Just another WordPress.com site

ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗΣ (ΓΙΩΡΓΗΣ)

Ανδρέας Εμπειρίκος : Οι σερμαγιές του ονείρου

{Αφιέρωμα 2/3}

 

Επιμέλεια : Εύη  Μαλλιαρού  ~  Ζωγραφική : Σύλβια Αντωνιάδη

 

Η αγωγή των θρύλων

Τα καθέκαστα
Οι σερμαγιές του ονείρου
Τα τρεχαντήρια του πορθμού
Οι μεταναστεύσεις των πτωχών ανθρώπων
Τα λιμενικά  έργα  της φαινομενικής προόδου
Η ισχυρά παρόρμησις ενός μυστηριώδους υπνοβάτου
Που βιάζει τις κόρες του την μια μετά την άλλη
Κοντά στη λίμνη με τους λευκούς βουβάλους
Που πίνουν νερό και κατουράνε
Άπαντα ταύτα είναι πράγματα που λέγονται και εξιστορούνται.

Τα καύματα των τροπικών κάνουν  τον υπνοβάτη
Να νοσταλγή τα δροσερά λιμάνια
Εις τας παραμονάς εκρήξεως ενός πολέμου.

Η μεθόρμησις ενός πλοίου της καραντίνας
Διαταράσσει  τα νερά των λουομένων
Διαταράσσει το λίκνισμα πολλών ονείρων
Ονειροπόλων που ονειρεύονται την ευτυχία
Ως κάτι που γεννιέται από πούπουλα
Ή ως ήχον που παράγεται από χορδές
Μεγάλου αθροίσματος παρθενικών υμένων.

Αίφνης ο πόλεμος ξεσπά
Τα κύματα της λάβας του καλύπτουν
Τα τελεσίγραφα και τα ποτήρια
Τα πορνοστάσια τους ναούς και τις καμπάνες
Ενώ μια χορεύτρια χορεύει
Εις έρημον θέατρον γιομάτο από ψιθύρους
Των παλαιών καιρών των παλαιών ανθρώπων
Ενώπιον ενός μονάχα θεατού — του υπνοβάτου
Όστις με την ψυχήν στο στόμα του
Βλέπει τους ελιγμούς της
Βλέπει την λαμπηδόνα της  και την καρδιά της
Ως μέγα ωρολόγιον
Ή ως μέγα ρόδον που συστέλλεται και διαστέλλεται αενάως.

Ο πόλεμος εξακολουθεί
Επάνω από τις στέγες και τους πόλους
Επάνω από τους αετούς και τα μουστάκια
Επάνω από τα σκεύη και τους σπίνους
Μια βόμβα αεροπλάνου ισοδυναμεί
Με καύσιν πολλών βεγγαλικών εις πανηγύρεις
Δύο χέρια δύο μαστοί ένας γλουτός
Τρία μάτια ένα παιδί ένα μαντήλι δυο παιδιά
Ένα ηλιοτρόπιον μία καρρότσα και έξι πόδια
Εκσφενδονίζονται και ανθούν εις τον αέρα
Έπειτα πέφτουνε σε κήπον όπου κρύπτεται
Ένας αμνός φέρων στην ράχην του με προσοχήν
Ως ιερός μικρός ελέφας
Τας αμαρτίας του κόσμου.

Κ’ ενώ η χορεύτρια χορεύει ακόμη
Ο υπνοβάτης την παρατηρεί και αγωνιά
Σαν κάποιος που κρέμεται από μια λέξι
Μήπως χαθή η χορεύτρια που θα την πη
Μήπως δεν πη το «ναι» μήπως δεν ανεβάση
Τα στόρια του φορέματός της.
Ενώ αν πη το «ναι» τότε αμέσως θα την πάρη
Γυναίκα του μ’ ένα στεφάνι δάφνης νικηφόρου
Ενός στρατού που αποβιβάζεται με επιτελίδες
Μέσα στους κόλπους των επιτελίδων
Πριν καν φανή καλά-καλά το μεσημέρι
Μέσα στον πάταγο των βράχων που αιφνιδίως κυλούν
Στην θάλασσα με τα δελφίνια
Στην θάλασσα με τα θαλάσσια πουλιά
Στην θάλασσα όπου ο ζέφυρος φυσά
Την αύρα του επάνω από το κύμα.


 

 

 

Tierra del Fuego

Στον Νίκο Στάγκο

Ω ποτισμένες περιοχές απ’ τους χυμούς της νεότητος
Δεν σταματούν οι κάμποι τα τρυγόνια
Γωνιές της γης και γίγαντες μέσα στα φύλλα
Της πιο μεγάλης περιοχής νωπών στρωμάτων
Της γης που την τρυπούν από καιρού εις καιρόν
Οι γεωργοί με τ’ άροτρά των
Με τα ρολόγια των σταματημένα
Μέσα στ’ αγιάζι της αυγής
Για να παραταθή η δροσιά της
Μέσα στ’ αγιάζι χειμαρρώδους εκκινήσεως
Αγέλης ίππων της νοτίου πάμπας
Της γης κάθε καλής συγκομιδής
Ενώ σιγά-σιγά ξυπνούν οι ώρες
Με πεκαρί μεσ’ στα παρθένα δάση
Με ποταμούς που διασχίζουν τις πραιρίες.

Ω ποτισμένες περιοχές απ’ τα νερά της νεότητος
Τώρα χρειάζονται σχεδίες
Για να διαβούμε τα ποτάμια
Για να περάσουμε στις άλλες όχθες
Για να μετρήσουμε κάτω απ’ τη λάμψι του σταυρού του Νότου
Των άστρων τις αμέτρητες λεγεώνες
Ερχόμενοι σαν τις σταγόνες της βροχής
Για να ξυπνήσουμε γυμνώνοντας τα στήθη των
Τις βελουδένιες της Παταγονίας κόρες
Ν’ ανοίξουν έκθαμβες τις κόρες των ματιών των
Στους ιριδίζοντας ατμούς αυτής της χώρας
Που δεν την ξέρουν παρά λίγοι μόνον
Απόστολοι εμείς στο βάθος κάθε αποστολής
Ώσπου να φθάσουμε στην άκρη αυτής της γης
Σέρνοντας πίσω μας τις ξυπνημένες κόρες
Και σφίγγοντας στις παλάμες μας τα τρυφερά των στήθη
Σταθούμε εμείς οι του Βορρά μαντατοφόροι
Κραυγάζοντας κάτω από τους νότιους ουρανούς
Την ώρα της ανατολής την ώρα της πορφύρας
Tierra del Fuego χαίρε!

 

 

 

 

Ιωβηλαίον

Εκατό χρόνια πέρασαν και ένα καράβι
Με καταστρώματα και βάρκες νοσταλγίας
Με ξέπλεκα πανιά και μούδες.

Του καπετάνιου η γυναίκα στη στεριά
Και ο καπετάνιος στο καράβι
Ποτέ δεν απαρνήθηκαν την θάλασσα
Την Θάλασσα την κόρη τους
Με τα μακριά μαλλιά και με τα φύκια.

Τώρα θα ταξιδέψουν για χατήρι της
Και το ταχυδρομείο θα μοιράση
Ρόδα τρεμάμενα από συγκίνηση
Στην συνοικία που σκοτώθηκε ο μνηστήρ της
Και με σφιγμένη την καρδιά θ’ ακούση
Η γειτονιά την περιπέτεια
Του καπετάνιου και της κόρης του
Διότι πάντοτε τα παραμύθια έχουν αλήθεια
Ιδίως αυτά που είναι πλεγμένα με κογχύλια
Και γοητεύουν τα παιδιά τους νέους και τους γέρους
Που έχουν ευαίσθητες ψυχές και ατσαλένια μπράτσα.

Χαριτωμένη κόρη
Ο πύργος που σε περιμένει
Έχει ετοιμάσει δυο κάμαρες για σένα
Με συντριβάνι από χρυσές κλωστές και ασημένιες χάντρες
Για να λουσθής όταν θα φθάσης
Μη το ξεχάσης μη το ξεχάσης
Εκατό χρόνια πέρασαν και ένα καράβι
Για να γιορτάσης.

A ν δ ρ έ α ς  Ε μ π ε ι ρ ί κ ο ς

Αι γενεαί πάσαι ή Η σήμερον ως αύριον και ως χθες,φιλολογική επιμέλεια Γιώργης  Γιατρομανωλάκης,  Αθήνα, Άγρα, 1984, σελ. 50-52, 82-83, 84-85

Ο Εμπειρίκος διαβάζει Εμπειρίκο

Από την συλλογή Οκτάνα, Αθήνα, Ίκαρος, 1980


Ανδρέας Εμπειρίκος: Τα ακαταπάτητα

 

 {Αφιέρωμα σε τρεις συνέχειες}

 Επιμέλεια : Εύη Μαλλιαρού 

 

 Ζωγραφική : Νίκος Εγγονόπουλος 

 

 

Το βράδυ όταν τα φύλλα ψιθυρίζουν

Πολλές  γυναίκες ομοιάζουν
Με παλαιών χορών στροβίλους
Εις τους οποίους λικνιζόμενες μα φιλαρέσκειαν
Γυμνές έως την μέση στροβιλίζονται
Από την μνήμη των μέχρι την πρασιάν των κήπων
Το βράδυ όταν τα φύλλα ψιθυρίζουν
Κάτω απ’ τα φώτα που στα δέντρα λάμπουν
Και κοκκινίζουν τα παιδιά κοντά στις στέρνες
Με γεύσι μαστίχας στα φιλιά των
Και με τα χέρια των βαλμένα
Στα στήθη των χορευτριών
Και στα μαλλιά των.

 

Τα ακαταπάτητα

Αντίρροπον του κάθε δράματος η τρυφερά ανεμώνη
Σημαίνει το φανέρωμα κάποιας δικαιοσύνης
Κ’ αίφνης η θλάσις των λεπτοτέρων μίσχων
Ακεραιότης γίνεται αποκατάστασις πληρότης
Κάτι σαν κίνησις ανοδική και ευθύς μετά καθοδική
Κούνιας της ευφροσύνης
Κόρης που παλινδρομικώς εις την αιώραν της κινείται
Και δεν μονάζει το πρωί μήτε το βράδυ
Σε τέλματα κακίας ή μίσους.

Βάμμα χαράς στας παρειάς ροδίζει
Οι κώμοι του κόσμου τίποτε δεν σημαίνουν
Ας λένε και ας βάζουν στοιχήματα
Εξαίσια θάναι πάντοτε των ίππων η ορμή
Ιδίως προς το τέλος κάθε αγώνος
Και ας λέγει ας μανίζει το κοτσοπολιό
Τα κλήματα οπωσδήποτε θα κάνουν τα σταφύλια των
Και η χλόη πάντα θα ποτίζεται με σπέρμα.

 

       Αρμονία

Δεκάχρονο αγόρι που συλλογιέσαι
Σε θάμπωσαν τα σμαράγδια των κολεόπτερων
Σε πίκραναν οι σφήκες των προεστών
Που σε αγαπούν εντούτοις
Όταν δεν κράζει ο πετεινός στο κόκκινο ξημέρωμα
Του αντικρινού σπιτιού των ρόδων.

Γι’ αυτό θα προτιμούσα νάσουν ορμαθός κλειδιών
Τα μυστικά να τα γνωρίζεις όταν κι όπως θελης
Δεν είναι γραφτό στο μέτωπο να πέφτουν ήρωες από ζυμάρι της αυγής.

Ποιος ξέρει
Ίσως μια μέρα να ονειρευθής
Την τρισχαριτωμένη κόρη
Και μ΄ ένα καράβι ατρόμητο
Να ξεκινήσετε μαζί για τη μεγάλη περιπέτεια της ύλης.

Μην συλλογιέσαι λοιπόν μαύρα ή άσπρα ή γαλάζια
Της μοίρας τα γραφτά τα τρώνε τα ποντίκια
Κόκκινα και πράσινα θα σε δεχθή η μέρα
Και λαμπρά στολίδια μεσημέρια και πορφύρες
Θα σου προσφέρουν οι γυναίκες με τα φλεγόμενα μαλλιά
Τα στήθη τους θα σου προσφέρουν σαν λαστιχένιες κούπες
Για να πιεις το γάλα της ηδονής και της χαράς.

 

Α ν δ ρ έ α ς  Ε μ π ε ι ρ ί κ ο ς

Αι γενεαί πάσαι ή Η σήμερον ως αύριον και ως χθες, φιλολογική επιμέλεια Γιώργης  Γιατρομανωλάκης, Αθήνα, Άγρα, 1984, σελ. 25, 49, 75

 

 

 Ο Εμπειρίκος διαβάζει Εμπειρίκο