.
.

.
.
.
Συγκρατημένα στάθηκα στο φως
σα λέξη που δεν έπρεπε να ειπωθεί
κι όταν περήφανα άρθρωσα
τους δύσκολους ήχους
ταπεινώθηκα ανάμεσα
στην τελεία και την παύλα.
.
Η ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΗ
.
Σαν τις παλιές φωτογραφίες κοιτώ
που ’χουν το κιτρινιάρικο το χρώμα της αρρώστιας
και του καιρού γεράματα με τσακισμένες άκρες
μακάβριες καθώς στέκουνε μνημούρια ξεχασμένα
με τα σβησμένα γράμματα στην πίσω τη μεριά τους
και τους παλιούς να μας κοιτούν χωρίς να μας γνωρίζουν
ποζάρουν κει στο κράτημα του χρόνου σαν εκπλήξεις
μικρών αναπνοών, η ακινησία τους τώρα
μιαν ακριβοδίκαιη διάταξη ψυχών
σαν τις παλιές φωτογραφίες κοιτώ
με συνεπαίρνουν κείνα τα πρόσωπα που κρύβονται
στο πίσω – πίσω μισοχαμένα σαν παραισθήσεις,
σα σκιές των μπροστινών τους, ανεπαίσθητα, δειλά
σαν υποψίες, που η ματιά βιαστική τα παρατά
μισοτελειωμένα, τυχαία, δεν ενδιαφέρουν
μια συγκυρία μοναχά τα στρίμωξε στο κάδρο
πώς βρέθηκαν εκεί, σα σύμπτωση και μόνο εμένα
συγκινούν τα πρόσωπα τα πίσω – πίσω, τα δειλά,
οι απόντες που δε διεκδίκησαν ποτέ,
σαν αντανάκλαση δική μου να ’ναι
15-1-201
.
Η ΑΛΗΘΕΙΑ
.
Όταν θα ειπωθεί εκείνο το φοβερό «προ-»,
το «προτού» και το «πριν»
της σάρκας μου θα ακούσω την έκκληση
«ζήσε για μένα! για τις μέρες που χρωστώ
ενέχυρο στην αιωνιότητα,
ζήσε για μένα!»
Όταν θα ειπωθεί ο θάνατος σαν αίτημα
ενός κορμιού κουρασμένου
θα εννοήσω πως παρέμεινα μια υποψία
κάτω απ’ τα πραγματικά σχήματα τόσα χρόνια
μια υποψία και μια άρνηση κλειστή
σα μυστικό σε παιδικό δωμάτιο
Κι ονειρεύτηκα και φαντάστηκα με έξαψη
την ωραιότητα που δεν ήμουν, την τόλμη που δεν έγινα,
την αγαπημένη που λαχταρούσα να γίνω,
την ποθητή ολοκλήρωση σ’ ένα κορμί διαμελισμένο
να συναχτούν τα σκόρπια μέλη να γίνουν μιαν αλήθεια.
.
ΓΥΝΑΙΚΑ
.
Φύση γυναικεία που γερνάει
σαν τοπίο στη μέση του χειμώνα
διέτρεξε τόσα χρόνια στειρότητας
σα λήθαργος της γης κάτω απ’ το χιόνι
μα πριν συναντήσει το μαρασμό
στο μαύρο περίβλημα του σαπισμένου καρπού
ανοίγει ικετευτικά σαν επιθυμία
στο φως το πιο σκοτεινό της αντίο.
1-11-2010
.
ΟΙ ΓΡΙΕΣ
.
Μοιάζω, θαρρώ, με τις γριές
που στέκουν στο κατώφλι
παλιών σπιτιών με τη φθορά
συνομιλούν μονάχες
κι ως ακουμπούνε σταυρωτά
τα χέρια στην ποδιά τους
σιάζουν τις μνήμες τις γλυκές
απά στα γόνατά τους
ζαρώνοντας το μέτωπο
τραβούνε το μαντήλι
στ’ ασπρισμένα τους μαλλιά
και τις πικρές στιγμές τους.
Μοιάζω, θαρρώ, με τις γριές
που στέκουν και προσμένουν
μ’ ένα «Κύριε δόξα Σοι»
και μ’ ένα «Ἀμήν» στο στόμα
παλιώνοντας με τη σιωπή
των άδειων σπιτικών τους
το «αντίο» αναπέμπουνε
στον αναστεναγμό τους.
8-4-2010
.
ΟΙ ΑΔΕΙΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ
.
Αφήνεις τίποτα άδειες σελίδες
ανάμεσα στις γραμμένες
για να ’ρθεί με τον καιρό της
η ιστορία να βάλει εκεί
τα κομμάτια της
που ακόμα δε βρήκαν
τις σωστές λέξεις
για να υπάρξουν.
Κι εσύ τα καρτεράς
σαν τα σαββατοκύριακα
ν’ αναπαυτούν στην αγκαλιά σου
οι αγαπημένες σου μικρές
εκκρεμότητες.
.
ΟΙ ΜΙΚΡΕΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ
.
Με απασχολούν οι μικρές λεπτομέρειες
με κατατρώγουν με θαυμαστή επιμονή
Κι αν προσθέτουν χάρη και λεπτότητα,
αν υποτάσσουν την ασυναρτησία καλώς!
Μα αν λοξοκοιτούν ενοχικά στα κακόσχημα
κι εμμένουν πεισματικά στο ανόητο
τι βάσανο!
Χάριζέ μου, Κύριε, την ομορφιά
των μικρών λεπτομερειών
κι όχι τη ματαιότητά τους!
17-10-2010
.
Ο ΚΑΗΜΟΣ ΜΟΥ
.
Έκλεισε γύρω μου ο τόπος
τα βουνά μου είναι οι ταράτσες
των γύρω κτιρίων
λογαριάζω το σκαρφάλωμα
στο απέναντι μπαλκόνι
όχι όπως κοινώς το θεωρούμε
ως διάρρηξη του ιδιωτικού
μα σαν αναρρίχηση
να κόψω, επιτέλους, εκείνο
το μοναχικό ανθάκι
που προκλητικά ξεπροβάλλει
ανάμεσα στα κάγκελα.
.
ΣΑΝ ΑΣΤΕΡΟΣΚΟΝΗ
.
Σαν αστερόσκονη θ’ αφήσω αυτόν τον τόπο
που ’χει αλλάξει κι είν’ αβάσταχτος, θαρρείς
μη λυπηθεί, ας μη μπει σ’ άδικο κόπο
ούτε να κλάψει, θέλω πια, κανείς!
Όταν την πόρτα πίσω μου θα κλείσω
δε θα φοβάμαι, δε θα λυπηθώ
γιατί ό,τι έχασα πιστά θ’ ακολουθήσω
όσα αγάπησα κι έχουν φύγει από καιρό…
Και πρόσωπα και μέρη, που δεν είναι
να σεργιανίσω, ν’ ανταμώσω, να τα ιδώ
όπως παλιώσαν οι καιροί μου, εδώ, κείμαι
αντεστραμμένη σ’ έναν θάνατον αργό.
Σαν αστερόσκονη θ’ αφήσω αυτόν τον κόσμο
δίχως παράπονο, χωρίς αντιμιλιά
μονάχα εσένα πικραμύγδαλο και δυόσμο
καθώς θα φεύγω, θα ’χω πάνω στην καρδιά.
4-1-2010
.
ΤΙ ΟΝΕΙΡΕΥΤΗΚΑ ΓΙΑ ΜΕΝΑ
.
Τυχεροί που γράφουν λίγα – λίγα ή πολλά – πολλά
κι εγώ που το σπίτι μου ονειρεύομαι λιτό σα βρισιά,
βαλμένο σε ευθείες αυστηρές σα χαστούκια,
καθέτους κι οριζοντίους εμπτυσμούς
κι εκείνες τις ειρωνείες τις σπαρτιάτικες,
ολοένα ανακαλύπτω περίτεχνα στρογγυλέματα και άκανθους
και τόσα φλύαρα τραγουδίσματα,
μια ψυχή καθόλου δωρική,
αλλά παιχνιδιάρα και κομπογιαννίτισσα και γύφτισσα…
.
ΠΑΙΧΝΙΔΙΑΡΑ ΜΝΗΜΗ
.
Η μνήμη τρώει, ορέγεται και πάντα πεινασμένη
στα νιάτα πίσω ολόχαρη γυρνά και τραγουδά
και ’γω που γέρασα άδοξα στα γόνατα ριγμένη
στο πρώτο ξάφνιασμα γυρνώ με τόση ανεμελιά!
Τι να το κάνω το παρόν, γεμάτο από σοφία
πόσο σκληρά και άχρηστα χτυπά η λογική
στο θάνατό μου εμπρός δε στέκουν άλλα αστεία
ακράτητη στα όνειρα θα κάνω νέα αρχή!
.
ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΜΟΥ
.
Τι μ’ ωφελεί να γράφω τα τραγούδια μου
τόσο το ξέρω, πως ποτέ δε θα ειπωθούνε
μακάριοι οι ποιητές, που νέοι φύγανε
και τον καημό τους πια δεν τον μετρούνε.
Κι είναι οι στίχοι αυτοί απ’ το μυαλό μου;
Ή κάποτε τους διάβασα μ’ αγάπη;
Κι αφού γυρίζω άπραγη και άτεχνη
δικό μου τούς εβάπτισα κομμάτι
όχι λογοκλοπώντας από πρόθεση
μα τελειωμένη καθώς έχω κάθε σκέψη
δεν ενθυμούμαι πλέον με βεβαιότητα
αν της καρδιάς μου είν’ τα λόγια ή αν τα ’χω κλέψει!
19-2-2009
.
ΟΙ ΑΤΕΧΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
.
Της ατεχνίας μας αιώνιοι εραστές
που δεν τις βρήκαμε τις ρίμες τις σωστές
– όσο κι αν προσπαθούμε – ,
σας θερμοπαρακαλούμε,
το χάχανό σας δώστε το με δόσεις,
όπως στων βιβλίων τις υποσημειώσεις
κάτω – κάτω «…ελάσσων γάλλος ποιητής»
αχ, κύριοι της κριτικής
τις γνώσεις σας, βέβαια, απλόχερα προσφέρετε
μα αυτό το «ελάσσων» αν δεν ξέρεις
σου φαίνεται κάπως σπουδαίο, όπως προφέρεται!
28-3-2009
.
Σα να μεγαλώνω μαζί με τον πόνο που ’χω μέσα μου
σαν ο πόνος να γεράζει μαζί μου.
Γίνεται δύστροπος και παράξενος.
Κακά γεράματα θα ’χω μαζί του.
.
ΤΟ ΚΛΕΙΣΤΟ ΣΠΙΤΙ
.
Το σπίτι μου θυμάμαι
το συγύρισμα, το βόλεμα
πριν από κάθε αναχώρηση
να δείχνουν όλα καθώς πρέπει
στη θέση τους
με αρχοντιά βαλμένα
σα κουβέντες τρυφερές
που θα μαζέψουν τη σκόνη
των ημερών της απουσίας
στην ερημία και το σκοτάδι
εκεί θα μαζέψουν την καρτερία
των ήσυχων θλίψεων.
.
ΤΑ ΝΕΡΑ
.
Της βροχής τα νερά θαυμάζω
πώς ορμητικά χιμούν στην κάθε κατηφόρα
άμαθα όλα τα δοκιμάζουν αν κυλούν
μαζί τους αν ταιριάζουν
φίλια όλα και δικά τους
μα δε διακρίνεις η γη αν τα πάει
ή κείνα αν διαλέγουν…
Τέτοιο νερό δεν είμαι ’γω – ίσως κάποτε
τώρα είμαι θάλασσα που ξέρει τις άκριες της
την παλίρροια και την άμπωτη
τα σκοτεινά μου νερά και τ’ ανθισμένα μου κοράλλια,
τις ατόλλες και τα συντρίμματα,
τα ζωντανά μου και των πνιγμένων μου τα χοροστάσια
κι ό,τι δικό μου δικό μου.
Ερήμωσα τη ζωή μου
είμαι ο σπόρος που πέθανε
για να ζήσει
μούχλιασε για να βλαστήσει
κι επόνεσε πολύ.
.
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΜΟΥ ΒΗΜΑ
.
Σαν να ’ν’ η άκρια του γκρεμού
το επόμενό μου βήμα
ένας χορός υψωτικός
του αιθέρα η ανασαιμιά
να μου χαρίζει του ουρανού
το γαλανό μου σχήμα
να γίνουμαι ένας αητός
με χρυσοκέντητα φτερά
στην απλωσιά του κόσμου
και της κρωξιάς μου η ιαχή
να βγάνει μέσα από τη γη
τι φύλαξ’ ο καιρός μου
σα τάμα, σαν αναπαμό
για ένα χαμένο γυρισμό
στα έγκατα που εντός μου
έχουν ανοίξει απ’ την αρχή
μία πανάρχαια πληγή
και είναι ο γδικιωμός μου.
Σαν να ’ ν’ στην άκρια του καιρού
το ανέσωστο το κρίμα
ένας χορός εκστατικός
κι ένας μακρόσυρτος αχός
το αρχαίο μου το ρήμα
της λευτεριάς η απαντοχή
ή του θανάτου το καρφί
ενός Λαβύρινθου κλειστού
να μου γυρνά το νήμα
μιας ανεξόφλητης ποινής
της πιο παλιάς διαδρομής
το επόμενό μου βήμα.
29 Μαΐου 2012
.
Κ ε ρ α σ ί α Χ ρ. Γ ε ρ ο γ ι ά ν ν η