο υ λ ο ς
.
………………………