Just another WordPress.com site

ΠΟΙΗΣΗ ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗ

Τάσος Λειβαδίτης : … ὀνειρεύτηκα πολὺ …Ἔτσι ξέχασα νὰ ζήσω

.

Ἐπίλογος (Φυσάει)

Ἦταν ἕνας νέος ὠχρός. Καθόταν στὸ πεζοδρόμιο.
Χειμῶνας, κρύωνε.
Τί περιμένεις; τοῦ λέω.
Τὸν ἄλλον αἰῶνα, μοῦ λέει.

Ποῦ νὰ πάω

Ὅσο γιὰ μένα, ἔμεινα πάντα ἕνας πλανόδιος πωλητὴς ἀλλοτινῶν πραγμάτων,
ἀλλά… ἀλλὰ ποιὸς σήμερα ν᾿ ἀγοράσει ὀμπρέλες ἀπὸ ἀρχαίους κατακλυσμούς.

Χρωματίζω πουλιὰ καὶ περιμένω νὰ κελαηδήσουν

Ἀλλὰ μιὰ μέρα δὲν ἄντεξα.
Ἐμένα μὲ γνωρίζετε, τοὺς λέω.
Ὄχι, μοῦ λένε.
Ἔτσι πῆρα τὴν ἐκδίκησή μου καὶ δὲ στερήθηκα ποτὲ τοὺς μακρινοὺς ἤχους.

Τραγουδάω, ὅπως τραγουδάει τὸ ποτάμι

Κι ὕστερα στὸ νοσοκομεῖο ποὺ μὲ πῆγαν βιαστικά…
Τί ἔχετε, μοῦ λένε.
Ἐγώ; Ἐγὼ τίποτα, τοὺς λέω. Μόνο πέστε μου γιατί μᾶς μεταχειρίστηκαν,
μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο.

Τὸ βράδυ ἔχω βρεῖ ἕναν ὡραῖο τρόπο νὰ κοιμᾶμαι.
Τοὺς συγχωρῶ ἕναν-ἕναν ὅλους.
Ἄλλοτε πάλι θέλω νὰ σώσω τὴν ἀνθρωπότητα,
ἀλλὰ ἐκείνη ἀρνεῖται.

Ὅμως ἀπόψε, βιάζομαι ἀπόψε,
νὰ παραμερίσω ὅλη τὴ λησμονιὰ
καὶ στὴ θέση τῆς ν᾿ ἀκουμπήσω,
μιὰ μικρὴ ἀνεμώνη.

Κύριε, ἁμάρτησα ἐνώπιόν σου, ὀνειρεύτηκα πολὺ
μιὰ μικρὴ ἀνεμώνη. Ἔτσι ξέχασα νὰ ζήσω.
Μόνο καμιὰ φορᾷ μ᾿ ἕνα μυστικὸ ποὺ τὸ ᾿χὰ μάθει ἀπὸ παιδί,
ξαναγύριζα στὸν ἀληθινὸ κόσμο, ἀλλὰ ἐκεῖ κανεὶς δὲ μὲ γνώριζε.
Σὰν τοὺς θαυματοποιοὺς ποὺ ὅλη τὴ μέρα χάρισαν τ᾿ ὄνειρα στὰ παιδιὰ
καὶ τὸ βράδυ γυρίζουν στὶς σοφίτες τοὺς πιὸ φτωχοὶ κι ἀπ᾿ τοὺς ἀγγέλους.

Ζήσαμε πάντοτε ἀλλοῦ.
Καὶ μόνο ὅταν κάποιος μᾶς ἀγαπήσει, ἐρχόμαστε γιὰ λίγο
κι ὅταν δὲν πεθαίνει ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον εἴμαστε κιόλας νεκροί.

Sos, sos, sos, sos
Φυσάει ἀπόψε φυσάει,
τρέχουν οἱ δρόμοι λαχανιασμένοι φυσάει,
κάτω ἀπὸ τὶς γέφυρες φυσάει,
μὲς στὶς κιθάρες φυσάει.

Φυσάει ἀπόψε φυσάει,
μὲς στὶς κιθάρες φυσάει.

Δώσ᾿ μου τὸ χέρι σου φυσάει,
δώσ᾿ μου τὸ χέρι σου

Τ ά σ ο ς  Λ ε ι β α δ ί τ η ς  (1921-1988)

Από : http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/tasos_leibadiths_poems.htm

.

.


Τζον Κητς : Η ωραία κι άπονη κυρά

.

Frank Dicksee : La belle dame sans merci

.

La Belle Dame Sans Merci

A Ballad

I.

O what can ail thee, knight-at-arms,
Alone and palely loitering?
The sedge has wither’d from the lake,
And no birds sing.

II.

O what can ail thee, knight-at-arms!
So haggard and so woe-begone?
The squirrel’s granary is full,
And the harvest’s done.

III.

I see a lily on thy brow
With anguish moist and fever dew,
And on thy cheeks a fading rose
Fast withereth too.

IV.

I met a lady in the meads,
Full beautiful—a faery’s child,
Her hair was long, her foot was light,
And her eyes were wild.

V.

I made a garland for her head,
And bracelets too, and fragrant zone;
She look’d at me as she did love,
And made sweet moan.

VI.

I set her on my pacing steed,
And nothing else saw all day long,
For sidelong would she bend, and sing
A faery’s song.

VII.

She found me roots of relish sweet,
And honey wild, and manna dew,
And sure in language strange she said—
“I love thee true.”

VIII.

She took me to her elfin grot,
And there she wept, and sigh’d fill sore,
And there I shut her wild wild eyes
With kisses four.

IX.

And there she lulled me asleep,
And there I dream’d—Ah! woe betide!
The latest dream I ever dream’d
On the cold hill’s side.

X.

I saw pale kings and princes too,
Pale warriors, death-pale were they all;
They cried—“La Belle Dame sans Merci
Hath thee in thrall!”

XI.

I saw their starved lips in the gloam,
With horrid warning gaped wide,
And I awoke and found me here,
On the cold hill’s side.

XII.

And this is why I sojourn here,
Alone and palely loitering,
Though the sedge is wither’d from the lake,
And no birds sing.

.

Arthur Hughes : La belle dame sans merci

.

 La belle dame sans merci

Ω καβαλλιέρε εσύ χλωμέ,
Μόνος τι νάχεις και γυρνάς;
Για κοίταξε, μαράθηκαν
Της λίμνης τα χορτάρια
Και τα πουλιά δεν κελαϊδούν.
Πώς είσαι τόσο σκυθρωπός
Κι αφανισμένος απ’ τη λύπη;
Γεμίσαν οι κρυψώνες
Των ήσκιουρων σιτάρι
Κι ο θερισμός ετέλειωσε.
Στο μέτωπό σου βλέπω υγρό,
Με τη δροσιά του πυρετού
Της αγωνίας το κρίνο,
Και βλέπω πως θα ξεραθή
Στα μάγουλά σου απάνου
Το τριαντάφυλλο, που αχνό
Μαραίνεται ολοένα.
Μες τα λιβάδια αντάμωσα
Μια ωραία, πολύ ωραία,
Την κόρη κάποιας μάγισσας,
Είχεν ολόμαυρα μαλλιά
Κι αέρινα τα πόδια
Κι είχε δυο μάτια μαγικά.
Κι εγώ λουλούδια εταίριαξα
Στεφάνι των μαλλιώ της,
Βραχιόλι της ανθόπλεξα
Κι ευωδιαστή μια ζώνη
Κι έστρεψε και με κοίταξε
Και σαν να μ’ αγαπούσε
Μου στέναξε γλυκά.
Στο γοργονάλαφρο άτι μου
Την έβαλα καβάλλα
Και τίποτε περσότερο
Δεν είδα όλη τη μέρα,
Γιατί γυρνούσε αντίπλευρα,
Και τραγουδούσε μόνον
Ένα τραγούδι μαγικό.
Ρίζες στερνά μου μάζευε
Γλυκύτατες στη γέψη,
Και μέλι μου έφερνε άγριο,
Και σε μια γλώσσα αλλόκοτη,
Μώλεε (πιστεύω), σ’ αγαπώ.
Στη μαγική μ’ οδήγησε
Σπηλιά της, και με πόνο
Σε κλάψες αναλύθηκε
Και στεναγμούς, κι εγώ
Με τέσσαρα φιλήματα
Της σφάλισα τα μάτια.
Κι εκείνη μ’ αποκοίμησεν
Εκεί, κι αλλοίμονό μου!
Νειρεύτηκα, κι ήταν αυτό,
Το τελευταίο μου όνειρο,
Στου κρύου λόφου το πλευρό.
Χλωμούς ρηγάδες γύρω μου,
Χλωμά βασιλοπαίδια,
Χλωμούς καθώς ο θάνατος
Είδα πολεμιστάδες,
Να μου φωνάζουν: η άπονη
Σ’ έχει πιασμένο σκλάβο.-
Τα πεθαμένα χείλη τους
Τάβλεπα στο σκοτάδι
Με αυτό το απαίσιο μήνυμα
Ν’ ανοίγουνε πλατειά,
Και ξύπνησα και βρέθηκα
Στου κρύου λόφου την πλαγιά.
Γι’ αυτό γυρνώ τώρα χλωμός
Και μόνος, μολονόπου
Της λίμνης εμαράθηκαν
Τα χόρτα, και στα δέντρα
Δεν κελαϊδούν πουλιά.

J o h n   K e a t s  ( 1795 — 1821 )

John Keats, «La belle dame sans merci», στον τόμο:

Μιλτιάδης Μαλακάσης, Ποιήματα, Αθήνα, εκδ. Ι. Ν. Σιδέρη, χ.χ., σελ. 114-117.

Εδώ από:
http://christosb.blogspot.com/2006/05/blog-post.html

.

Frank Cadogan Cowper : La belle dame sans merci



.


John Keats – Charles Villiers Stanford

.

.


Έδγαρ Άλλαν Πόε : Κάποια ολότρεμη ευφροσύνη

.

.

The Lake

In spring of youth it was my lot
To haunt of the wide world a spot
The which I could not love the less–
So lovely was the loneliness
Of a wild lake, with black rock bound,
And the tall pines that towered around.

But when the Night had thrown her pall
Upon that spot, as upon all,
And the mystic wind went by
Murmuring in melody–
Then–ah then I would awake
To the terror of the lone lake.

Yet that terror was not fright,
But a tremulous delight–
A feeling not the jewelled mine
Could teach or bribe me to define–
Nor Love–although the Love were thine.

Death was in that poisonous wave,
And in its gulf a fitting grave
For him who thence could solace bring
To his lone imagining–
Whose solitary soul could make
An Eden of that dim lake.

1827

—-E d g a r   A l l a n   P o e  (1809-1849)

.

Ζωγραφική : Boleslas Biegas 

.

.

Η Λίμνη

Ήταν γραφτό, στης νιότης μου το θέρος,
Να προτιμώ απ’ όλη τη γη ένα μέρος
Που τ’  αγαπούσα όλα και πιο βαθιά —
Τόσο ήτανε πλανεύτρα η μοναξιά
Μιας άγριας λίμνης, μ’ ολόμαυρα βράχια
Και πεύκα ολόρθα εκεί στα καταρράχια.

Μα ως είχε ο πέπλος της Νυχτιάς σκεπάσει
Τον τόπο αυτό, μ’ όλη την άλλη πλάση,
Και μελωδίες μουρμουρίζοντας πέρα
Διάβαινε η μυστική πνοή του αγέρα —
Τότε αχ, τότε μ έπιανε λαχτάρα
Για της έρμης λίμνης την τρομάρα.

Μα η τρομάρα αυτή φόβο δεν κλείνει,
Μόνο κάποια ολότρεμη ευφροσύνη —
Ένα αίσθημα, που μήτε της αβύσσου
Τα πλούτη δεν το φτάνουν, συλλογίσου,
Μήτε η Αγάπη — ακόμα κ’ η δική σου.

Θάνατος στο φαρμακερό της κύμα,
Και στο βυθό της ταιριασμένο μνήμα
Για κείνον που παρηγοριά στη μαύρη
Τη φαντασία του εκεί μπορούσε να ‘βρει —
Που θα ‘κανε η ψυχή του η έρμη κι άδεια
Παράδεισο της λίμνης τα σκοτάδια.

—-Μετάφραση : Ν ί κ ο ς  Σ η μ η ρ ι ώ τ η ς

Έδγαρ Πόε, Τα Ποιήματα, Μετάφραση και ξυλογραφίες Νίκου Σημηριώτη, Αθήναι, Εκδόσεις Α. Καραβία, 1965, σελ. 73-74.

.

.

Ξυλογραφία του Ν. Σημηριώτη (¨Η Λίμνη» από Τα Ποιήματα)

.

.

Ο Ν. Σημηριώτης γράφει στα Σχόλιά του (σελ. 132):

« “Το ποίημα αυτό εκφράζει μιαν ιδέα αυτοκτονίας μέσα στην πένθιμη λίμνη, που για πρώτη φορά την περιγράφει εδώ ο Πόε, και που συχνά αργότερα την αναφέρει στα έργα του,  σάμπως νά ‘χει ερωτευθεί τα σκοτεινά δηλητηριασμένα νερά της”.» ( Marie Bonaparte).
Ο Charles Kent λέει πως αν και τα Βραχώδη Βουνά της Σαρλόττεσβιλ είχαν δώσει στον Πόε τα μοντέλα των ορεινών και δασωμένων τοπίων του, ωστόσο δεν ξέρουμε κανένα πρότυπο για τις λίμνες του. Ο συμβολισμός όμως του Πόε, ενοποιώντας τις σκόρπιες εντυπώσεις του, ήταν αρκετός για να δημιουργήσει την άγρια τούτη λίμνη με τα υπνωμένα νερά της…»

.

.

Ζωγραφική : Ernst Fuchs

Ζωγραφική : Arnold Bocklin

.

.

Άλεξ Παπαδιαμάντης :

«The Lake»

για κουαρτέτο εγχόρδων και φωνές

.

.


Σαρλ Μπωντλαίρ : Οι ρηγάδες τ’ ουρανού

Το εμβληματικό άλμπατρος, «το πιο θρυλικό απ’ όλα τα πουλιά», πρωτοεμφανίστηκε στην ποίηση στο πολύ σημαντικό έργο του Samuel Taylor Coleridge  The Rime of the Ancient Mariner  (1798). Το (αιχμαλωτισμένο) άλμπατρος είναι επίσης η κεντρική μεταφορά στο ποίημα του Charles Baudelaire L’Albatros (1861). Οι εικονογραφήσεις που παρουσιάζονται εδώ είναι από το έργο του Coleridge.

.

Charles  Baudelaire  (1821-1867)

.

L’Albatros

Souvent, pour s’amuser, les hommes d’équipage
Prennent des albatros, vastes oiseaux des mers,
Qui suivent, indolents compagnons de voyage,
Le navire glissant sur les gouffres amers.

À peine les ont-ils déposés sur les planches,
Que ces rois de l’azur, maladroits et honteux,
Laissent piteusement leurs grandes ailes blanches
Comme des avirons traîner à côté d’eux.

Ce voyageur ailé, comme il est gauche et veule!
Lui, naguère si beau, qu’il est comique et laid!
L’un agace son bec avec un brûle-gueule,
L’autre mime, en boitant, l’infirme qui volait!

Le Poète est semblable au prince des nuées
Qui hante la tempête et se rit de l’archer;
Exilé sur le sol au milieu des huées,
Ses ailes de géant l’empêchent de marcher.

.

Gustav Doré : Plate 8 – I shot the Albatross

.

Άλμπατρος

Συχνά για να περάσουνε την ώρα οι ναυτικοί
άλμπατρος πιάνουνε, πουλιά μεγάλα της θαλάσσης,
που ακολουθούνε σύντροφοι, το πλοίο, νωχελικοί
καθώς γλιστράει στου ωκεανού τις αχανείς εκτάσεις.

Και μόλις στο κατάστρωμα του καραβιού βρεθούν
αυτοί οι ρηγάδες τ’ ουρανού, αδέξιοι, ντροπιασμένοι,
τ’ αποσταμένα τους φτερά στα πλάγια παρατούν
να σέρνονται σαν τα κουπιά που η βάρκα τα πηγαίνει.

Πώς κείτεται έτσι ο φτερωτός ταξιδευτής δειλός!
Τ’ ωραίο πουλί τι κωμικό κι αδέξιο που απομένει!
Ένας τους με την πίπα του το ράμφος του χτυπά
κι άλλος, χωλαίνοντας, το πώς πετούσε παρασταίνει.

Ίδιος με τούτο ο Ποιητής τ’ αγέρωχο πουλί
που ζει στη μπόρα κι αψηφά το βέλος του θανάτου,
σαν έρθει εξόριστος στη γη και στην οχλοβοή
μέσ’ στα γιγάντια του φτερά χάνει τα βήματά του.

Μτφρ. Α λ έ ξ α ν δ ρ ο ς   Μ π ά ρ α ς

.

Mervyn Peake : The Albatross is Shot

.

Τεράστιοι γλάροι

Συχνά για να σκοτώσουνε τον άδειο τους καιρό
οι ναύτες παίζουν με «άλμπατρος» που πιάνουν επιτήδεια•
τεράστιους γλάρους που πετούν απάνω απ’ το νερό
κι ακολουθούν, νωχελικοί συντρόφοι, τα ταξίδια.

Μόλις πάνω στου καραβιού τα ξύλα με χαρές
τους βασιλιάδες του γλαυκού ο ναύτης ακουμπάει,
αφήνουν τις φτερούγες τους εκείνοι χαλαρές
να τους κρεμούν σαν δυο κουπιά αχρείαστα στο πλάι.

Οι αγέρωχοι ταξιδευτές πώς φαίνονται δειλοί!
Τι αστείοι που ‘ναι κι άσκημοι οι ωραίοι αιθεροβάτες!
Κάποιος το ράμφος τους με το τσιμπούκι του ενοχλεί
ή αναγελά κουτσαίνοντας τους φτερωτούς σακάτες.

Όμοια μ’ αυτούς τους πρίγκιπες του αιθέρα κι ο Ποιητής
ούτε για βέλη νοιάζεται ούτε αν βροντά κι αστράφτει•
μα μέσ’ στη χλεύη εξόριστος μιας κοινωνίας αστής
απ’ τα γιγάντια του φτερά στο βάδισμα σκοντάφτει.

Μτφρ. Ν ί κ ο ς   Φ ω κ ά ς

.

Gustav Doré : Plate 7 – The Albatross

.

Το άλμπατρος

Πολλές φορές οι ναυτικοί, την ώρα να περνάνε,
πιάνουνε τ΄ άλμπατρος – πουλιά της θάλασσας τρανά–
που ράθυμα, σαν σύντροφοι του ταξιδιού, ακολουθάνε
το πλοίο που μες στα βάραθρα γλιστράει, τα πικρά.

Μα μόλις σκλαβωμένα εκεί στην κουπαστή τα δέσουν,
οι βασιλιάδες τ΄ ουρανού, σκυφτοί κι άχαροι πια,
τ΄ άσπρα μεγάλα τους φτερά τ΄ αφήνουνε να πέσουν
και στα πλευρά τους θλιβερά να σέρνονται κουπιά.

Αυτά που ΄ναι τόσο όμορφα, τα σύννεφα όταν σκίζουν,
πως είναι τώρα κωμικά κι άσχημα και δειλά!
Άλλοι με πίπες αναφτές τα ράμφη τους κεντρίζουν,
κι άλλοι πηδάνε σαν κουτσοί, κοροϊδευτικά.

Μ΄ αυτούς τους νεφοπρίγκιπες κι ο Ποιητής πώς μοιάζει!
Δεν σκιάζεται τις σαϊτιές, τις θύελλες αψηφά
μα ξένος μες στον κόσμο αυτόν που γύρω του χουγιάζει,
σκοντάφτει απ΄ τα γιγάντια του φτερά σαν περπατά.

Μτφρ.  Γ.  Σ η μ η ρ ι ώ τ η ς

Mervyn Peake : The Mariner & the Dead Albatross

.

C h a r l e s  B a u d e l a i r e 

Οι μεταφράσεις προέρχονται από την  πολύτιμη σελίδα του Νίκου Σαραντάκου :

http://www.sarantakos.com/language/par-albatros

.

.

.


W. B. Yeats : Σίγουρα κάποια αποκάλυψη σιμώνει

.

.

William Blake: Nebuchadnezzar

.

 

 .

THE SECOND COMING

 .

Turning and turning in the widening gyre

The falcon cannot hear the falconer;

Things fall apart; the centre cannot hold;

Mere anarchy is loosed upon the world,

The blood-dimmed tide is loosed, and everywhere

The ceremony of innocence is drowned;

The best lack all conviction, while the worst

Are full of passionate intensity.

 .

Surely some revelation is at hand;

Surely the Second Coming is at hand.

The Second Coming! Hardly are those words out

When a vast image out of Spiritus Mundi

Troubles my sight: somewhere in the sands of the desert

A shape with lion body and the head of a man,

A gaze blank and pitiless as the sun,

Is moving its slow thighs, while all about it

Reel shadows of the indignant desert birds.

The darkness drops again; but now I know

That twenty centuries of stony sleep

Were vexed to nightmare by a rocking cradle,

And what rough beast, its hour come round at last,

Slouches towards Bethlehem to be born?

.

.

 .

Η  ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ

 

Γυρίζοντας, διαγράφοντας ολοένα πιο μεγάλους κύκλους

Το γεράκι δεν μπορεί ν’ ακούσει πια τον γερακάρη∙

Τα πάντα διαλύονται, το κέντρο δεν κρατάει,

Ωμή αναρχία τώρα λύνεται στον κόσμο,

Απ’ το αίμα θολός λύνεται ο ποταμός, και παντού

Η τελετή της αθωότητας πνίγεται∙

Οι καλύτεροι δίχως πεποίθηση καμιά, ενώ οι χειρότεροι

Ωθούνται από την ένταση του πάθους.

.

Σίγουρα κάποια αποκάλυψη σιμώνει∙

Σίγουρα η Δευτέρα Παρουσία πλησιάζει.

Η Δευτέρα Παρουσία! Μόλις που βγαίνει αυτός ο λόγος

Και  μια τεράστια εικόνα βγαλμένη απ’ τη Συλλογική

Ψυχή

Την όρασή μου θολώνει. Κάπου στην  άμμο της ερήμου

Μορφή με σώμα λιονταριού κι ανθρώπου κεφαλή,

Με άδειο  βλέμμα  κι άσπλαχνο σαν τον ήλιο,

Σαλεύει με μηρούς αργούς, ενώ παντού τριγύρω

Μ’ οργή στριφογυρνούν σκιές πουλιών.

Έρχεται πάλι το σκοτάδι, μα τώρα ξέρω

Πως είκοσι αιώνες πέτρινου ύπνου

Τους  κέντρισ’ εφιάλτης που εκπορεύτηκε από λίκνο.

Και ποιό ανήσυχο θεριό,  τώρα που ‘φτασ΄ η ώρα του,

Βαριά βαδίζει κατά τη Βηθλεέμ να γεννηθεί;

.

.

W.  B.  Y e a t s  (1865-1939)

Νέα μετάφραση: Σ π ύ ρ ο ς   Η λ ι ό π ο υ λ ο ς 

(4.12.2012)

 

.

.

.

Pablo Picasso: Guernica

.

.

.

The Second Coming

.

.

.

.


Guillaume Apollinaire : Αγγιγμένη απ’ τους ίσκιους των νερών

.

.

Giorgio de Chirico: Portrait premonitoire
de Guillaume Apollinaire
 


Δ Ε Ι Λ Ι Ν Ο

Αγγιγμένη απ’ τους ίσκιους των νερών
στο χορτάρι όπου η μέρα ξεψυχάει
η αρλεκίνα γυμνή βγαίνει και κοιτάει
το κορμί της στον καθρέφτη των νερών.

Παρεκεί ένας τσαρλατάνος βραδυνός
τα παιγνίδια που θα κάνουν διαφημίζει.
Ο άχρωμος απ’ άκρη σ’ άκρη ουρανός
άστρα σαν το γάλα ωχρά γεμίζει.

Ο χλομός ο αρλεκίνος μ’ ευθυμία
πρώτα πρώτα χαιρετάει τους θεατές
Μάγους που ’χουν έρθει απ’ τη Βοημία
μερικές νεράιδες και τους γητευτές.

Και κατόπιν ξεκρεμώντας έν’ αστέρι
με το τεντωμένο του το παίζει χέρι
ενώ κάποιος κρεμασμένος ρυθμικά
με τα πόδια του τα κύμβαλα χτυπά.

Τ΄ όμορφο παιδί η τυφλή κουνάει,
η ελαφίνα με τα ελάφια της περνάει.
Βλέπει ο νάνος με το βλέμμα του θολό
τον τρισμέγιστο αρλεκίνο πιο ψηλό.

.

Μετάφραση: Μ ή τ σ ο ς   Π α π α ν ι κ ο λ ά ο υ

Μήτσος Παπανικολάου, Μεταφράσεις, Αθήνα, Πρόσπερος, 1987, σελ. 10-11.

.

Pablo Picasso: Acrobat and Harlequin

 

 .

Σ Α Λ Τ Ι Μ Π Α Γ Κ Ο Ι

Ξεμακραίνει το μπουλούκι
Απ΄ του κάμπου τα περβόλια
Απ΄ τα γκρίζα πανδοχεία
Τ’ αλειτούργητα χωριά

Τα παιδιά πάνε μπροστά
Ξοπίσω σαλτιμπάγκοι αλλοπαρμένοι
Γνέφουν στα οπωροφόρα από μακριά
Κι εκείνα γέρνουνε καρτερικά

Σέρνουν μαζί τους σύνεργα κάθε λογής
Ταμπούρλα τσέρκια χρυσαφένια
Η αρκούδα κι η μαϊμού ζώα σοφά
Απ΄ τους περαστικούς πεντάρες ζητιανεύουν

.

Μετάφραση: Χ ρ ι σ τ ό φ ο ρ ο ς   Λ ι ο ν τ ά κ η ς

 .

 

Pablo Picasso: Family of Saltimbanques

.

 

Υ Π Ο   Τ Ο   Σ Ε Λ Η Ν Ο Φ Ω Σ

Μελίρρυτη εξορμά η σελήνη στων σαλών τα χείλη
Περβόλια και χωριά τηλώνονται όλα αιγλήεσσα ύλη
Τ’ αστέρια υποκρίνονται όμορφα πως είν’ μελίσσι
Και μέλι ολόφωτο τα τσάμπουρα έχει πλημμυρίσει
Πασίγλυκο είναι κι απ’ τον ουρανό χιμάει και θέλει
Του φεγγαριού η κάθε αχτίδα νά ’ν’ μι’ αχτίδα μέλι
Κρυμμένος νιώθω το γλυκό το κέντημα του πούρου
Κεντριού και τρέμω μην κεντρί είν’ της μέλισσας του Αρκτούρου
Που αχτίδες έρχεται ακουμπά στα χέρια μου εν προόδω
Το φεγγαρόμελο βουτώντας στου άνεμου το ρόδο

.

G u i l l a u m e   A p o l l i n a i r e (1880-1918)

Μετάφραση: Γ ι ώ ρ γ ο ς   Κ ε ν τ ρ ω τ ή ς

 

 

Από : http://alonakitispoiisis.blogspot.com/search/label/APOLLINAIRE

.

 

Henri Rousseau: The Muse Inspiring the Poet

 

M A R I E

Vous y dansiez petite fille
Y danserez-vous mère-grand
C’est la maclotte qui sautille
Toute les cloches sonneront
Quand donc reviendrez-vous Marie

Les masques sont silencieux
Et la musique est si lointaine
Qu’elle semble venir des cieux
Oui je veux vous aimer mais vous aimer à peine
Et mon mal est délicieux

Les brebis s’en vont dans la neige
Flocons de laine et ceux d’argent
Des soldats passent et que n’ai-je
Un cœur à moi ce coeur changeant
Changeant et puis encor que sais-je

Sais-je où s’en iront tes cheveux
Crépus comme mer qui moutonne
Sais-je où s’en iront tes cheveux
Et tes mains feuilles de l’automne
Que jonchent aussi nos aveux

Je passais au bord de la Seine
Un livre ancien sous le bras
Le fleuve est pareil à ma peine
Il s’écoule et ne tarit pas
Quand donc finira la semaine

.

.

Poème de Guillaume APPOLINAIRE

pour Marie LAURENCIN

et chanté par Léo FERRE

.

 

.

 


Louis Aragon : Δώ’ μου τα χέρια σου να με αλαφιάσουν


.

Dante Gabriel Rossetti : Prosperine

.

 


ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΣΑΣ

.

Δώ’ μου τα χέρια σου να με αλαφιάσουν,
χέρια που ανέκαθεν αναπολώ
νά ’ρθουνε τη μοναξιά μου να σπάσουν,
δώσ’ τα μου νά ιδω έτσι κι εγώ καλό.

Άμα τα πιάνω στη φτενή μου αρπάγη
–δάχτυλα, σκιάξιμο, σάστισμα, φούρια–…
άμα τα πιάνω, όπως λυώνουν οι πάγοι
και το νερό βρίσκει κοίτη καινούργια,

νιώθεις τα ρεύματα που με διαρρέουν,
με κατακλύζουν και με καταχτούν,
που διατρυπούν τα πρανή των ορέων
και τί προδίδουν όσοι έτσι αταχτούν;…

Τί μαρτυράει εδώ η μύχια γλώσσα;
–ρήματα αλάλητα, αγριμιών ορμές,–
βουβά κι ανίδωτα και μύρια όσα
είδωλα μέσα σε μαύρο καθρέφτη… Μες

στην ανεκλάλητη πια ανατριχίλα
τί λεν τα δάχτυλα που έξαφνα πιάνουν
σφιχτά τη λεία τους; Τί λένε; Μίλα!
Σε μια στιγμή-αστραπή το αχανές χάνουν!…

Δώ’ μου τα χέρια σου, της καρδιάς μου εκμαγεία·
σιγάει ο κόσμος –σαν δεν είναι μόνα,
τα χέρια σου– να νιώσει τη μαγεία
του νυσταγμού η ψυχή μου εις τον αιώνα.

.

.

.

ΟΙ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΙΛΙΟΥ

.

Στων ρυακιών το ρέμα κοντοστέκεται Τραγουδά τραγούδια
Τρεχοβολάει Τον ουρανό κοιτώντας κράζει δυνατά κραυγάζει
Τη φούστα έχει ανοιχτή προς τον παράδεισο
Σε γοητεύει σε γοητεύει δηλαδή απόλυτα
Πάνω από μικρά φλοισβίσματα κουνάει ένα κλαράκι
Το άσπρο χέρι της σιγά-σιγά το σέρνει στ’ άσπιλό της μέτωπο
Στα πόδια της ανάμεσα νυφίτσες πιλαλάνε
Και στο καπέλλο της πάει και θρονιάζεται όλο το γαλάζιο

.

L o u i s  A r a g o n  (1897 – 1982)
Μετάφραση: Γ ι ώ ρ γ ο ς   Κ ε ν τ ρ ω τ ή ς

Από: http://alonakitispoiisis.blogspot.com/search/label/ARAGON

.

.

.

L E S   M A I N S   D’  E L S A

Δημιουργία  βίντεο : Γιώργος Κεντρωτής

 

.


Γιάννης Σκαρίμπας : Τόσο πολύ σ’ αγάπησα Κερά

.

John William Waterhouse : Boreas, 1902

 

 


ΟΥΛΑΛΟΥΜ . . .

.

Ήταν σα να σε πρόσμενα Κερά
απόψε που δεν έπνεε έξω ανάσα,
κι έλεγα: Θάρθει απόψε απ’ τα νερά
κι από τα δάσα.

Θάρθει, αφού φλετράει μου η ψυχή,
αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι
και θα μυρίζει ήλιο και βροχή
και νειό φεγγάρι . . .

Και να, το κάθισμά σου σιγυρνώ,
στολνώ την κάμαρά μας αγριομέντα,
και να, μαζί σου κιόλας αρχινώ
χρυσή κουβέντα:

. . . Πως – να, θα μείνει ο κόσμος με το «μπα»
που μ’ έλεγε τρελόν πως είχες γίνει
καπνός και – τάχας – σύγνεφα θαμπά
προς τη Σελήνη . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Νύχτωσε και δεν φάνηκες εσύ·
κίνησα να σε βρω στο δρόμο – ωιμένα –
μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή
κι εσύ με μένα.

Τόσο πολύ σ’ αγάπησα Κερά,
που άκουγα διπλά τα βήματα μου!
Πάταγα γω – στραβός – μεσ’ τα νερά;
κι εσύ κοντά μου . . .

Γ ι ά ν ν η ς   Σ κ α ρ ί μ π ας  (18931984)

Από: http://www.mikrosapoplous.gr/extracts/skaribas-p.htm

.

.

.

Γιάννης Σκαρίμπας-Νικόλας Άσιμος: «Ουλαλούμ»


Νίκος Εγγονόπουλος : Για τους ελεύθερους

Η ανάρτηση αφιερώνεται
στον   Γιώργο    Κεντρωτή

.

 


ΜΠΟΛΙΒÁΡ,

έ ν α  ε λ λ η ν ι κ ό  π ο ί η μ α

αποσπάσματα

.

.

.

 

 

ΦΑΣΜΑ ΘΗΣΕΩΣ ΕΝ ΟΠΛΟΙΣ ΚΑΘΟΡΑΝ, ΠΡΟ
ΑΥΤΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ ΦΕΡΟΜΕΝΟΝ

Le cuer d’ un home vaut tout l’ or d’ un païs

.

Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους, για τους γενναίους, τους δυνατούς,

Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα, τα γενναία, τα δυνατά,

Γι’ αυτούς η απόλυτη υποταγή κάθε στοιχείου, η σιγή, γι’ αυτούς τα δάκρυα, γι’ αυτούς οι φάροι, κι’ οι κλάδοι ελιάς, και τα φανάρια

Όπου χοροπηδούνε με το λίκνισμα των καραβιών και γράφουνε στους σκοτεινούς ορίζοντες των λιμανιών,

Γι’ αυτούς είναι τ’ άδεια βαρέλια που σωριαστήκανε στο πιο στενό, πάλι του λιμανιού, σοκάκι,

Γι’ αυτούς οι κουλούρες τ’ άσπρα σκοινιά, κι’  οι αλυσίδες, οι άγκυρες, τ’ άλλα μανόμετρα,

Μέσα στην εκνευριστικιάν οσμή του πετρελαίου,

Για ν’ αρματώσουνε καράβι, ν’ ανοιχτούν, να φύγουνε,

Όμοιοι με τραμ που ξεκινάει, άδειο κι’  ολόφωτο μέσ’ στη νυχτερινή γαλήνη των μπαχτσέδων,

Μ’ ένα σκοπό του ταξειδιού:   π ρ ο ς  τ’  ά σ τ ρ α.

.

.

Γι’ αυτούς θα πω τα λόγια τα ωραία, που μου τα υπαγόρευσε η Έμπνευσις,

Καθώς εφώλιασε μέσα στα βάθια του μυαλού μου όλο συγκίνηση

Για τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες, του Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Σίμωνος Μπολιβάρ.

.

.

Θησεύς και Μινώταυρος.

.

.

Όμως για τώρα θα ψάλω μοναχά τον Σίμωνα, αφήνοντας τον άλλο για κατάλληλο καιρό,

Αφήνοντάς τον για ναν τ’ αφιερώσω, σαν έρθ’ η ώρα, ίσως το πιο ωραίο τραγούδι που έψαλα ποτέ,

Ίσως τ’ ωραιότερο τραγούδι που ποτές εψάλανε σ’ όλον τον κόσμο.

Κι αυτά όχι για το ότι κι οι δυο τους υπήρξαν για τις πατρίδες, και τα έθνη, και τα σύνολα, κι’  άλλα παρόμοια, που δεν εμπνέουν,

Παρά γιατί σταθήκανε μεσ’ στους αιώνες, κι’ οι δυο τους, μονάχοι πάντα, κι ελεύθεροι, μεγάλοι, γενναίοι και δυνατοί.

.

.

Και τώρα ν’ απελπίζουμαι που ίσαμε σήμερα δεν με κατάλαβε, δεν θέλησε, δε μπόρεσε να καταλάβη τι λέω, κανείς;

Βέβαια την ίδια τύχη νάχουνε κι’  αυτά που λέω τώρα για τον Μπολιβάρ, που θα πω αύριο για τον Ανδρούτσο;

Δεν είναι κι εύκολο, άλλωστε, να γίνουν τόσο γλήγορα αντιληπτές μορφές της σημασίας τ’ Ανδρούτσου και του Μπολιβάρ,

Παρόμοια σύμβολα.

Αλλ’  ας περνούμε γρήγορα: προς Θεού, όχι συγκινήσεις, κι’ υπερβολές, κι’ απελπισίες.

Αδιάφορο, η φωνή μου είτανε προορισμένη μόνο για τους αιώνες.

(Στο μέλλον, το κοντινό, το μακρινό, σε χρόνια, λίγα, πολλά, ίσως από μεθαύριο, κι αντι­ μεθαύριο,

Ίσαμε την ώρα που θε ν’ αρχινήση η Γης να κυλάει άδεια, κι’ άχρηστη, και νεκρή, στο στερέωμα,

Νέοι θα ξυπνάνε, με μαθηματικήν ακρίβεια, τις άγριες νύχτες, πάνω στην κλίνη τους,

Να βρέχουνε με δάκρυα το προσκέφαλό τους, αναλογιζόμενοι ποιος ήμουν, σκεφτόμενοι

Πως υπήρξα κάποτες, τί λόγια είπα, τί ύμνους έψαλα.

Και τα θεόρατα κύματα, όπου ξεσπούνε κάθε βράδυ στα εφτά της Ύδρας ακρογιάλια,

Κι’  οι άγριοι βράχοι, και το ψηλό βουνό που κατεβάζει τα δρολάπια,

Αέναα, άκούραστα, θε να βροντοφωνούνε τ’ όνομά μου).

.

.

Ας επανέλθουμε όμως στον Σiμωνα Μπολιβάρ.

.

.

.

.

.

Μ π ο λ ι β ά ρ! Όνομα από μέταλλο και ξύλο, είσουνα ένα λουλούδι μεσ’ στους μπαχτσέδες της Νότιας Αμερικής.

Είχες όλη την ευγένεια των λουλουδιών μεσ’  στην καρδιά σου, μεσ’ στα μαλλιά σου, μέσα στo βλέμμα σου.

Η χέρα σου ήτανε μεγάλη σαν την καρδιά σου, και σκορπούσε το καλό και το κακό.

Ροβόλαγες τα βουνά κι ετρέμαν τ’ άστρα, κατέβαινες στους κάμπους, με τα χρυσά, τις επωμίδες, όλα τα διακριτικά του βαθμού σου,

Με το ντουφέκι στον ώμο αναρτημένο, με τα στήθια ξέσκεπα, με τις λαβωματιές γιομάτο το κορμί σου,

Κι εκαθόσουν ολόγυμνος σε πέτρα χαμηλή, στ’ ακροθαλάσσι,

Κι έρχονταν και σ’ έβαφαν με τις συνήθειες των πολεμιστών Ινδιάνων,

Μ’ ασβέστη, μισόνε άσπρο, μισό γαλάζιο, για να φαντάζεις σα ρημοκλήσι σε περιγιάλι της Αττικής,

Σαν εκκλησιά στις γειτονιές των Ταταούλων, ωσάν ανάχτορο σε πόλη της Μακεδονίας ερημική. […]

.

.

Μ π ο λ ι β ά ρ !  Κράζω τ’ όνομά σου ξαπλωμένος στην κορφή του βουνού Έρε,

Την πιο ψηλή κορφή της νήσου Ύδρας.

Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική μέχρι των νήσων του Σαρωνικού, τη Θήβα,

Μέχρι κει κάτω, πέρα απ’ τη Μονεβασιά, το τρανό Μισίρι,

Αλλά και μέχρι του Παναμά, της Γκουατεμάλα, της Νικαράγκουα, του Οvτoυράς, της Αϊτής, του Σαν Ντομίγκο, της Βολιβίας, της Κολομβίας, του Περού, της Βενε­ζουέλας, της Χιλής, της Αργεντινής, της Βραζιλίας, Ουρουγουάη, Παραγουάη,του Ισημερινού,

Ακόμη και του Μεξικού.

Μ’ ένα σκληρό λιθάρι χαράζω τ’ όνομά σου πάνω στην πέτρα, νάρχουνται αργότερα οι ανθρώποι να προσκυνούν.

Τινάζονται σπίθες καθώς χαράζω — έτσι ήτανε, λεν, ο Μπολιβάρ — και παρακολουθώ

Το χέρι μου καθώς γράφει, λαμπρό μέσα στον ήλιο.

.

.

Είδες γιά πρώτη φορά το φως στο Καρακάς. Το φώς το δικό σου,

Μ π ο λ ι β ά ρ, γιατί ώς νάρθεις η Νότια Αμερική ολόκληρη ήτανε βυθισμένη στα πικρά σκοτάδια.

Τ’ όνομά σου τώρα είναι δαυλός αναμμένος, που φωτίζει την Αμερική, και τη Βόρεια και τη Νότια, και την οικουμένη!

Οι ποταμοί Αμαζόνιος και Ορινόκος πηγάζουν από τα μάτια σου.

Τα ψηλά βουνά έχουν τις ρίζες στο στέρνο σου,

Η οροσειρά των Άνδεων είναι η ραχοκοκαλιά σου.

Στην κορφή της κεφαλής σου, παλληκαρά, τρέχουν τ’ ανήμερα άτια και τ’ άγρια βόδια,

Ο πλούτος της Αργεντινής.

Πάνω στην κοιλιά σου εκτείνονται οι απέραντες φυτείες του καφφέ.

.

.

Σαν μιλάς, φοβεροί σεισμοί ρημάζουνε το παν,

Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας μέχρι τα πολύχρωμα νησιά,

Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε στα ουράνια την οργή τους,

Σειούνται τα χώματα παντού και τρίζουν τα εικονίσματα στην Καστοριά,

Τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη.

Μ π ο λ ι β ά ρ, είσαι ωραίος σαν Ελληνας. […]

.

.

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

.

.

.

Όμως, πόσοι και πόσοι δε σ’ επιβουλευτήκαν, Μ π ο λ ι β ά ρ,

Πόσα «ντολάπια» και δε σού ‘στησαν να πέσης, να χαθής,

Ένας προ πάντων, ένας παλιάνθρωπος, ένα σκουλήκι, ένας Φιλιππουπολίτης.

Αλλά συ τίποτα, ατράνταχτος σαν πύργος στέκουσαν, όρθιος, στου Ακογκάγκουα μπρος τον τρόμο,

Μια φοβερή ξυλάρα εκράταγες, και την εκράδαινες πάνω απ’ την κεφαλή σου.

Οι φαλακροί κόνδωρες σκιάζουνταν, που δεν τους τρόμαξε της μάχης το κακό και το ντουμάνι, και σε κοπάδια αγριεμένα πέταγαν,

Κι’ οι προβατογκαμήλες γκρεμιοτσακίζουντάνε στις πλαγιές, σέρνοντας, καθώς πέφταν, σύννεφο το χώμα και λιθάρια.

Κι’ οι εχθροί σου μέσα στα μαύρα Τάρταρα εχάνοντο, λουφάζαν. […]

.

.

Κι’ εδώ πρέπει ιδιαιτέρως να εξαρθή ότι ο Μπολιβάρ δεν εφοβήθηκε, δε «σκιάχτηκε» που λεν, ποτέ,

Ούτε στων μαχών την ώρα την πιο φονικιά, ούτε στης προδοσίας, της αναπόφευκτης, τις πικρές μαυρίλες.

Λένε πως γνώριζε από πριν, με μιαν ακρίβεια αφάνταστη, τη μέρα, την ώρα, το δευτερόλεφτο ακόμη : τη στιγμή,

Της Μάχης της μεγάλης που είτανε  γ ι’  α υ τ ό ν α   μ ό ν ο,

Κι’ όπου θε νάτανε αυτός ο ίδιος  στρατός κι’ εχθρός, ηττημένος και νικητής μαζί, ήρωας τροπαιούχος κι’ εξιλαστήριο θύμα.

(Και ως του Κύριλλου Λουκάρεως το πνεύμα το υπέροχο μέσα του στέκονταν,

Πώς τις ξεγέλαγε, γαλήνιος, των Ισουϊτώνε και του ελεεινού Φιλιππουπολίτη τις απαίσιες πλεχτάνες!)

.

.

Κι’ αν χάθηκε, αν ποτές χάνετ’ ένας  Μ π ο λ ι β ά ρ ! που σαν τον Απολλώνιο στα ουράνια ανελήφθη,

Λαμπρός σαν ήλιος έδυσε, μέσα σε δόξα αφάνταστη, πίσω από βουνά ευγενικά της Αττικής και του Μορέως.

.

.

.

ε  π  ί  κ  λ  η  σ  ι  ς

 

Μ π ο λ ι β ά ρ ! Είσαι του Ρήγα Φερραίου παιδί,

Του Αντωνίου Οικονόμου — που τόσο άδικα τον σφάξαν — και του Πασβαντζόγλου αδελφός,

Τ’ όνειρο του μεγάλου Μαξιμιλιανού ντε Ρομπεσπιέρ ξαναζεί στο μέτωπό σου.

Είσαι ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής.

Δεν ξέρω ποια συγγένεια σε συνέδεε, αν  είτανε απόγονός σου ο άλλος μεγάλος Αμερικανός, από το Μοντεβίντεο αυτός,

Ένα μονάχα είναι γνωστό, πως είμαι ο γυιός σου. […]

.

.

.

.

.

.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ :

Μετά  την  επικράτησιν  της  νοτιοαμερικανικής  επαναστάσεως  στήθηκε στ’  Ανάπλι και τη Μονεμβασιά, επί ερημικού λόφου δεσπόζοντος της πόλεως, χάλκινος ανδριάς του Μπολιβάρ. Όμως, καθώς τις νύχτες ο σφοδρός άνεμος που φυσούσε ανατάραζε με βία την ρεντικότα του ήρωος,  ο  προκαλούμενος   θόρυβος   είτανε  τόσο   μεγάλος,   εκκωφαντικός,  που  στέκονταν αδύνατο να κλείση κανείς μάτι, δεν μπορούσε να γενή πλέον λόγος για ύπνο. Έτσι οι κάτοικοι εζήτησαν  και,  δια  καταλλήλων  ενεργειών,  επέτυχαν  την  κατεδάφιση  του  μνημείου.

.

.

.

ΥΜΝΟΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΗΣΤΗΡΙΟΣ ΣΤΟΝ ΜΠΟΛΙΒΑΡ

(Εδώ  ακούγονται  μακρυνές  μουσικές  που  παίζουν,  μ’  άφθαστη  μελαγχολία,  νοσταλγικά λαϊκά  τραγούδια  και  χορούς  της  Νοτίου Αμερικής,  κατά προτίμησιν  σε  ρυθμό  sardane).

 

σ τ ρ α τ η γ έ

τ ί    ζ η τ ο ύ σ ε ς    σ τ η   Λ ά ρ ι σ α

σ υ

έ ν α ς

Υ δ ρ α ί ο ς;

 

 

Ν ί κ ο ς   Ε γ γ ο ν ό π ο υ λ ο ς (1907-1985)

Μπολιβάρ (1944) : Ποιήματα, Αθήνα, Ίκαρος, 2004, σελ. 143-157

.

.

Ο Νίκος Εγγονόπουλος διαβάζει:

Μπολιβάρ

Νίκος Μαμαγκάκης:

Μπολιβάρ

 Δημιουργία βίντεο: Γώργος Κεντρωτής

Μια σπάνια εκτέλεση


Νίκος Εγγονόπουλος : Αγκαλιασμένοι

Ζωγραφική : Σύλβια Αντωνιάδη

 

 

 

ΚΛΕΛΙΑ

ή μάλλον

ΤΟ ΕΙΔΥΛΛΙΟΝ ΤΗΣ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑΣ

ΙΙ

 

Μην κλαις — μην κλαις καλή —

τις μέρες που πέρασαν :

είτανε — να το ξέρης — δώρο των θεών

 

η γη σιγά

και πριν ακόμη ο ήλιος που τόσο αγαπάμε σβήση

— και δεν σκοπεύει πια για μας να ξαναβγή —

θε να σε πάρω

— για να προχωρήσουμε —

απ’ το λεπτό χεράκι

 

βλέπεις εκείνο το μνημείο

εκεί πέρα

θ’ ανοίξουμε την πόρτα

και θα μπούμε :

εκεί θε να σε πάρω αγκαλιά

κι’ αγκαλιασμένοι έτσι μια για πάντα

θα χαθούμε

μεσ’ στης Δευτέρας Παρουσίας

τα πολύχρωμα

γυαλιά

 

Ν ί κ ο ς  Ε γ γ ο ν ό π ο υ λ ο ς (1907-1985)

Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω (1957) : Ποιήματα, Αθήνα, Ίκαρος, 2004, σελ. 320-321

 


Φώτης Αγγουλές : Έχω μια θλίψη να κοιμίσω

Η    παρούσα    ανάρτηση   αντλεί    όλο   το   υλικό   της   από  τις   εξαιρετικές    σελίδες   του   Ν ί κ ο υ    Σ α ρ α ν τ ά κ ο υ    και   του    Β α γ γ έ λ η   Ρ ο υ φ ά κ η   για τον  Φώτη Αγγουλέ  (1911-1964),  όπου  βρίσκει κανείς πολύτιμα  στοιχεία για τη ζωή και το έργο αυτού του ιδιαίτερου ποιητή — στοιχεία συχνά  σπαρακτικά επίκαιρα στις ημέρες που διανύουμε (βλ. Πηγές).

 

 

 

[…] Ο Φώτης Αγγουλές γεννήθηκε το 1911 στον Τσεσμέ, στα παράλια της Μικράς Ασίας, απέναντι από τη Χίο. Ψαρομανάβης ο πατέρας του, Αγγουλές το παρατσούκλι του, που ο Φώτης προτίμησε από το Χονδρουδάκης, το πραγματικό τους επώνυμο. Με τον πόλεμο του 1914-18 και το διωγμό των χριστιανών της Τουρκίας, η οικογένεια πέρασε στη Χίο, όπου κι εκεί ο πατέρας ασχολήθηκε με την ψαρομαναβική.
Καλός στα γράμματα ο Φώτης, αλλά άτακτος. Εβγαλε δεν έβγαλε τη Β’ Δημοτικού. Μια μέρα, όταν ο δάσκαλος τον φώναξε στον πίνακα, πήδηξε από το παράθυρο και δεν ξαναπάτησε. Προτίμησε, για την ώρα, να βοηθάει τον πατέρα του.
Σε ηλικια 14-15 χρόνων διάβασε κάποιο ποίημα σε εφημερίδα, εντυπωσιάστηκε κι άρχισε να σκαρώνει στίχους. Αφησε τον πατέρα του και τα ψάρια και πήγε μαθητευόμενος τυπογράφος στην τοπική εφημερίδα «Ελευθερία», όπου γνωρίστηκε και με νέους διανοούμενους της περιοχής.
Και κάποια στιγμή, ενώ η Ελλάδα δοκιμαζόταν από πολιτικές και πολεμικές αναταραχές, αρχίζει να δημοσιεύει τα δικά του ποιήματα. Ενα σατιρικό του ποίημα κατά του δικτάτορα Μουσολίνι στην εφημερίδα «Αλήθεια» τον οδηγεί από την ντόπια εξουσία στο δικαστήριο. Αθωώνεται, αλλά είναι πια σημαδεμένος αριστερός και «επικίνδυνος» ώς το θάνατό του.
Ακολουθεί μια περιπετειώδης ζωή: στράτευση, Μέση Ανατολή, βοηθητικός λόγω φρονημάτων, σαλπιστής, ασυρματιστής, αποσπασμένος στην Ιερουσαλήμ, να τυπώνει στο τυπογραφείο του Πατριαρχείου το στρατιωτικό ψυχαγωγικό περιοδικό «Ελλάς».
Στη συνέχεια μετάθεση στο Κάιρο, στο κυβερνητικό γραφείο Τύπου — προϊστάμενος τότε ο Γιώργος Σεφέρης. Εκεί παντρεύτηκε μια Αιγυπτιώτισσα Ελληνίδα, δημοκράτισσα δασκάλα των γαλλικών, την Ελλη Κυριαζή, αλλά δεν έζησαν μαζί παρά μόνο 4 μήνες.
Δεν ήταν μόνο οι ξένοι ο αντίπαλος, ήταν και οι πολιτικές συγκρούσεις μεταξύ των Ελλήνων και των προσφύγων που βρέθηκαν στη Μ. Ανατολή. Εγιναν και συλλήψεις, εγκλεισμοί των δημοκρατικών αξιωματικών και φαντάρων σε στρατόπεδα και φυλακές — μαζί τους και ο Φώτης. Η γυναίκα του τον φρόντιζε από μακριά, όταν όμως ο Φώτης επαναπατρίστηκε το 1945, δεν της επέτρεψαν να τον ακολουθήσει.
Εμεινε για λίγο στην Αθήνα, αλλά η πείνα τον ξανάφερε στη Χίο, όπου τον περίμεναν νέες διώξεις. Το 1948, καθώς τύπωνε μια παράνομη εφημερίδα, πιάνεται και γραμμή στα Γιούρα. Μεταφέρεται για να δικαστεί στην Αθήνα και καταδικάζεται σε 12 χρόνια ειρκτή, γνωρίζοντας έτσι αλλεπάλληλες φυλακές.
Αποφυλακίζεται το 1956 από την Κέρκυρα, έχοντας συμπληρώσει τα 2/3 της ποινής του. Για λίγο στην Αθήνα, και ξανά στη Χίο. Αλλά κι εκεί, καθώς δεν έχει υπογράψει και την περίφημη «δήλωση μετανοίας», να τον παρακολουθεί η Ασφάλεια, να τον καλεί, να τον φοβερίζει. Είχε όμως τη συμπαράσταση και την αγάπη των απλών ανθρώπων. Τον κερνούσαν, τον χαρτζιλίκωναν, του έδιναν ψάρια να τα μεταπουλήσει. Επιασε δουλειά στην εφημερίδα «Χιακός λαός», όπου και τύπωσε τη συλλογή του «Πορεία στη νύχτα», αφού δεν είχε πάψει ποτέ να σκαρώνει ποιήματα (άλλες συλλογές του: «Φλόγες του δάσους», «Φουτσιγιάμα», «Ποιήματα»).
Ακολούθησαν αρρώστιες και μια πρόωρη σύνταξη από το σωματείο τυπογράφων. Οι κακουχίες όμως τον οδήγησαν στο θάνατο. Εσβησε σ’ ένα πλοίο, σ’ ένα ταξίδι από τη Χίο στον Πειραιά.
Ο,τι ίσως δεν γνώρισε στη ζωή τού επιφυλάχθηκε στο θάνατό του. Η κηδεία του πάνδημη, με έξοδα του Δήμου Χίου. «Λέγανε πως αν είχε ο Φώτης τα μισά λεφτά που πήγανε στο ξόδι του, θα περνούσε πλούσια ένα χρόνο», γράφει η Ελλη Παπαδημητρίου στην έκδοση «Ο Φώτης Αγγουλές – Ποιήματα – Επιλογή» («Κέδρος», 1975) […]

 

 

 

Στοιχειωμένη νύχτα

Τι καταραμένη νύχτα… στοίχειωσε κι η πόλη λες,
και στα ρημαγμένα σπίτια και στις άνανθες αυλές,
τα στοιχειά γλεντοκοπώντας, κρουταλούν τις πόρτες τους,
σαν φασίστες που περνούνε και χτυπούν τις μπότες τους.

Πάνω αφ’ του σπιτιού τη στέγη, μ’ ένα καύκαλο μωρού
πεθαμένου από την πείνα, φτιάχνει η Φρίκη μια μπουρού,
και φυσά και ζωντανεύει των πνιγμένων τις λαχτάρες,
τ’ αγκομαχητά των γέρων, των μανάδων τις κατάρες,
και φυσά, κι από τη νύχτα που την έθαψε το χιόνι,
πιότερο η ψυχή στης Φρίκης τους αλαλαγμούς παγώνει.
Τα γυμνά κλαριά των δέντρων τρίζουν και στενάζουνε,
κι οι τριγμοί τους μες στη νύχτα με βλαστήμιες μοιάζουνε.

Τι καταραμένη νύχτα… Στοίχειωσε κι η πόλη λες,
κι απ’ τα κλειδωμένα σπίτια κι απ’ τις έρημες αυλές
άκουσε… σφυριές χτυπάνε, μακρινές και ρυθμικές,
σαν να σπάζουν αλυσίδες, σαν ν’ ανοίγουν φυλακές.

 

Σταυροί

Τόσοι σταυροί που στήθηκαν
τόσοι σταυροί που θα στηθούνε,
εμάς μονάχα με σταυρούς
μπορούν να μας μετρούνε.

Σταυροί, παντού σταυροί.

Είμαστε «οι αδάκρυτοι κι οι αγέλαστοι».
Δεν κλαίμε, ούτε γελούμε.
Τα σπίτια μας καπνίζουνε
πεινούνε τα παιδιά μας, δεν λυγούμε
ήρθαμε να χαράξομε του πόνου μας τα σύνορα
και στήνουμε σημάδια και περνούμε.

Σταυροί, παντού σταυροί.

 

Μην πεις

Καλώς την που την πρόσμενα χρόνια και χρόνια τώρα,
κοντά σου θέλω να με βρει του χινοπώρου η μπόρα.
Μείνε, καλή μου, κάνε μου λιγάκι συντροφιά,
κι όταν χωρίσουμε, μην πεις απάνω μου πως είδες,
σημάδια από του σταυρωμού τα σουβλερά καρφιά,
και μελανιές αφ’ τις βαριές των σκλάβων αλυσίδες.

 

Στη μάνα

Μανούλα, τα μωρά θα πεθάνουν στις κούνιες τους.
Θα σκοτωθούν οι έφηβοι άδικα.
Θα μαραθούν τα λουλούδια στις γλάστρες
κι εσύ, να μην περιμένεις
να πραγματοποιήσεις κανένα σου όνειρο…
Αυτό… είναι Πόλεμος.

 

Επιστροφή

Νάμαι, ξανάρθα πίσω.
Κι έχω τραγούδια να σας πω πολλά
μα πριν σας τραγουδήσω,
που ειν` τα κρίνα;
Που είν` τα γιασεμιά;
Έχω μια θλίψη να κοιμίσω.

 

Γαλήνη

Κάρμα μπουνάτσα. Με καθρέφτη
μοιάζει ο γιαλός που εγαληνέφτη
και μήτε μια ζαρωματιά
δεν βλέπει η πένθιμη ματιά,
στο γαλαζί κρουστάλλι ως πέφτει.
Κρίμα που δεν μπορεί να γίνει
και στην καρδιά μου έτσι γαλήνη.

 

Ώρα καλή

Ώρα καλή συνταξιδιώτες, ώρα σας καλή
Που φεύγετε απ’ την άβυσσο και για τον ήλιο πάτε
Την αλυσίδα μου κρατώ μη σέρνεται και κρουταλεί
Ν’ ακούσω το τραγούδι σας, καθώς περνάτε.

Βάλτε ρυθμό στο βήμα σας και στο τραγούδι σας θυμό
Ξηπόλητοι περάσαμε της δυστυχίας τον ποταμό
Κι ήταν το ρέμα δυνατό κι η θυμωμένη λάμια
Είχε ριγμένα στο βυθό κοπανισμένα τζάμια

Ώρα καλή συνταξιδιώτες, ώρα σας καλή.
Κεντώ στο μισοσκόταδο έναν ήλιο για κονκάρδα,
Την αλυσίδα μου κρατώ μη σέρνεται και κρουταλεί
Απόψε που σταυρώνεται σαν το Χριστό η Ελλάδα.

 

Οι παπαρούνες

Eνα μπουκέτο παπαρούνες, φτιαγμένες από σύρματα και φλος,
αναστατώσαν την ψυχή μου.
Ο λογισμός ξαστέρωσε ο θολός κι έπεσε φως μεσ’ στο κελί μου.
Ενα μπουκέτο πυρκαγιές, ένα μπουκέτο χείλη,
ένα μπουκέτο ροδαμνιές, σε τροπικό ένα δείλι.
Μα πούναι η αγάπη; Πνίγηκε στο μίσος και στο ψέμα
και στο κελί μου φτάνουνε σπαρακτικές κραυγές.
Κι οι παπαρούνες έγιναν ένα μπουκέτο από πληγές
και στάζουν αίμα.

 

Μην καρτεράτε

Μην καρτεράτε να λυγίσουμε
μήτε για μια στιγμή,
μήδ’ όσο στην κακοκαιριά
λυγά το κυπαρίσσι.
Έχουμε τη ζωή πολύ
πάρα πολύ αγαπήσει.

 

Φ ώ τ η ς  Α γ γ ο υ λ έ ς

 

.       .       .     .      .      .

 

Και ένα ποίημα του  Γ ι ά ν ν η   Ρ ί τ σ ο υ  από τη σελίδα του Νίκου Σαραντάκου:

 

Για τον ποιητή Φώτη Αγγουλέ

Ήταν ένα βασανισμένο, απλό παιδί του λαού,
ψάρευε, πάλευε, πεινούσε, τραγουδούσε,
χρυσόψαρα δεν έκλεινε στη γιάλα·
του δειλινού τα ρόδα δεν τα πολυκοίταζε.

Έφυγε ο Φώτης. Mην τον κλάψετε.
Σε μιαν ακρογιαλιά της Xιός ψαρεύει ακόμα.
Στη νοτισμένην αμμουδιά βλέπουν τον ίσκιο του οι ψαράδες.
«Γειά σου» του λένε και χαμογελάνε.

Έχ, με της φυλακής τα σίδερα έσιαχνε
βαρίδια και βαρίδια για βαθιά ψαρέματα·
στίχο το στίχο τους καημούς, φελλούς τους λάφρυνε
μη και βουλιάξει το τραγούδι μέσα στ’ άδικο.

Kουπί, πανί, καμάκι, αγκίστρια κι άγκυρα,
στην κουπαστή του φεγγαριού πανέρι με τα παραγάδια,
άσπρος, πετούμενος σταυρός γλαρόπουλου στο σούρπωμα
επάνω απ’ τα κατάρτια, ήταν ο Φώτης.

Έφυγε. Mην τον κλάψτε. Tραγουδήστε τον.
Σε μια γωνιά, στην έγνοια του φτωχού, βραχόσπαρτη,
ο Φώτης με την ψάθα του, καταμεσήμερα
ψαρεύει ακόμα τ’ άπιαστο και τ’ άφραστο.

Ψαρεύει ακόμα ο Φώτης με την πετονιά του στίχου του
ένα χαμόγελο που εκείνος δεν το γνώρισε,
ένα χαμόγελο να το χαρίσει το καλό τ’ απόβραδο
στους φίλους του τρατάρηδες και στα φτωχόπουλα.

Έφυγε ο Φώτης. Mην τον κλάψτε. Tραγουδήστε τον.

 

Γ ι ά ν ν η ς  Ρ ί τ σ ο ς

AΘHNA, 29.III.64

.       .      .      .      .      .


 

Πηγές (βιογραφικό, φωτογραφία και ποιήματα, με τη σειρά που εμφανίζονται στην παρούσα ανάρτηση):

http://www.sarantakos.com/liter/aggoules.html

http://www.sarantakos.com/liter/aggoules/photos.html

http://www.sarantakos.com/liter/aggoules/stoixnyxta.html

http://www.sarantakos.com/liter/aggoules/mhnpeis.html

http://www.dafninet.gr/teuxos2/aggoules.htm

http://www.dafninet.gr/teuxos3/aggoules.htm

http://www.sarantakos.com/liter/aggoules/stauroi.html

http://www.sarantakos.com/liter/aggoules/tria.html

http://www.sarantakos.com/liter/aggoules/paparounes.html

http://www.sarantakos.com/liter/aggoules/p1956k.html

http://www.sarantakos.com/liter/aggoules/ritsos.html

 

 

 

 

Από τα μελοποιημένα


Όλγα Μιχελή : Κοντά στη Μουσική

 

 

Η Όλγα Μιχελή γεννήθηκε στη Γλώσσα Σκοπέλου. Σπούδασε στη Βοστώνη και το Παρίσι αγγλική γλώσσα και γαλλική λογοτεχνία. Αφού τελείωσε το μεταπτυχιακό της στο Boston College, επέστρεψε στην Ελλάδα και εργάστηκε στην Αθήνα και τη Σκόπελο, όπου ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τα πολιτιστικά δρώμενα της γενέτειράς της. Σήμερα εργάζεται στον Τομέα Εκπαίδευσης της Εμπορικής Τράπεζας. Η συμμετοχή της στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Λογοτεχνίας της ΟΤΟΕ το 2005, της χάρισε έναν έπαινο. Το Κοντά στη Μουσική είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή. Ποιήματά της έχει μελοποιήσει ο Μιχάλης Τζουγανάκης.

«Καθαρά ερωτική ποιήτρια [η Όλγα Μιχελή] δομεί ένα έργο με σημαντικά χαρακτηριστικά […] που μέσα από την αρμονική τους συνύπαρξη αποδίδουν ωριμότητα στο έργο. Το βαθύ εννοιολογικό θέμα μιας ποιοτικής σύλληψης εναρμονίζεται με την απλή και κατανοητή φόρμα, που έντεχνα περνά σε πιο πλατύ κοινό τις έννοιες ενός πολύπλευρου και πολυδιάστατου ερωτικού λόγου.» (Κωνσταντίνος Ρούτης, Ζωγράφος -Συγγραφέας, Αντιπρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών)

 John Melhuish Strudwick : 
The music faintly falling


Στο φως των ερώτων

Στο Νίκο Παπάζογλου, 
πάνω στις «Στιγμές» του

Για χατίρι τού χθες
των ονείρων χαρές
ανταλλάσσω τη γη των ανθρώπων
για της πνοής τον αχό
της ματιάς σου το αχνό
επιστρέφω στο φως των ερώτων

Δεν περνούν οι στιγμές
όταν νιώθω να κλαις
γίνε πάλι παιδί που γελάει
γίνε πάλι η φωτιά
του αγριμιού η ματιά
που όλο σπίθες τριγύρω σκορπάει

Μου αρκούν δυο χαρές
κάθε μια δυο ζωές
στη σκιά της δικής σου πορείας
μου αρκεί να κρατώ
της ηχούς ξωτικό
στο μυαλό μου εικόνες μαγείας

 

Μυστικά κι αλησμόνητα

Μυστικά κι αλησμόνητα
να σε βλέπω τις νύχτες
ιδανικά να ορίζω
τη δική μας ζωή

Και στη ρότα του κόσμου
την αγάπη ανεμίζω
μ’ ένα άρωμα δυόσμου
απ’ το δικό σου κορμί

Μυστικά κι αλησμόνητα
να σου φιλώ τα μαλλιά
ιδανικά να φροντίζω
τις μύχιες πτυχές σου

Στου γαλάζιου τις νότες
ο χορός μου αρχινά
και μαντεύω ξανά
μυστικές αρετές σου

 

Σύναξη αγγέλων

Μετουσιώνω τους παλμούς
σε χάντρες με φεγγάρια
λειψή στην απουσία σου
σα γη χωρίς νερό
κι εκεί στην άκρη της καρδιάς
βρίσκω μαργαριτάρια
τα μάτια σου, τον ήχο σου,
της αύρας σου το φως

Στέλνω τη σκέψη μου μακριά
σε σύναξη αγγέλων
μισή στην απουσία σου
σα μάνα δίχως γιο
κι εκεί που σμίγουν μουσικές
ακούω συναξάρια
τα χέρια σου, το δάκρυ σου,
και της χαρά σου αχός

 

Jake Baddeley : Music 

 

Του Ορφέα παιδί

Με τον ήλιο καρσί*
κι ένα θαύμα στον ώμο
στο φτερό του Ερμή, να πετάω
θα σου φέρω εγώ
τον πιο όμορφο κρίνο
δεν τον είδες ποτέ, τον κρατάω
αειπάρθενη μνήμη
κάποιας άλλης ζωής
στην παλάμη σου μέσα, ακουμπάω
και ο νόμος της λήθης
που μου κάνει γητειές
αφυπνίζει το νου, και γλιστράω
οι δυο μας ταξίδι
στης Σφίγγας τα μέρη
να σε δω να γελάς, στο χρωστάω
το θαύμα στον  ώμο μου
είσαι όλος εσύ
του Ορφέα παιδί, σ’ αγαπάω

(*) καρσί : αντίκρυ

 

Ψάχνω να βρω

Ψάχνω να βρω την αίσθηση
που πήρε ο αέρας
αυτή που μούδειχνε καιρό
τους δρόμους της ψυχής
πού νάναι η αλήθεια σου
και πού η χαραμάδα
αφύλαχτη διάβαση
της μέσα σου πληγής

Ψάχνω να βρω την ερημιά
που θα με ξεκουράσει
το ξέφωτο της θάλασσας
που πλένει τις πληγές
να ξεμπερδέψω τις χαρές
κι αντάμα με τις λύπες
να ημερέψω την καρδιά
και να χαθώ στο χθες

 

Πορτραίτο

Είδα στον ύπνο μου προχθές
τα διάφανά σου χέρια
πορτραίτο αναγέννησης
ζωγράφου πινελιές
χρυσές χορδές των αστεριών
φέγγαν στα δάχτυλά σου
κι αντιφεγγίζαν όμορφες
των κόσμων χαραυγές

 

Ό λ γ α  Μ ι χ ε λ ή

Κοντά στη Μουσική, Πρόλογος: Κωνσταντίνος Ρούτης, Ζωγραφική: Ζάννα, Αθήνα, Εκδόσεις ΚΨΜ, 2008

Όλγα Μιχελή – Μιχάλης Τζουγανάκης


Γιῶργος Σεφέρης : «παρὰ δήμων ὀνείρων»

Arnold Böcklin

 

 

Ο ΣΤΡΑΤΗΣ Ο ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ

      ΣΤΟΥΣ ΑΓΑΠΑΝΘΟΥΣ

 

Δὲν ἔχει ἀσφοδίλια, μενεξέδες, μήτε ὑάκινθους∙
πῶς νὰ μιλήσεις μὲ τοὺς πεθαμένους.
Οἱ πεθαμένοι ξέρουν μονάχα τὴ γλώσσα τῶν λουλουδιῶν∙
γι᾿ αὐτὸ σωπαίνουν
ταξιδεύουν καὶ σωπαίνουν, ὑπομένουν καὶ σωπαίνουν
παρὰ δήμων ὀνείρων, παρὰ δήμων ὀνείρων.

Ἂν ἀρχίσω νὰ τραγουδῶ θὰ φωνάξω
κι ἂ φωνάξω—
Οἱ ἀγάπανθοι προστάζουν σιωπὴ
σηκώνοντας ἕνα χεράκι μαβιοῦ μωροῦ τῆς Ἀραβίας
ἢ ἀκόμη τὰ πατήματα μιᾶς χήνας στὸν ἀέρα.

Εἶναι βαρὺ καὶ δύσκολο, δέ μου φτάνουν οἱ ζωντανοὶ∙
πρῶτα γιατί δὲ μιλοῦν, κι ὕστερα
γιατί πρέπει νὰ ρωτήσω τοὺς νεκροὺς
γιὰ νὰ μπορέσω νὰ προχωρήσω παρακάτω.
Ἀλλιῶς δὲ γίνεται, μόλις μὲ πάρει ὁ ὕπνος
οἱ σύντροφοι κόβουνε τοὺς ἀσημένιους σπάγκους
καὶ τὸ φλασκὶ τῶν ἀνέμων ἀδειάζει.
Τὸ γεμίζω κι ἀδειάζει, τὸ γεμίζω κι ἀδειάζει∙
ξυπνῶ
σὰν τὸ χρυσόψαρο κολυμπώντας
μέσα στὰ χάσματα τῆς ἀστραπῆς,
κι ὁ ἀγέρας κι ὁ κατακλυσμὸς καὶ τ᾿ ἀνθρώπινα σώματα,
κι οἱ ἀγάπανθοι καρφωμένοι σὰν τὶς σαΐτες τῆς  μοίρας
στὴν ἀξεδίψαστη γῆς
συγκλονισμένοι ἀπὸ σπασμωδικὰ νοήματα,
θα ῾λεγες εἶναι φορτωμένοι σ᾿ ἕνα παμπάλαιο κάρο
κατρακυλώντας σὲ χαλασμένους δρόμους, σὲ παλιὰ καλντερίμια,
οἱ ἀγάπανθοι τ᾿ ἀσφοδίλια τῶν νέγρων :
Πῶς νὰ τὴ μάθω ἐτούτη τὴ θρησκεία ;

Τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ ἔκανε ὁ θεὸς εἶναι ἡ ἀγάπη
ἔπειτα ἔρχεται τὸ αἷμα
κι ἡ δίψα γιὰ τὸ αἷμα
ποὺ τὴν κεντρίζει
τὸ σπέρμα τοῦ κορμιοῦ καθὼς τ᾿ ἁλάτι.
Τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ ἔκανε ὁ θεὸς εἶναι τὸ μακρινὸ ταξίδι∙
ἐκεῖνο τὸ σπίτι περιμένει
μ᾿ ἕνα γαλάζιο καπνὸ
μ᾿ ἕνα σκυλὶ γερασμένο
περιμένοντας γιὰ νὰ ξεψυχήσει τὸ γυρισμό.
Μὰ πρέπει νὰ μ᾿ ἀρμηνέψουν οἱ πεθαμένοι∙
εἶναι οἱ ἀγάπανθοι ποὺ τοὺς κρατοῦν ἀμίλητους,
ὅπως τὰ βάθη τῆς  Θάλασσας ἢ τὸ νερὸ μὲς στὸ ποτήρι.
Κι οἱ σύντροφοι μένουν στὰ παλάτια τῆς  Κίρκης∙
ἀκριβέ μου Ἐλπήνωρ! Ἠλίθιε, φτωχέ μου Ἐλπήνωρ!
Ἤ, δὲν τοὺς βλέπεις ;
—«Βοηθῆστε μας!»—
Στῶν Ψαρῶν τὴν ὁλόμαυρη ράχη.

 

Τράνσβααλ, 14 Γενάρη ῾42

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ  Σ Ε Φ Ε Ρ Η Σ

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ, Β΄:  ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΑΘΗΝΑ, ΙΚΑΡΟΣ, ΕΙΚΟΣΤΗ ΕΚΔΟΣΗ, 2000


Γιῶργος Σεφέρης : Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας

 

 

 

 

Rene Magritte

 

 

 

Α Φ Η Γ Η Σ Η

Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας
κανεὶς δὲν ξέρει νὰ πεῖ γιατί
κάποτε νομίζουν πὼς εἶναι οἱ χαμένες ἀγάπες
σὰν αὐτὲς ποὺ μᾶς βασανίζουνε τόσο
στὴν ἀκροθαλασσιὰ τὸ καλοκαίρι μὲ τὰ γραμμόφωνα.

Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι φροντίζουν τὶς δουλειές τους
ἀτέλειωτα χαρτιὰ παιδιὰ ποὺ μεγαλώνουν, γυναῖκες
ποὺ γερνοῦνε δύσκολα
αὐτὸς ἔχει δυὸ μάτια σὰν παπαροῦνες
σὰν ἀνοιξιάτικες κομμένες παπαροῦνες
καὶ δυὸ βρυσοῦλες στὶς κόχες τῶν ματιῶν.

Πηγαίνει μέσα στοὺς δρόμους ποτὲ δὲν πλαγιάζει
δρασκελώντας μικρὰ τετράγωνα στὴ ράχη τῆς γῆς
μηχανὴ μιᾶς ἀπέραντης ὀδύνης
ποὺ κατάντησε νὰ μὴν ἔχει σημασία.

Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ μιλᾶ
μοναχὸ καθὼς περνοῦσε
γιὰ σπασμένους καθρέφτες πρὶν ἀπὸ χρόνια
γιὰ σπασμένες μορφὲς μέσα στοὺς καθρέφτες
ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συναρμολογήσει πιὰ κανείς.
Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ λέει γιὰ τὸν ὕπνο
εἰκόνες φρίκης στὸ κατώφλι τοῦ ὕπνου
πρόσωπα ἀνυπόφορα ἀπὸ τὴ στοργή.

Τὸν συνηθίσαμε εἶναι καλοβαλμένος κι ἥσυχος
μονάχα ποὺ πηγαίνει κλαίγοντας ὁλοένα
σὰν τὶς ἰτιὲς στὴν ἀκροποταμιὰ ποὺ βλέπεις ἀπ᾿ τὸ τρένο
ξυπνώντας ἄσχημα κάποια συννεφιασμένη αὐγὴ.

Τὸν συνηθίσαμε δὲν ἀντιπροσωπεύει τίποτε
σὰν ὅλα τὰ πράγματα ποὺ ἔχετε συνηθίσει
καὶ σᾶς μιλῶ γι᾿ αὐτὸν γιατὶ δὲ βρίσκω
τίποτε ποὺ νὰ μὴν τὸ συνηθσατε∙
προσκυνῶ.

 

Γ Ι Ω Ρ Γ Ο Σ    Σ Ε Φ Ε Ρ Η Σ

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ, Α΄:  ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΑΘΗΝΑ, ΙΚΑΡΟΣ, ΕΙΚΟΣΤΗ ΕΚΔΟΣΗ, 2000


Τραγούδια από τον Καρυωτάκη

 
 

Πλάτωνος ~ Γιαννάτου  Καρυωτάκης : 13  τραγούδια

Από χρονικής πλευράς, πρόκειται για την πρώτη δισκογραφική δουλειά της Λένας Πλάτωνος η οποία επρόκειτο να κυκλοφορήσει το φθινόπωρο του 1981. Ωστόσο, ο τότε διευθυντής της εταιρείας Αλέκος Πατσιφάς ενημέρωσε την ερμηνεύτρια του άλμπουμ Σαβίνα Γιαννάτου ότι θα προτιμούσε αμφότερες να μη ξεκινήσουν την πορεία τους στο βινύλιο με κάτι τόσο «βαρύ», αλλά με κάτι πιο σύγχρονο. Έτσι, μπήκαν οι βάσεις για το «Σαμποτάζ» με στίχους της Μαριαννίνας Κριεζή…

Πλάτωνος και Γιαννάτου είχαν συνεργαστεί στην περίφημη κι αξέχαστη ραδιοφωνική εκπομπή για παιδιά «Εδώ Λιλιπούπολη», η οποία ακουγόταν για αρκετά χρόνια όταν διευθυντής στο Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. Έτσι, αποφάσισαν να ηχογραφήσουν 13 ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη τα οποία τελικώς κυκλοφόρησαν σε δίσκο τον Απρίλιο του 1982.

Η μελαγχολία που διέκρινε όλο το έργο του ποιητή αποτυπώνεται στη μουσική σύνθεση και στην ενορχήστρωση της Λένας Πλάτωνος, η οποία είναι λιτή και λιγάκι «μουντή». Βιολί, βιόλα, κοντραμπάσο, ηλεκτρικό μπάσο, τσέλο, πιάνο, ντραμς και κιθάρα είναι τα όργανα που συμμετέχουν, δίνοντας ένα σκουρόχρωμο τόνο σε τούτη τη δουλειά, ο οποίος ωστόσο ταιριάζει απολύτως στο πνεύμα και το ύφος του Καρυωτάκη.

Η ερμηνεία της Γιαννάτου είναι μοναδική και φανερώνει ήδη από τα πρώτα της βήματα ότι πρόκειται περί μιας εξαιρετικής περίπτωσης. Τα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι και σήμερα δικαίωσαν απολύτως εκείνες τις ελπίδες των πρώτων ετών και πλέον η ερμηνεύτρια δικαίως συγκαταλέγεται μέσα στις κορυφαίες όχι μόνο στο ελληνικό, αλλά και στο παγκόσμιο μουσικό στερέωμα!

Να σημειώσουμε ότι το «Μόνο» είχε μελοποιήσει πρώτος ο Γιάννης Σπανός το 1968 στην «Ανθολογία Β’» όπου το τραγούδησε ο Γιάννης Πουλόπουλος, ενώ το «Βράδυ» ερμήνευσε το Νοέμβριο του 1983 και η Δήμητρα Γαλάνη στο δίσκο της «Ατέλειωτος δρόμος».

Παραγωγός του άλμπουμ ήταν ο Γιώργος Μητρόπουλος, η ηχογράφηση έγινε στο στούντιο PDR με ηχολήπτη τον Νώντα Αντωνόπουλο και το remixing από τον Πάνο Δράκο.

Τα τραγούδια του δίσκου
  1. Βράδυ
  2. Χαμόγελο
  3. Άνοιξη
  4. Νύχτα
  5. Σε παλιό συμφοιτητή
  6. Παιδικό
  7. Το φεγγαράκι απόψε
  8. Σα δέσμη από τριαντάφυλλα
  9. Τα γράμματά σου
  10. Κριτική
  11. Η πεδιάς και το νεκροταφείον
  12. Πεθαίνοντας
  13. Μόνο

 

Πηγή : ΑΡΩΜΑ ΒΙΝΥΛΙΟΥ : ΤΑΣΟΣ ΚΡΙΤΣΙΩΛΗΣ

http://vinylmaniac.madblog.gr/note/2336/%CE%9B%CE%95%CE%9D%CE%91-%CE%A0%CE%9B%CE%91%CE%A4%CE%A9%CE%9D%CE%9F%CE%A3-

 

 

Giorgio de Chirico:

Mystery and Melancholy of a Street

 

 

Χαμόγελο

Χωρίς να το μάθει ποτέ, εδάκρυσε,
ίσως γιατί  έ π ρ ε π ε  να δακρύσει,
ίσως γιατί οι συφορές  έ ρ χ ο ν τ α ι.

Απόψε είναι σαν όνειρο το δείλι∙
απόψε η λαγκαδιά στα μάγια μένει.
Δε βρέχει πια. Κι η κόρη αποσταμένη
στο μουσκεμένο ξάπλωσε τριφύλλι.

Σα δυο κεράσια χώρισαν τα χείλη∙
κι έτσι βαθιά, γιομάτα ως ανασαίνει,
στο στήθος της ανεβοκατεβαίνει
το πλέον αδρό τριαντάφυλλο τ’ Απρίλη.

Ξεφεύγουνε απ’ το σύννεφον αχτίδες
και κρύβονται στα μάτια της∙ τη βρέχει
μια λεμονιά με δυο δροσοσταλίδες

που στάθηκαν στο μάγουλο διαμάντια
και που θαρείς το δάκρυ της πως τρέχει
καθώς χαμογελάει στον ήλιο αγνάντια.

1918

Τα γράμματά σου

Τα γράμματά σου τά ‘χω, Αγάπη πρώτη,
σε ατίμητο κουτί, μες στην καρδιά μου.
Τα γράμματά σου πνέουνε σου τη νιότη
κι ανθίζουνε την όψιμη χαρά μου.

Τα γράμματά σου, πόσα μου μιλούνε
με τις στραβές γραμμές και τα λαθάκια!
Τρέμουν, γελάνε, κλαίνε, ανιστορούνε
παιχνίδισμα τη ζούλια και την κάκια…

Το μύρο στους φακέλους που είχες ραντίσει,
του Καιρού δεν το σβήσανε τα χνότα.
Παρόμοια ας ήταν να μην είχε σβήσει
η απονιά σου τα ονείρατα τα πρώτα!

Τα γράμματά σου πάνε, Αγάπη μόνη,
βάρκες λευκές, τη σκέψη μου εκεί κάτου.
Τα γράμματά σου τάφοι∙ δεν τελειώνει
απάνω τους η λέξη του Θανάτου.

 

Παιδικό

Τώρα η βραδιά,
γλυκιά που φτάνει,
θα μου γλυκάνει
και την καρδιά.

Τ’ αστέρια εκεί
θα δω, θα νιώσω
οι άνθρωποι πόσο
είναι κακοί.

Κλαίοντας θα πω:
«Άστρα μου, αστράκια
τ’ άλλα παιδάκια
θα τ’ αγαπώ.

»Ας με χτυπούν
πάντα κι ακόμα.
Θα ‘μαι το χώμα
που το πατούν.

»Άστρα, καθώς
άστρο και κρίνο,
έτσι θα γίνω
τώρα καλός.»

(1922)

Βράδυ

Τα παιδάκια που παίζουν στ’ ανοιξιάτικο δείλι
—μια ιαχή μακρυσμένη—
τ’ αεράκι που λόγια με των ρόδων τα χείλη
ψιθυρίζει και μένει,

τ’ ανοιχτά παραθύρια που ανασαίνουν την ώρα,
η αδειανή κάμαρά μου,
ένα τρένο που θα ‘ρχεται από μια άγνωστη χώρα,
τα χαμένα όνειρά μου

οι καμπάνες που σβήνουν, και το βράδυ που πέφτει
ολοένα στην πόλη,
στων ανθρώπων την όψη, στ’ ουρανού τον καθρέφτη,
στη ζωή μου τώρα όλη …

1927

[Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα …]

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα
είδα το βράδυ αυτό.
Κάποια χρυσή, λεπτότατη
στους δρόμους ευωδιά.
Και στην καρδιά
αιφνίδια καλοσύνη.
Στα χέρια το παλτό,
Στ’ ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη.
Ηλεκτρισμένη από φιλήματα
θα ‘λεγες την ατμόσφαιρα.
Η σκέψις, τα ποιήματα,
βάρος περιττό.

Έχω κάτι σπασμένα φτερά.
Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε
το καλοκαίρι αυτό.
Για ποιαν ανέλπιστη χαρά,
για ποιες αγάπες,
για ποιο ταξίδι ονειρευτό.

1927 




Giorgio de Chirico: The Silent Statue


  

 






Γέητς : Για τη μητέρα Σελήνη

 

Η ανάρτηση αφιερώνεται στη Σιλένα

 

 

Στίχοι γραμμένοι με κατήφεια

Πότε ήταν η στερνή φορά που κοίταξα
τα στρογγυλά πράσινα μάτια, τα μακριά τρεμουλιαστά κορμιά
των σκοτεινών λεόπαρδων του φεγγαριού;
Όλες οι άγριες μάγισσες, αυτές οι τόσον ευγενείς κυρίες,
παρ’ όλα τα σκουπόξυλα και τα δάκρυά τους,
τα οργισμένα δάκρυά τους, έχουν φύγει.
Οι ιεροί κένταυροι των λόφων έχουνε χαθεί∙
δεν έχω τίποτ’ άλλο εχτός από τον πικραμένον ήλιο∙
εξόριστη μητέρα, ηρωική σελήνη χάθηκες πια
και τώρα που τα πενήντα μου έχω φτάσει
πρέπει ν’ αντέξω το δειλό τον ήλιο.

The Wild Swans at Cool, 1919

 

 

Βλέπω Φάσματα του Μίσους και της Ολόγιομης Καρδιάς…

(α π ό σ π α σ μ α)

Τα πόδια τους μακριά, λεπτά και ντελικάτα, τα μάτια θαλασσιά:
οι μαγικοί μονόκεροι,  στη ράχη κουβαλούν κυράδες.

Σφαλούνε οι κυράδες τα ονειροπόλα μάτια τους. Δεν είναι οι προφητείες,
αναμνήσεις από ημερολόγια της Βαβυλώνας,
που έκλεισαν τα μάτια των κυράδων —λίμνη το πνεύμα τους
όπου η πεθυμιά βουλιάζει απ’ το ίδιο της το βάρος.
Μόνο η γαλήνη μένει σαν οι καρδιές είναι γεμάτες
από την ίδια τους τη γλύκα, το κορμί από την ίδια του τη χάρη.

Οι συννεφόχρωμοι μονόκεροι, τα θαλασσιά τα μάτια,
τα βλέφαρα μισόκλειστα που τρεμοπαίζουν, ράκη από σύννεφο ή δαντέλα,
ή  μάτια που ο θυμός τα κάνει να γυαλίζουν, χέρια που η μανία ισχνά τα κάνει,
δίνουν τη θέση τους στο αδιάφορο πλήθος, δίνουν τη θέση τους
σε χάλκινα γεράκια. Μήτε η ρέμβη που ευφραίνει
μήτε το μίσος των μελλούμενων, μήτε η λύπη  για τα χαμένα—
τίποτα, μονάχα του νυχιού το άρπαγμα και του ματιού η ευαρέσκεια
και η κλαγγή αμέτρητων φτερών που έσβησαν τη σελήνη.

Από το ποίημα “Meditations in Time of Civil War” (viii), 1923, The Tower, 1928

W.   B.  Y E A T S
Μετάφραση για το πτερόεν: Σ π ύ ρ ο ς  Η λ ι ό π ο υ λ ο ς

 

 

Η Συγκίνηση του Πλήθους

(α π ο σ π ά σ μ α τ α)

…Όλοι οι μεγάλοι δάσκαλοι έχουν καταλάβει πως δεν μπορεί να υπάρξει μεγάλη τέχνη χωρίς τη … ζωή του μύθου … Υπάρχουν κάποιοι που καταλαβαίνουν ότι τα απλά πράγματα, τα πράγματα δίχως μυστήριο που ζουν στο άπλετο φως του μεσημεριού, έχουν τη φύση του ήλιου, και ότι τ’ αμυδρά πράγματα, τα πλούσια σε εικόνες, έχουν μέσα τους τη δύναμη της σελήνης. Δεν είναι αλήθεια πως οι Αιγύπτιοι το σκάλισαν σε σμάραγδο ότι όλα τα ζωντανά πράγματα έχουν τον ήλιο για πατέρα και τη σελήνη  για μητέρα; Και δεν έχει λεχθεί πως ο ιδιοφυής άνθρωπος παίρνει τα περισσότερα απ’ τη μητέρα του;

(1903)

William Butler Yeats, Μυθολογίες και Οράματα, εισαγωγή-μετάφραση-σχολιασμός  Σπύρος Ηλιόπουλος, Αθήνα, Γαβριηλίδης, 1999

 

 

 

 

Η Λορίνα Μακένιτ τραγουδάει ποιήματα του Γέητς


Ερωτικός Λειβαδίτης

Ερωτικοί στίχοι από την ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη

«Πού είσαι» : ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, μουσική του Γιώργου  Τσαγκάρη. (Πρόταση του σχολιαστή του ιστολογίου Βασιλίδη.)


Οι μεγάλες φτερούγες του δε χωράνε στον ύπνο

Από τα ΜΙΚΡΑ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΑ ΛΗΣΜΟΝΙΑΣ

 

 

 

Εφαρμοσμένος μαρξισμός

Και καμιά φορά ενώ είμαι μόνος στην κάμαρα κρύβω τα
λίγα χρήματά μου, για να μπαίνει πιο άφοβα απ’ το παράθυρο
το φως του φεγγαριού.

Απάντηση

«Μα πώς περπατάς επί των κυμάτων;» ρώτησα.
«Έχασα το δρόμο» μού λέει.

Ο ποιητής I

Προσπαθεί να φαίνεται ήρεμος. Να μοιάζει με τους άλλους. Κι
είναι στιγμές που το κατορθώνει.
Όμως τις νύχτες δεν μπορεί να κοιμηθεί. Οι μεγάλες φτερούγες
του δε χωράνε μέσα στον ύπνο.

Ο ποιητής ΙΙ

Λένε μάλιστα πως όταν πέθανε ακολούθησαν τη νεκρική πομπή
όλες οι λάμπες πετρελαίου των θλιμμένων προαστίων, χαμηλωμένες
βέβαια για την περίσταση.
Κι έτσι εξηγήθηκαν πολλές απ’ τις παλιές υπερβολές του.

Καθ’ ημέραν βίος

Οι άνθρωποι βιάζονται: έγνοιες, βιοτικές συνθήκες, όνειρα,
συμβιβασμοί —
πού καιρός να γνωρίσουν τη ζωή τους.

 

 

 

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ  (1922-1988)

Βιολέτες για μια εποχή, 9η έκδ., Κέδρος 2001

 

——————————————–

 

 

Λειβαδείτης μελοποιημένος: «Αλλά τα βράδια»