Just another WordPress.com site

ΔΟΥΑΤΖΗΣ (ΓΙΩΡΓΟΣ)

Γιώργος Δουατζής : … σαν το πρώτο παιδικό ποδήλατο …

.

.

Κόκκινο

.

Στάζαν οι λέξεις κάτι κόκκινο

αίμα χρώμα

κάτι κόκκινο έσταζαν οι λέξεις

και το ποίημα έδειχνε αιμόφυρτο

.

αλλά κι αν ήτανε κρασί

κόκκινο κατακόκκινο

και μεθυσμένο το ποίημα

πάλι αιμόφυρτο θα έδειχνε

.

σαν το πρώτο παιδικό ποδήλατο

που σκουριασμένο στο υπόγειο

ανακαλεί μνήμες δεκαετιών

κι ακόμα κοκκινίζει τα γόνατα

από παλιές ματωμένες αταξίες

.

Η Ποίηση είναι

— μην ανησυχείς —

με τη σιωπή της γνώσης

κάνει τα όνειρα αληθινά

κι ας είναι αιμόφυρτα ή μεθυσμένα

και φεύγει

μόνο στην πλήρη αποδόμηση κυττάρων

.

Γ ι ώ ρ γ ο ς  Δ ο υ α τ ζ ή ς

 Από τη συλλογή Σχεδίες, Αθήνα, Εκδόσεις Καπόν, 2012, σελ. 33.

.

 


Νικόλας Ευαντινός : Γιώργος Δουατζής — η απέραντη νεότητα του ποιητικώς ζειν

.

.

.

.

«…και κείνα τα χτυπήματα νεότητας στην πόρτα
να ρωτούν
ώς πότε οι μεταγγίσεις σε λευκό χαρτί…»

Στα αλήθεια δεν είναι πολλοί που θα μπορούσαν να γράψουν τέτοιους στίχους σκέφτομαι, αλλά ακόμα παραπέρα. Είναι πολύ λιγότεροι εκείνοι που θα τους υποστήριζαν με τη ζωή, τη στάση τους και την παρουσία τους. Ένα από αυτούς είναι ο Γιώργος Δουατζής. Όταν μου έκανε την τιμή να με καλέσει να μιλήσω για τον Τάσο Λειβαδίτη, σε ένα συνέδριο που ο ίδιος είχε την πρωτοβουλία και την ευθύνη της διοργάνωσης, ο τίτλος της ομιλίας μου [ήταν] «Η ΑΠΕΡΑΝΤΗ ΝΕΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΙΚΩΣ ΖΕΙΝ». Μπορώ να πω με βεβαιότητα, κοινωνώντας το έργο του Δουατζή πως το νόημα αυτής μου της ομιλίας συναντά στο έπακρο τον πυρήνα του συνολικού του ποιητικού corpus. Γιατί αυτός ο πυρήνας είναι ο άνθρωπος που αγωνιά, ονειρεύεται, έχει περιέργεια, γνωρίζει και συνεχώς ανακαλύπτει, πληγώνεται, θυμώνει, αντιστέκεται, μάχεται, φωνάζει, απελπίζεται, εμπνέεται και εμπνέει. Είναι ο αδιάλειπτα και συνεχώς νέος άνθρωπος, ο μη έχων ηλικία, ο του θανάτου ανταγωνιστής και της ζωής ρουφηχτής. Και πώς θα μπορούσε να ήταν αλλιώς αφού τέτοιος είναι και στη ζωή του ο Γιώργος Δουατζής.

Η ποίηση του Γιώργου Δουατζή είναι μια ποίηση που δεν υπηρετεί κάποιο καλλιτεχνικό όραμα, δεν αγκυλώνεται σε ιδεοληψίες, δεν ακολουθεί ατραπούς καταναγκαστικής πρωτοπορίας. Είναι ποίηση που κοινωνείται, μιλιέται και μοιράζεται ανάμεσα στους ανθρώπους απλά και αισθητηριακά, όπως άλλωστε απλή και αισθητηριακή είναι και η ίδια. Εδώ έγκειται άλλωστε και η «παραφωνία» του. Το έργο του Δουατζή δεν είναι υπόθεση των λίγων παροικούντων στην Ιερουσαλήμ των ποιητικών και φιλολογικών καφενείων. Είναι φωνή προς τα έξω, καθάρια και απέριττη όσο γίνεται. Έχει στόχο, προτάγματα, πιστεύω, αξίες. Είναι μια Ποίηση αμιγώς εξωστρεφής. Και αυτή ακριβώς είναι η «παραφωνία» του. Ο Δουατζής δεν απευθύνεται σε λίγους, δεν απευθύνεται σε πολλούς. Απευθύνεται σε όλους, νεκρούς και ζώντες. Κι όμως αυτή η δυναμική, η γεμάτη νεανικό σφρίγος ποιητική φωνή, πηγάζει από μια βαθιά και επίπονα σκαμμένη εσωτερικότητα. Ο ποιητικός λόγος του είναι ως τα μύχια ριζωμένος στην ανθρώπινη ύπαρξη, είναι απόσταγμα αναρίθμητων βουτιών στον πυθμένα του εαυτού. Θα λέγαμε έρχεται από βαθιά.

Αυτή η αμιγώς φιλοσοφική και υπαρξιακή ρίζα της γραφής του θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει πως θα την καθιστούσε ερμητική, πολύπλοκη, ρητορική. Όμως όχι εδώ –και εδώ έγκειται το χάρισμα των ποιημάτων του Δουατζή. Τα ποιητικά του έργα είναι δημιουργήματα της αφαίρεσης, της λιτότητας και της σύνοψης –ακόμα και στα μεγαλύτερα του ποιήματα όπως στο «Προς Δέκα Επιστολή». Ο Δουατζής δεν έχει περίσσιες λέξεις, ό,τι αφήνει στο χαρτί, μοιάζει να σώζεται από τον αμείλικτο έλεγχό του. Θα λέγαμε πως ξέρει να σβήνει, για αυτό και ξέρει να γράφει. Πεζότροπος, δίχως να πεζολογεί, ρεαλιστής δίχως να γίνεται κυνικός, λυρικός δίχως να γίνεται μελιστάλαχτος, ονειρικός δίχως να γίνεται ονειροπαρμένος ο λόγος του Δουατζή κρύβει την μεγάλη του δύναμη σε ένα καίριο χαρακτηριστικό: στην απεύθυνση. Ο τρόπος εκφοράς του λόγου είτε άμεσα είτε έμμεσα πάντα απευθύνεται κάπου, γεγονός που καθιστά τον αναγνώστη μέρος του ποιήματος. Είτε σε β’ πρόσωπο, είτε σε πρώτο ή και τρίτο τα ποιήματα του Δουατζή μοιάζουν με κομμάτια ποιητικών επιστολών, εξομολογήσεις και αποκαλύψεις ενός Υποκειμένου που ψάχνει πάντα την αναφορά του στον άλλο, στον διπλανό, στον νεκρό, στον μέλλοντα συνάνθρωπο. Έτσι η ποιητική γραφή του Δουατζή κερδίζει την ζωντάνια της όχι μέσω των στενών γλωσσικών μηχανισμών, αλλά του συνολικού ύφους, της γενικής ατμόσφαιρας που αυτή η ποιητική γλώσσα αποπνέει. Με άλλα λόγια είναι μια ποίηση που μας αφορά.

Όσον αφορά τώρα την ποιητική του θεματική, έχουμε συνηθίσει ως πολίτες της κανονικότητας να μιλάμε ξέχωρα για το «κοινό» και την πολιτική, για τον έρωτα, για τον θάνατο, ίσα ίσα να βοηθηθεί ο απάνθρωπα εξορθολογιστικός τρόπος με τον οποίο μας έμαθαν να ζούμε και να κατηγοριοποιούμε  τον βίο μας. Η αλήθεια όμως είναι πως είναι έρωτας το να επαναστατείς, νικάς τον θάνατο με το να ερωτεύεσαι, ο θάνατος μιας σχέσης ίσως είναι οδυνηρότερος από ένα αντίστοιχο φυσικό. Κινητήριος μοχλός των πάντων λοιπόν ο φλέγων άνθρωπος, αυτή η τρομακτική κινητήρια δύναμη στον κόσμο ικανή για το χειρότερο και το καλύτερο. Η ποίηση του Δουατζή έτσι αντιλαμβάνεται τα πράγματα. Δεν έχει θεματικές. Μόνη της θεματική η ζωή σε όλες της τις διαστάσεις, κυρίως δε, όταν αυτή μας αποκαλύπτεται σαν θαύμα ή σαν πρόκληση, σαν ευλογία ή σαν πεδίο αγώνα, σαν δίψα και σαν ξεδίψασμα. Για τον Δουατζή ο ενεργός και με την ομορφιά παντοτινά ερωτευμένος άνθρωπος είναι το ζητούμενο. Από εκεί ξεκινά και έτσι μπορεί να υμνεί την γυναίκα, να κρίνει την Ιστορία, να οραματίζεται (σε μια εποχή που οι ποιητές δεν οραματίζονται, δεν κρίνουν, δεν υμνούν).

***

Στην τελευταία του συλλογή από τις εκδόσεις Καπόν, Σχεδίες, ο Δουατζής προσφέρει ένα χαρακτηριστικό δείγμα του ποιητικού του τρόπου. Για τον ποιητή οι λέξεις είναι σχεδίες σε αγριεμένη θάλασσα. Έρχονται την κρισιμότερη στιγμή όταν το υποκείμενο χάνει την ταυτότητά του (όνομα και πρόσωπο) και όταν η πεισματική τους αντίσταση προκαλεί τον πόνο, το πένθος, το φόβο και την ικεσία κάποιων. Έρχονται σαν αποτέλεσμα λύτρωση και κάθαρσης όχι με αναίμακτο τρόπο. Γιατί οι λέξεις δεν μπορούν να σώσουν τα πάντα «…οι λέξεις, οι σχεδίες μου και οι ναυαγοί… »  όπως λέει και ο τελικός στίχος.

Αλλού («Άντρας σπουδαίος») ο ποιητής εκφέρει μια κρυστάλλινη άποψη ανατέμνοντας την Ιστορία, τέμνοντας το ατομικό με το συνολικό: « Τέλος παρηγοριόμουν πως οι μεγάλοι αγώνες δεν χρειάζονται σπουδαίους αλλά επί της ουσίας μόνους και μες στη σοφία της σιωπής ένιωθα πάντα χρήσιμος ως σκεπτόμενος ή αυτόχειρας». Ο διάλογος με την νεκρή πατρική φιγούρα, και ο βίος της σπουδαιότητας, οδηγεί εντέλει τον άντρα σε αυτήν την βαθιά παρηγορητική διαπίστωση σε ένα από τα καλύτερα ποιήματα της συλλογής.

Ο ποιητής βιώνει στο ακέραιο την σιωπή της μοναξιάς του και αναρωτιέται «μονάχος πώς να αδειάσεις μια στείρα λύπη στο κενό;», είναι «μοναχικό εργαστήριο εργοστάσιο, βιοτεχνία, οικοτεχνία» που αναζητά και δεν αφήνεται στο κενό, «είναι μικρός εκδικητής στο όνομα των χιλιάδων που χάθηκαν», γιατί ακριβώς μπορεί να αφουγκράζεται τον «κάματο χιλιάδων καθημερινών θανάτων», παίρνει το μέρος της πόρνης γιατί εκείνη δεν έφταιξε για τις «δια βίου ανεπιτυχείς πρόβες να παίξουν τη ζωή τους» εκείνοι που θα την λιθοβολούσαν.

Στις Σχεδίες ο Δουατζής φαίνεται να μας αφήνει στο χαρτί ό,τι συγκράτησε η διαδικασία ανάβασής του από τα βάθη της σιωπής, της μοναχικότητας και της αυτοπαρατήρησης, δίχως αυτό να είναι εσωστρεφές. Ό,τι καταγράφει έχει την αναφορικότητά του στον έξω κόσμο, αυτόν που συνδιαμορφώνουμε όλοι με τις δικές μας προσωπικές εσωτερικές περιπλανήσεις: «…δεν τους καταδίωκε κανείς πλην ενός αόρατου εντός που χάθηκε κι αυτό στην άκαρπη έρευνα μιας στοιχειώδους δικαιολογίας για το πώς χάθηκαν ολόκληρες ζωές…».

***

Με την Πατρίδα των καιρών [2010, εκδόσεις Καπόν] ο Γ. Δουατζής μοιάζει με τον Νέστορα που ντύνεται τα άρματα του Αχιλλέα και παίρνει όλα τα ρίσκα που θα μπορούσε σε αυτή την στιγμή της πορείας του να πάρει, προκειμένου να είναι σύμφωνος — ως ποιητής και ως άνθρωπος — με την συνείδησή του. Αποτινάσσει την συνήθη εσωστρέφεια και ερμητικότητα της ποιητικής γλώσσας, ξεντύνεται την επίπλαστη στωικότητα  πολλών  πνευματικών καρεκλοκενταύρων, απομακρύνεται από την  δειλία των «σοβαρών» ταγών της δημιουργίας που προκαλούν μειδίαμα αηδίας με την σοβαροφάνειά τους, στέκεται στην μέση της κοιμώμενης «πιάτσας» και τραγουδά με τρόπο θρασύ, οργισμένο, και πολλές φορές τραχιά αντιλυρικό την Πατρίδα των καιρών μας.

Αφού θέτει την Ποίηση στο κοινωνικό μετερίζι «το ανάστημά σου μεγαλώνει Ποίηση όσο η κοινωνία βυθίζεται στην αποσύνθεση» ρωτάει ευθαρσώς και δίχως υπεκφυγές «Με πόσα κέρματα μετριέται η ψυχή σου/ η ανάσα σου, η υποτέλεια/ με πόσα αλήθεια κέρματα μετριέται;», αναρωτιέται «πόσα ποιήματα χρειάζονται/ για να στεγάσω τους αδύναμους// πόσα παραμύθια για να διώξω θεριά και δράκοντες αληθινούς //… πόσος πόνος για να κοιτάξουμε κατάματα το φως» και φωνάζει προς όλους μας πως βρισκόμαστε σε καιρό πολέμου: «Πόλεμος σου λέω/  βυθίζει τις ψυχές/ μολύνει το μυαλό/ σκοτώνει μέλλον και ελπίδα…».

Η Πατρίδα των καιρών είναι παιδί του καιρού της, γεννημένη από έναν έφηβο Νέστορα. Γαυγίζει, δεν μιλά, κραυγάζει, δεν τραγουδάει και υπάρχει ως ένας μεγάλος και δίκαιος καθρέφτης για όλους όσοι είναι πολίτες αυτής της χώρας. Με τους στίχους «Να ήξερες με πόσο/ λίγη αγάπη/ θα άλλαζε ο κόσμος…» ο Ποιητής μάς αποχαιρετά υπενθυμίζοντάς μας πάντα ως γεννήτρια δύναμη των όποιων κοινωνικών αλλαγών την ανθρωπινότητα. Άλλωστε όλα αρχίζουν από την δικιά μας εσωτερική επανάσταση.

***

Ο Γιώργος Δουατζής λοιπόν ως Ποιητής μπορεί να κοιμάται ήσυχος. Γιατί αν κάποτε ρωτήσει κάποιος πού βρίσκονταν οι ποιητές τον καιρό της μεγάλης εσωτερικής Κρίσης των ανθρώπων, εκείνος θα είναι σε θέση να πει πως το ποιητικό του ήθος του υπαγόρευσε να κάνει το καθήκον του ως Ποιητής.  Έτσι μονάχα όποιος θέλει να λέγεται Ποιητής εν καιρώ πολέμου κερδίζει την αξιοπρέπεια του, πόσο μάλλον τώρα και εδώ, σε μια χώρα στην οποία  κυριαρχεί η σιγή του φόβου των βολεμένων, αλλά και η σιγή του πάθους των οργισμένων. Για τους πρώτους η Πατρίδα των καιρών είναι ενοχλητική. Για τους δεύτερους δεξαμενή δύναμης και ελπίδας για ό,τι πρόκειται να κάνουν…

Ν ι κ ό λ α ς  Ε υ α ν τ ι ν ό ς

.


Γιώργος Δουατζής : Σαν ψίχουλα δείπνου μυστηριακού

Π ρ ο δ η μ ο σ ί ε υ σ η

από την υπό έκδοση συλλογή «Σχεδίες»


Ο  Γ ι ώ ρ γ ο ς  Δ ο υ α τ ζ ή ς γεννήθηκε Δεκέμβριο του 1948 στην Αθήνα. Σπούδασε οικονομία στην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή της Θεσσαλονίκης και κοινωνιολογία  στο 8ο Πανεπιστήμιο στο Παρίσι. Πρώτη του λογοτεχνική εμφάνιση το 1971, στην «Ποιητική Ανθολογία της Νέας Ελληνικής Γενιάς» των εκδόσεων Άγκυρα. Δεύτερη, η παράσταση χοροδράματος βασισμένη στο ποίημα του “Αντικρουόμενα σύμβολα και πορεία στο φως”  τον Μάϊο 1973,  σε μουσική Γιώργου Τσαγκάρη και χορογραφία Έλλης Παρασκευά.

Ε ν δ ε ι κ τ ι κ ή  Ε ρ γ ο γ ρ α φ ί α: Γραφτά – 1976, Ποίηση,  Τα Μικρά – 1996, Ποίηση – Κάκτος, Απάνθισμα Τάσου Λειβαδίτη – 1997, Ανθολόγηση – Κέδρος, Προς Δέκα Επιστολή – 2001, Ποίηση – Μιλήτος,   Σπονδές – 2004, Ποίηση – Εξάντας,  Τα κόκκινα παπούτσια – 2004, Ποίηση – Εξάντας,  Το Κουμπί – 2004, Θεατρικό – Εξάντας, Μη φεύγετε κύριε Ευχέτη – 2008, Μυθιστόρημα – Λιβάνης,  Φωτοποιήματα – 2010, Ποίηση, Φωτογραφία – Καπόν,  Πατρίδα των καιρών – 2010, Ποίηση – Καπόν.


 
  

 

Ζωογόνες  ριπές

Οι ριπές ήταν πολλές αδιάλειπτες
με ένα στιγμιαίο σκύψιμο
θα έσωζε την άδεια πια ζωή του
μα το σωτήριο σκύψιμο
θα σκότωνε την περηφάνια του

Δεν έσκυψε
και οι θανάσιμες ριπές
του χάρισαν ζωή αληθινή
αφού  με αυτόν τον θάνατο
πήρε ουσία η ύπαρξή του

Έπειτα
άνοιξε τη μοναδική πόρτα
όπου υπήρχε βήμα
πέρα από το κατώφλι
εκεί που βρίσκονται έφηβες ψυχές
με ίχνη γηρατειών

Όπως ανακαλύπτεις ένα γίγαντα σε παιδικές παλάμες ή όπως τρυπούν την κουρτίνα τα χελιδόνια για να φωτίσει ο άνεμος

Δεν επέτρεψα να του στήσουν ανδριάντα
πάντα σιχαινότανε τις κουτσουλιές…

 

 

Ψιχία

Σαν ψίχουλα δείπνου μυστηριακού
πέφτουν στη γη οι στίχοι μου
και τα σοφότερα των μυρμηγκιών
τους μεταφέρουν σε υπόγειες στοές
σκεπτόμενα τους δύσκολους χειμώνες
αυτά που δεν φοβήθηκαν ποτέ το θάνατο
αλλά τη ζωή φοβήθηκαν

 

 

Δεκέμβρη  δωδεκάτη

Τούτη η φεγγαροστιχίδα
το ωραιότερο τραγούδι
στα πιο ερημικά γενέθλια
χρόνια μετά

ή

Σαν τον αυτόχειρα
που με το ένα χέρι βουλώνει το αυτί
μην τον ξεκουφάνει
ο πυροβολισμός στον κρόταφο

ή

Εισπράττουν τη μοναδικότητα
εκείνου που φεύγει
μόνο με τη βεβαιότητα της μη επιστροφής
κι έτσι μακραίνουν οι μικροί τους επικήδειους

 

 

Αμέτοχος

Αγνοούν πεισματικά
ότι αιώνες τώρα οικοδομεί
στηριγμένος στο παράλογο
με αγκαλιά τη ματαιοδοξία
δίνει συνέχεια στη ζωή
υπονομεύοντας μακαριότητες

Εύλογο που δεν συγχωρούν
την ανάσα, τα πετάγματα, τις κινήσεις,
τους έρωτες, το αθώο βλέμμα
τις άδολες βλέψεις, τις ευεργεσίες
το δόσιμο, την ανοιχτή αγκαλιά
τους ποταμούς μελαγχολίας στη ματιά

Ανήσυχοι, τον εγκαταλείπουν
σαν ίσκιο σε ηλιοβασίλεμα

Για να καταλάβεις την τόση εγκατάλειψη ούτε δυο στίχοι του δεν εκποιήθηκαν και κανείς δεν άκουσε πώς έγινε αυτό το τυφλό τραύμα στον κρόταφο όταν άρχισε να μαζεύει τις φωτογραφίες. Μόνο την άλλη μέρα βρήκαν το  νεροπίστολο κι έτσι αντιλήφθηκαν γιατί δεν υπήρξε ήχος πυροβολισμού παρότι στο πάτωμα βρέθηκαν κάτι σταγόνες αίμα. Τώρα, ανθρώπινου, ποιητικού, θα σε γελάσω…

Γ  ι  ώ  ρ  γ  ο  ς    Δ  ο  υ  α  τ  ζ  ή  ς

 

 

 

 

 

ΙΩΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ

Δελτίο Τύπου

«Το Κουμπί», του Γιώργου Δουατζή
  στο Θεατρικό Αναλόγιο του Ιωνικού Κέντρου

          Με το μονόπρακτο του Γιώργου Δουατζή “Το κουμπί” αρχίζει την   Τ ρ ί τ η   8   Ν ο ε μ β ρ ί ο υ   στις   8. 3 0  το βράδυ, η σειρά των Θεατρικών Αναλογίων του Ιωνικού Κέντρου, στην οδό Λυσίου 11 στην Πλάκα.

Μετέχουν οι ηθοποιοί: Αριστοτέλης Αποσκίτης, Ανδρέας Μαριανός και Ράνια Πρέβεζα. Σκηνοθετική επιμέλεια: Νάντια Μουρούζη. Μουσική επιμέλεια: Έμυ Πανάγου. Εικαστικά: Μιχάλης Αμάραντος

Ένα μικρό κουμπί αποτελεί δικαιολογία ύπαρξης για έναν άνθρωπο. Κάποιος φυλακίζεται  για έναν φόνο, παρότι οι δικαστές του γνωρίζουν ότι δεν  τον διέπραξε. Ο φυλακισμένος – πειραματόζωο ανατρέπει κανόνες που έχουν επιβληθεί υπό κλίμακα σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ο ήρωας δεν ανέχεται τον εαυτό του, και τέλος ένας νεκρός χαρακτηρίζεται… υγιέστατος. Μια σκληρή κριτική, εαυτού και αλλήλων, για όσα ζει και κυρίως ανέχεται ο σύγχρονος Έλληνας, και ο κάθε άνθρωπος.

Μετά την παρουσίαση του έργου και τη συζήτηση με το κοινό ακολουθεί μουσική βραδιάστο καφέ – εστιατόριο του Ιωνικού Κέντρου.

Είσοδος: 8 ευρώ. Φοιτητές, σπουδαστές:  4 ευρώ

Κρατήσεις: Ιωνικό Κέντρο, Λυσίου 11, Πλάκα – τηλ 210 32 46 614

epikoinonia@ionic.gr       www.ionic.gr/politismos


Αφιέρωμα στον Γιώργο Μαρκόπουλο


Επιμέλεια: Ανδρέας Τσιάκος – Σπύρος Ηλιόπουλος

«Η ποιητική διάθεση είναι καθημερινή υπόθεση του κάθε ανθρώπου» (Γ. Μαρκόπουλος)

 Η ανάρτηση αφιερώνεται στην αγαπημένη φίλη Θ., που  αν και  πιστεύει ότι δεν έχει «τις απαιτούμενες γνώσεις»  για να καταλάβει την ποίηση, όταν διαβάσει τον Γιώργο Μαρκόπουλο θα αναγνωρίσει, είμαι σίγουρος, όσα βαθιά μέσα της πάντα γνώριζε, και ίσως δακρύσει, απελευθερώνοντας  μια λύπη πολύ λεπτή και πολύ  ωραία.  –Σ. Η.

ΦΩΤΟ : ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΕΡΟΣ

                                

Β ι ο γ ρ α φ ι κ ό – Ε ρ γ ο γ ρ α φ ί α

Ο Γιώργος Μαρκόπουλος γεννήθηκε στη Μεσσήνη το 1951, αλλά από το 1965  ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε οικονομικά και στατιστική. Παράλληλα με την ποίηση γράφει λογοτεχνικές κριτικές και άλλα κείμενα σε περιοδικά και εφημερίδες. Το 1996 τιμήθηκε με το Βραβείο Καβάφη  στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, και το 1999 με το Κρατικό  Βραβείο  Ποίησης για τη συλλογή του Μη σκεπάζεις το ποτάμι, η οποία εν συνεχεία  ήταν υποψήφια για το Ευρωπαϊκό Αριστείο του 2000. Είναι μέλος τηςΕταιρείας Συγγραφέων από το 1982.

 


Π ο ι η τ ι κ ά   έ ρ γ α

Έβδομη Συμφωνία, Αθήνα [χ.ε.], 1968

Η κλεφτουριά του κάτω κόσμου, Αθήνα,  Κούρος, 1973

Η θλίψις του προαστίου, Αθήνα, Κέδρος,  1976

Οι πυροτεχνουργοί,  Θεσσαλονίκη, Τραμ, 1979 /  Θεσσαλονίκη, Μικρή Εγνατία, 1980/ Αθήνα, Εστία, 1982

Ποιήματα 1968-1976, Θεσσαλονίκη, Τραμ, 1980

Η ιστορία του ξένου και της λυπημένης, Αθήνα, Υάκινθος, 1987

Ποιήματα 1968-1987 , Αθήνα, Νεφέλη, 1992, 2000

Η φοβερή πατρίδα μου, Αθήνα, Νέο επίπεδο / χειροκίνητο, 1994
(με τρεις έγχρωμες αριθμημένες ξυλογραφίες  του Γιάννη Στεφανάκι)

Μη σκεπάζεις το ποτάμι,  Κέδρος, 1998, 1999, 2000

Κρυφός Κυνηγός, Αθήνα, εκδόσεις Κέδρος, 2010, β΄ έκδοση

Π ε ζ ά

Ιστορικό κέντρο, Αθήνα, εκδόσεις Καστανιώτη, 2005, 2006

Δ ο κ ί μ ι α

Εκδρομή στην άλλη γλώσσα Α’, Αθήνα,  Ρόπτρον, 1991

Εκδρομή στην άλλη γλώσσα Β’, Αθήνα,  Νεφέλη, 1994

Εντός και εκτός έδρας (το ποδόσφαιρο στην ελληνική ποίηση), Αθήνα, Καστανιώτης, 2006

Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, Αθήνα,  Εκάτη, 2009

Ά λ λ α

Λευτέρης Ιερόπαις – Μια παρουσίαση, Αθήνα,  Γαβριηλίδης, 1999

Ποιήματα που αγαπήσαμε (μαζί με τον Κώστα Νικολάκη), Αθήνα, Εκάτη, 2009



 

 

 

Από τη συλλογή :

Οι πυροτεχνουργοί

Ο  Ξ έ ν ο ς

Γιατί ο ξένος δεν γνωρίζει την πολιτεία την ημέρα.
Ο ξένος το βράδυ γνωρίζει την πολιτεία, όταν κοιμάται.
Το πρωί φεύγει πάλι με το στυφό ύφος
αυτού που έψαχνε κάτι και δεν το βρήκε.
Εσύ που κάποτε τον αγάπησες
όταν τον δεις να περνάει από την πόρτα σου,
δώσ’ του κάτι από εκείνη την παλιά τρυφερότητα,
και σκέψου μετά από χρόνια
ότι πέρασε κάποτε από τη ζωή σου ο Οδυσσέας.

 

Από τη συλλογή :

Η ιστορία  του  ξένου  και  της  λυπημένης

Γ υ ν α ί κ α  μ ε τ α ι χ μ ι α κ ή ς  η λ ι κ ί α ς

Γυναίκα μεταιχμιακής ηλικίας γυμνή στο κρεβάτι μου.
Τα μάγουλά της βαμμένα
και το κορμί της μαραμένο στο φυσικό του χρόνο.
Την αγκάλιασα όπως το καμένο σπίτι
Που ο μαραγκός δεν ήξερε από πού ν’ αρχίσει.
Κάθισα ξύπνιος ύστερα και την κοίταζα.
Το πρόσωπό της μισό
είχε κάτι από όλους αυτούς που την κατοίκησαν.

Γυναίκα μεταιχμιακής ηλικίας.

Έπιπλα που κουβαλούσαν από τη γέννησή τους
την ερημιά του μάστορα.

 

Από τη συλλογή:

Η θλίψις του προαστίου

Κ α θ ώ ς  θ α  φ ε ύ γ ε ι ς

Καθώς θα φεύγεις,
παίρνοντας την καμπαρντίνα σου και το καπέλο σου
Κάνοντας μια κίνηση αόριστη
όπως όλοι άλλωστε που φεύγουνε για πάντα,
η θλίψη σου θα μείνει σαν μνήμη μακρινή
υπαίθριου σινεμά του Σεπτεμβρίου
με την ψύχρα και τους μοναχικούς του πελάτες
—ο μουγκός, ο τρελός και ο εργένης—
ή  σαν το «πανόραμα», που ο παιδικός συμμαθητής
μας άφησε να δούμε, χάρη, μια εικόνα.

 

Από τη συλλογή :

Μη σκεπάζεις το ποτάμι

Γ ε ν έ τ ε ι ρ α  ε ν  ε ο ρ τ ή

Σπίτια μοντέρνα ολόλευκα σπίτια μεγάλα ωραία
πλην όμως στις εξώπορτες
άλλων γυμνά τα λάστιχα άλλων χωρίς τιμόνια
με τις κουκούλες τους στραβές το υνί τους σκουριασμένο
με τα φουγάρα ερείπια τις ρόδες βουλιαγμένες
μες στη δροσιά την όμορφη του αδέσποτε του δυόσμου
στέκονται τα τρακτέρια πένθιμα των παιδικών μας χρόνων
—μες στη δροσιά την όμορφη του αδέσποτου του δυόσμου—
στέκονται τα τρακτέρια πένθιμα στην ερημιά του κόσμου.

Δ ι α β ά σ ε ι ς  Π ε ζ ώ ν

12. Επιστροφή

Απ’ το πρωί σήμερα σκέπτομαι τον ύπνο
και η λαίλαπα σηκώνει στους σταυρούς την ομίχλη.

Γυρνώ στους δρόμους μονάχος
και στη λιτανεία αναγνώρισα στο σκήνωμα του αγίου
τη μισή καρδιά του χαμένου πατέρα μου.

Χλομές αγάπες στο παγκάκι επενδύουν μυστικά σε ανάμνηση
για τότε που θα χωρίσουν.

Στην εξοχή στάθηκα
και την παλαιά εκείνη προσευχή μου θυμήθηκα:

«Κάποτε στίχους στα ωραία κυνηγούσα βιβλία
όπως ο μικρός τις πεταλούδες στο δημόσιο κήπο, Κύριε,
του πόνου γνωρίζοντας έτσι το άλγος,
του εφήβου την ακαταστασία
της δίγνωμης καρδιάς, μεγαλώνοντας,
ή της χελώνας το ακίνητο το κοίταγμα,
βλέποντας κρυφά μες στα κλαριά
κορμί όπου δεν έπρεπε να δεις, που σε διακόπτει.

Δάκρυα, δάκρυα, δάκρυα
το μόνο που θυμάμαι από τότε, Κύριε, δάκρυα, δάκρυα
και τις γιορτές υπήρξα γυάλινος
και η μοναξιά μου εκτεθειμένη, στους άξεστους εκτεθειμένη.

Ω, θυμάσαι όταν για πρώτη
ερχόμουνα κοντά σου φορά, Κύριε,
ζέστη, παντού, βιβλική ζέστη, η πεδιάδα να καίει
και το ποτάμι που εκτινάσσονταν άηχο
ωσάν το θερμόμετρο μέσα στον ήλιο;»

Γύρισα στο πατρικό μου σπίτι.

Έσυρα τον αντίχειρα στην πλάτη του φτωχού σκυλιού
Και του μετέφερα λύπη.


Από τη συλλογή :

Κρυφός Κυνηγός                 

Μ ε τ ά  τ ω ν  α γ ί ω ν

(Επιλογή)    

—- Το παιδί που σου αναγγέλλει τη ζημιά τραγουδώντας, για να απαλύνει έτσι το μέγεθος και τη σημασία της.

—- Το κορίτσι που κάθε βράδυ, γυρνώντας κάπως αργοπορημένο από τον εραστή του, τους έβρισκε όλους να κοιμούνται στο σπίτι, επίτηδες, για να επιτείνουν τις ενοχές του.

—- Τα παιδιά που τα βλέπεις λυπημένα και ξάφνου λίγο πιο πέρα στήνουν παιχνίδι στη στιγμή, πάνω στη νεκρώσιμη ακολουθία της ίδιας της θείας τους, στο νεκροταφείο.

—- Το διανοητικά άρρωστο παλικάρι με το «κορνιζαρισμένο» χαμόγελο, εγκαταλειμμένο στη μέση της πλατείας, στο αναπηρικό καροτσάκι του, καθότι όλοι έφυγαν διαμιάς, γιατί έγινε σεισμός.

—- Η πυροσβεστική που βλέποντάς την τα παιδιά θαυμάζουν το νίκελ, το καμπανάκι, το υπέροχο κόκκινο και το μυαλό τους μάλλον ποτέ δεν πάει στη μαυρίλα της πυρκαγιάς.

—- Οι πρόχειροι σταυροί στη νότια πτέρυγα των εξ επενεκταφής θαμμένων του κοιμητηρίου, στοιβαγμένοι όλοι μαζί μετά το νυχτερινό μπουρίνι, έτσι  που να μην μπορείς πια να διακρίνεις ποιος είναι ο τάφος του δικού σου ανθρώπου.

—- Οι δύο εκείνοι νεαροί — άντρας και γυναίκα — έχοντας μόλις βγει απ’ το ψυχιατρείο — όπου και γνωρίστηκαν — καθισμένοι στις καρέκλες του ζαχαροπλαστείου ενώ πίνουν χάπια με γάλα και λέγοντας μεγαλόφωνα αηδίες τρισευτυχισμένοι γελούν και πάλι γελούν.

—- Το πρώτο φιλί παιδιού στον πατέρα του που δεν το θυμάται και ο τελευταίος ασπασμός που θα τον θυμάται για πάντα.

—- Οι ηττημένοι λύκοι που γυρίζουν στη φωλιά τους.

—- Το κοριτσάκι στην τηλεόραση που, ενώ βομβαρδίστηκαν, συνετρίβησαν όλα, αυτό ασταμάτητα έκλαιγε ζητώντας την κούκλα του.

—- Ο γιος τού πριν από τρείς μέρες πεθαμένου πατέρα, αν και διαλυμένος σχεδόν απ’ το πένθος, νερό να ρίχνει με το λάστιχο στον μόλις ανεγερθέντα καινούργιο όροφο του σπιτιού τους, για να πήξει το τσιμέντο.

—- Παιδάκια που παίζουν στο δωμάτιό τους κλοτσώντας την μπάλα σιγά, πολύ σιγά, γιατί η μαμά τους τούς είπε πως οι δίπλα έχουνε πένθος.

—- Η μακρινή τρυφερότητα του αποχαιρετιστήριου φιλιού γονιών, που περίμεναν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους για να χωρίσουν.

—- Τα κοριτσάκια εκείνα στη φωτογραφία του 1948, που τα μισά ήσαν με τα μαλλάκια τους κανονικά και τα άλλα μισά κουρεμένα  με την ψιλή, για να δηλώνεται έτσι ότι ήσαν ορφανά.

—- Ο πανύψηλος εκείνος άντρας με τα γένια, ντυμένος μαχητής τοτ ΕΛΑΣ κατά τα χρόνια της μεταπολίτευσης, που αντί για όπλο κρατούσε στα χέρια του ένα καδρόνι πουλώντας λαχεία.

—- Και η στερνή στιγμή της ζωής μας, τέλος, που καθώς θα φύγουμε έχοντας αφήσει, αν και δίπλα μας, πολύ μακριά φίλους και συγγενείς, από τα βουνά ή από τη θάλασσα πέρα, κάποιος θα προβάλει, που όμως δεν θα προφτάσουμε, δεν θα προφτάσουμε να δούμε ποιος είναι.

 Γ ι ώ ρ γ ο ς   Μ α ρ κ ό π ο υ λ ο ς


 ~.~

 

Π ρ ο σ θ ή κ η : Τετάρτη , 19/10, 22:55΄

Ο ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος *

Του Γ ι ώ ρ γ ο υ  Δ ο υ α τ ζ ή

«Ο ποιητής είναι το χέρι που έχει οριστεί από μια άλλη δύναμη, για να παίρνουν τα πράγματα τη σωστή τους θέση μέσα στον κόσμο. Για μένα ήταν προορισμένο να υπηρετήσω την Ποίηση. Αυτή με λυτρώνει. Τώρα μάλιστα πολύ περισσότερο. Αφού η Ποίηση στους δύσκολους καιρούς που ζούμε, είναι είδος προς εξαφάνιση».

Παρά τους δύσκολους καιρούς, ο Γιώργος Μαρκόπουλος εξακολουθεί, με μια γαλήνια επιμονή, να ιερουργεί στο βωμό της Ποίησης, δεκαετίες τώρα. Κι επιμένει, ότι «η ποιητική λειτουργία είναι συνυφασμένη με ήθος, που η Ποίηση το έχει ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη τέχνη, διότι είναι πιο ερμητική και υπακούει λιγότερο στις σειρήνες».

–       Ξεκίνημα;

–       Άρχισα να γράφω πεζογραφία, την οποία εξακολουθώ να αγαπώ, να θαυμάζω και ενίοτε να γράφω. Αλλά μοιάζω με το παιδάκι που βάζει το πόδι του στο νερό του ποταμιού, το βρίσκει πολύ βαθύ και τραβιέται πίσω.

–       Βαθύ το ποτάμι με τον πεζό λόγο και όχι με την Ποίηση;

–       Είναι με όλες τις τέχνες βαθύ το ποτάμι, όταν ψάχνεις την ουσία, την αλήθεια.

–       Είπατε ότι λυτρώνει. Μόνο μέσα από οδύνη γεννιέται ένα ποίημα;

–       Χωρίς λύπη δεν υπάρχει δημιουργία. Πιστεύω ότι κάθε τέχνη και η Ποίηση, υπάρχει μέσα από μια δημιουργική οδύνη. Μια ανεξαγόραστη χαρά είναι, όταν είσαι σίγουρος ότι έχεις τελειώσει ένα ποίημα.

–       Καθορίζει τρόπο ζωής η Ποίηση;

–       Και τη συμπεριφορά μας. Διότι κομίζει ένα δικό της ήθος, το οποίο είναι ιδιαίτερο και χωρίς να φαίνεται, είναι μακριά από τις συμπεριφορές και τις κακές συνήθειες των πολλών.

–       Ο ποιητής;

–       Ένα άτομο από τη φύση του ηττημένο. Διότι, αν δεν ξεκινήσεις έχοντας συνειδητοποιήσει αυτή την ήττα απέναντι στη φθορά, στο χρόνο και στο θάνατο, δε νομίζω ότι μπορείς να βουτήξεις στα βαθιά.

–       Εμπιστεύεστε;

–       Τους εξόχως ευγενείς και ταυτοχρόνως ποιητικούς, είτε είναι καθηγητές Πανεπιστημίου, είτε βοσκοί.

–       Άλλαξε η ματιά σας;

–       Ναι. Η Ποίηση μας κάνει πολύ πιο τρυφερούς, με κατανόηση. Πιο καλούς ανθρώπους.

–       Η υστεροφημία;

–       Δεν πιστεύω ότι θα μείνει κάτι αφού φύγω. Θα ήμουν ευτυχισμένος αν έμενε κάτι στις ανθολογίες, αλλά δεν πιστεύω ότι ο κόσμος έχει ανάγκη τα δικά μου πράγματα. Είμαι όμως ευτυχισμένος που λυτρώνομαι σήμερα με αυτό που κάνω, που έχω, θέλω να πιστεύω, μια συμπεριφορά πάρα πολύ καλή και έχω γνωρίσει ανθρώπους μέσω της Ποίησης που τους διακρίνει σπάνια ευαισθησία.

–       Τι σημαίνει η έκδοση ενός βιβλίου σας;

–       Σταθμός ζωής. Πάντα εκεί κρύβεται ένα κομμάτι ζωής.

–       Γιατί εκδίδετε βιβλία;

–       Για να επικοινωνήσω με άλλους ανθρώπους. Γιατί πιστεύω ότι αυτά που γράφω, όσο κι αν ακούγεται εγωιστικό, ενδιαφέρουν έστω πενήντα – εκατό άτομα. Δεν είναι και λίγο να πιστεύεις ότι ενδιαφέρεις έστω πενήντα ανθρώπους.

–       Ποιοι σημάδεψαν τη ζωή σας;

–       Από την οικογένεια, ο πατέρας και ο αδερφός μου. Πρόσωπα αξεπέραστα για μένα. Ιδίως για την βαθύτατη ευαισθησία τους. Τους χρωστώ τα πάντα.

–       Από ποιητές;

–       Από αυτούς που με αγκάλιασαν με πατρική στοργή και με βοήθησαν να γίνω καλύτερος άνθρωπος, θέλω να σταθώ στον Δημήτρη Παπαδίτσα. Αλλά κυρίως, στον ανυπέρβλητο άνθρωπο και ποιητή, Τάσο Λειβαδίτη. Ο Τάσος είχε αυτό που δεν μπορώ να πιστέψω. Ότι άνθρωποι με βήμα αλαφρύ σαν του πουλιού, μπορεί να φεύγουν από τη ζωή. Τον φαντάζομαι σαν σύννεφο που πορεύεται και λαμπραίνει τον κόσμο μας.

–       Σταθμοί ζωής;

–       Ότι γεννήθηκα σε ένα μέρος, όπου το φως του ουρανού και η θάλασσα που το περιέβαλλε είναι από τα πιο σπάνια πράγματα που έχω δει σε αυτόν τον κόσμο και έχουν καθορίσει την ιδιοσυγκρασία μου.

–       Μιλάτε για σταθμό ζωής περιγράφοντας εικόνα…

–       Λατρεύω τις εικόνες. Μακάρι να μπορούσαμε να μιλούμε με εικόνες χωρίς να χρειαζόμαστε λόγια. Είναι η ποίηση που διαχέεται στον αέρα. Σε αυτόν τον κόσμο τίποτα δεν χάνεται, φτάνει να έχουμε μάτια να το δούμε.

–       Σταθμός άλλος;

–       Όταν ήρθαμε στην Αθήνα στα δεκατέσσερα μου. Στην αρχή έκλαιγα και χάιδευα τους τοίχους του σπιτιού πριν φύγουμε από την πατρίδα μου. Αλλά όταν ήρθαμε εδώ, μαγεύτηκα. Δεν ξέρω τι με ώθησε μυστικά από την πρώτη βδομάδα, να θέλω να ανακαλύψω τι γινότανε σε αυτήν την πόλη.

–       Να λοιπόν γιατί η Αθήνα είναι η πηγή σας, στο τελευταίο βιβλίο.

–       Η Αθήνα είναι η δεύτερη πατρίδα μου. Μου πρόσφερε πολλά. Έχει υπόγειες δυνάμεις που μπορούν να μας διακινούν με τον καλύτερο και πιο δυνατό τρόπο. Άμα προσέξει κανείς, κάτι ίπταται, κάτι έχει στο αίμα της αυτή η πόλη. Υπάρχει όμως λίγο και η πατρίδα μου. Αυτή που έχω κρατήσει μέσα μου, όχι η τωρινή. Αν δω την πατρίδα μου σαν ερωμένη, είναι μια ερωμένη που πορεύτηκε ερήμην μου κι εγώ ερήμην της, αφού απουσίασα για δεκαετίες.  Αυτό το χάσμα προσπαθώ κάθε φορά να το γεφυρώσω.

–       Η φοβερή πατρίδα όπως τη χαρακτηρίζετε.

–        Ναι. Έχω κάνει κι ένα ποίημα όπου γράφω «Ω πατρίδα, αιώνια ταραχή της πρώτης ερωμένης». Είναι χάσμα αγεφύρωτο αυτό.

–       Γυμνάσιο;

–       Ευτύχησα να γραφτώ στο Δεύτερο Γυμνάσιο στην οδό Χέυδεν και Αχαρνών που μου έδωσε ώθηση μεγάλη. Ήταν διαφορετικό ό,τι συνέβαινε σε αυτό το σχολείο, όχι μόνο από τους δασκάλους, αλλά και από τους μαθητές. Ίσως να ευθύνεται και η Βικτόρια που ήταν άτακτη πλατεία.

–       Φοιτητής;

–       Δεν θα ξεχάσω την επαφή μου με το φοιτητικό κίνημα της εποχής. Επί δικτατορίας. Παρά τις δύσκολες συνθήκες, αποκόμισα πολύ ωραία πράγματα. Ότι έγινε τότε, είναι από τα πιο σημαντικά πράγματα της ζωής μου και με καθορίζει μέχρι και τώρα.

–       Πρέπει να ταυτίζεται η ζωή με το έργο του δημιουργού;

–       Δεν συμβαίνει πάντα. Αλλά για τους ποιητές, πιστεύω ότι πρέπει να ταυτίζεται.  Δεν χωρούν το ψέμα και η υποκρισία στη ζωή ενός ποιητή. Είναι ανεπίτρεπτα αυτά όταν υπηρετείς αξίες ζωής.

–       Λύπη;

–       Όταν έχασα πρώτα τη μητέρα και στη συνέχεια τον πατέρα μου.

–       Δεν είχατε συμφιλιωθεί με τη σκέψη της απώλειας;

–       Η λογική δεν είναι συντρόφισσα που την έχουμε όταν τη χρειαζόμαστε. Δυστυχώς, συχνά την έχουμε όταν δεν τη χρειαζόμαστε.

–       Η λογική μπορεί να τιθασεύσει το συναίσθημα;

–       Όταν τείνει να παρεκτραπεί το συναίσθημα ή να γίνει επικίνδυνο, μπορεί και πρέπει να παρεμβαίνει η λογική. Για να μην  αυτοκαταστραφούμε. Είναι εξυπνάδα να βάζεις τη λογική να παρεμβαίνει.

–       Υπέρτατη απόλαυση;

–       Πολλές στιγμές την έχω ζήσει. Από μια συναυλία, μέχρι ένα ποτήρι νερό τον Ιούλιο, σε ώρα μεγάλης δίψας.

–       Συναρτάτε την αξία των πραγμάτων με τις συνθήκες;

–       Ναι. Όχι πως δεν θέλω νερό και τον Ιανουάριο. Άλλωστε δεν είπα τυχαία τον Ιούλιο, διότι είναι ο γενέθλιος μήνας μου και έχει επενεργήσει μέσα μου μαγικά.

–       Δηλαδή;

–       Είναι ένας μήνας του οποίου το φως, φέρνει τα πάντα κοντά μας. Κοντά, όσο και μακριά. Σκληρό, φοβερό φως. Μηδέ εξαιρουμένων των νεκρών. Τους νιώθω δίπλα μου με αυτό το φως. Ίσως φταίει ο τόπος που γεννήθηκα, εκεί όπου λειτουργούσα με αυτό το ανελέητο φως του Ιουλίου. Δίπλα στη θάλασσα και τις χαμηλές λευκές μάντρες των σπιτιών.

–       Είπατε νεκρούς…

–       Τους έχω πάντα στο μυαλό και την καρδιά, σαν να είναι ζωντανοί. Τους κρατώ κι επανέρχομαι πάντα. Η αγάπη που έχουμε για κάποιους ανθρώπους, είναι συνάρτηση των πράξεων τους. Δεν αγαπάμε κάποιον τυχαία, ούτε γιατί έφυγε. Αλλά γιατί έκανε κάτι όσο ζούσε. Έρχεται στο μυαλό μας ό,τι κόμισε.

–       Όταν σας ανήγγειλαν ότι βραβευτήκατε…

–       Δεν μας αρέσει όταν δε δίνει κανείς σημασία σε αυτό που κάνουμε. Μια βράβευση φέρνει χαρά, ικανοποίηση. Αλλά ο ποιητής πρέπει αμέσως μετά να γυρίσει στα χαρτιά του, εκεί που έχει τάξει την ουσιαστική πλευρά της ζωής του.

–       Έχει λόγο ύπαρξης ο ποιητής;

–       Βέβαια. Ομορφαίνει τη ζωή μας.

–       Μήπως τη δυσκολεύει με τις αλήθειες που φέρει;

–       Η δυσκολία φέρνει την ομορφιά. Πιο γλυκά είναι αυτά που φαίνονται στην αρχή πικρά…

–       Τι θα λέγατε σε ένα νέο ποιητή;

–       Να διαβάζει συνέχεια. Με αυταπάρνηση. Να ζει και να αισθάνεται γλυκά και τρυφερά, απέναντι σε όλους αυτούς που θήτευσαν πριν από αυτόν στο χώρο της Ποίησης. Όλοι έκαναν κάτι σημαντικότερο από μας και μας το έδωσαν για να πορευτούμε.

–       Σας ενοχλεί όταν ρωτούν αν γράφετε;

–       Βαθύτατα. Όσο περνάει ο καιρός όλο και πιο δύσκολα έρχεται το ποίημα. Όχι γιατί μας εγκαταλείπει η έμπνευση, όπως ίσως θα βιαστεί να πει κάποιος. Αλλά γιατί όσο μεγαλώνουμε, περιμένουμε πολύ περισσότερα από το στίχο. Δεν γράφεις με ώρες γραφείου ή όταν θέλεις εσύ.

–       Το βίωμα, στίχος;

–       Είμαι βιωματικός ποιητής. Σχεδόν τίποτα δεν υπάρχει στα γραπτά μου που να μην είναι βίωμα.

–       Τι συμβαίνει τη στιγμή της γέννας ενός στίχου;

–       Εκκένωση ενέργειας. Ένα ηλεκτρικό φορτίο, που μαζεύεται, μαζεύεται και βγαίνει όταν δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Είναι συνειδητή λειτουργία, αλλά δε μπορείς να την απωθήσεις. Πρέπει να συμβιείς με αυτήν για να λυτρωθείς. Όταν σε συμπαρασύρει στη δίνη της και στα αιτήματα της δεν είσαι ήσυχος. Πρέπει να εκφραστεί για να ησυχάσεις. 

–       Πιστεύετε σε…

–       Στον άνθρωπο και στις ανθρώπινες αξίες. Στην έννοια του καλού, που πάντα υπερισχύει του κακού.

–       Ποιος είναι πλούσιος;

–       Εκείνος που μπορεί να ζει ουσιαστικά την κάθε μέρα του, με πάρα πολύ λίγα μέσα που υπάρχουν στον κόσμο και τη φύση, άντε και με ένα τάλιρο χαρτί…(γέλια)

–       Πολιτική;

–       Με τη στενότερη έννοια, έχουμε όλοι απογοητευτεί. Εγώ δεν παύω να είμαι στο βάθος μου, αγιάτρευτα και αμετακίνητα, άνθρωπος αριστερών πεποιθήσεων με την ευρύτερη έννοια του όρου, πέρα από τα στενά όρια των κομματικών σχηματισμών. Σε αυτόν τον κόσμο, τίποτα δεν χάνεται. Μετά από έναν κύκλο, ο άνθρωπος θα ζητήσει να ξαναβρεί τον άνθρωπο.  Αισθάνομαι υπόγεια ρεύματα που οδηγούν εκεί…

Info: «Ιστορικό Κέντρο» – εκδόσεις Καστανιώτη

«Ω ψυχή, πουλί που δεν ξέρει / και πετά σε μέρες που επιτρέπεται το κυνήγι».

«Γι αυτό και η αγάπη μένει μόνη άλλωστε, να λάμπει στους λιμενοβραχίονες και στα μετόχια: επειδή την ανακαλύπτουν οι άνθρωποι όταν πια δεν μπορούν, όταν πια δεν μπορούν να την προφτάσουν».

«και η Ποίηση ολόκληρη δεν είναι παρά ένας σωρός από άμμο, που τον ψάχνουνε τα αιώνια παιδιά και βρίσκουν μέσα του πολύτιμα πετράδια, ω φίλοι μου, τον ψάχνουνε και βρίσκουν».

«…πίσω από όλα τα πρόσωπα που αλλάξαμε στη ζωή, κρυβόταν πάντα η ίδια – θα ξέρει – η μοναξιά».

 

 

 

Όψεις… Γιώργος Μαρκόπουλος*

Του Γ ι ώ ρ γ ο υ  Δ ο υ α τ ζ ή

–       Πρώτος στίχος;

–       Στην πρώτη γυμνασίου. Ήταν ένα ποίημα συναισθηματικό και έμμετρο. Πριν το στίχο είχα γράψει διηγήματα επηρεασμένα από αυτά που διάβαζα στο σχολείο. Με ένα τελείως τυχαίο περιστατικό, μπήκα στην Ποίηση. Νομίζουμε βέβαια ότι συμβαίνουν τυχαία περιστατικά, αλλά η αλήθεια είναι ότι μέσα μας γίνονται άλλες διεργασίες.

–       Πότε άρχισε η συνειδητή, συστηματική γραφή;

–       Όταν ήμουν στην τετάρτη του εξαταξίου Γυμνασίου. Τότε που ανακάλυψα την ποιητική ανθολογία του Περάνθη. Διαβάζοντας, βυθίστηκα σε έναν κόσμο μαγικό, από τον οποίο δεν θέλησα να βγω ούτε ένα λεπτό.

–       Όταν τα χειρόγραφα γίνονται βιβλίο;

–       Νιώθω πιο πολύ από κάθε άλλη φορά,  αμφιβολίες, ανησυχίες και τα αφήνω για μεγάλο διάστημα. Δεν τα ξανακοιτάω, από φόβο μήπως απογοητευτώ.

–       Έρωτας;

–       Είναι ένα συναίσθημα ακριβό στη ζωή μας. Θα ήθελα πάρα πολύ, παρά τα τραύματα, να το ξαναδοκίμαζα. Όμως ο κόσμος έχει τις ισορροπίες του. Σε μια ηλικία βιώνεις τη γλύκα της καταστροφής και σε μια άλλη, την ησυχία της γνώσης.

–       Φόβος;

–       Ο θάνατος. Τον φοβάμαι, αν και στις ελάχιστες ευτυχώς φορές που έχω κινδυνέψει να τον συναντήσω, στο κρυφτούλι μας κερδίζω εγώ. Αυτός ο φόβος νομίζω είναι η κινητήρια δύναμη των πάντων. Είτε γράφεις ποιήματα, είτε είσαι έμπορος, όλα είναι ξόρκια του θανάτου.

–       Τι σας δίνει χαρά;

–       Να γράφω καλά ποιήματα και να αισθάνομαι ότι είμαι αποδεκτός για τις πράξεις και τις συμπεριφορές μου.

–       Ύψιστη αξία ζωής;

–       Το ψάξιμο ενός δρόμου που θα μας κάνει αληθινούς απέναντι στους άλλους και τους άλλους αληθινούς απέναντι μας. Με μια αλήθεια που δεν έχει σχέση με την κοινότοπη που λένε οι άνθρωποι. Μια αλήθεια που μας κάνει να πλησιάζουμε, όσο γίνεται πιο «γυμνοί», τους άλλους, με έναν τρόπο που να βοηθάει να διαλύουμε τα σκοτάδια, την κοινωνική, τη γενετήσια μοναξιά μας.

–       Μοναξιά. Σας φοβίζει;

–       Νομίζω ότι με τον καιρό την έχω χειραγωγήσει. Έφτασα στο σημείο να περνάω και καλά μαζί της όταν με συναναστρέφεται αυτή η κυρία. Είμαι μοναχικός και κοινωνικός. Έγραψα στα είκοσι δύο μου: «Μα εγώ έλεγα πάντα αστεία, γιατί ήξερα πόσο κλειστός ήμουν και φοβόμουν».


(*)Από το το «Κ» της Καθημερινής (2006). Πολύτιμη προσφορά του ποιητή Γιώργου Δουατζή στο αφιέρωμα.  Τον ευχαριστούμε θερμά. Το υλικό αυτό δεν είναι διαθέσιμο στο διαδίκτυο.


 

Ο Γιώργος Μαρκόπουλος διαβάζει το ποίημά του : «Η μπάντα»

Γιώργος Μαρκόπουλος – συνέντευξη Δαυίδ Ναχμίας  (1/6)


Γιώργος Δουατζής : Για την Ποίηση



Π Ο Ι Η Τ Ε Σ   Κ Α Ι   Ι Δ Ι Ω Τ Ι Κ Η   Ε Σ Ω Σ Τ Ρ Ε Φ Ε Ι Α

Η Ποίηση δεν είναι μια απλή καταγραφή όσων συναισθηματικά και μόνον συμβαίνουν “εντός” του ποιητή. Η Ποίηση δεν έχει σκοπό την περίτεχνη χρησιμοποίηση λέξεων που χαρίζουν αισθητική απόλαυση χωρίς περιεχόμενο.  Η Ποίηση δεν απέχει από τα τεκταινόμενα στην κοινωνία και τον κόσμο. Η Ποίηση αφουγκράζεται τις αγωνίες του διπλανού και προσφέρει βάλσαμο στην ψυχή του τα τραγούδια της.  Η Ποίηση δεν μπορεί να συνεχίσει να κλείνεται στην ασφυκτική “ιδιωτική εσωστρέφεια*” των τελευταίων δεκαετιών.

Η Ποίηση δεν υπάρχει, παρά ταυτισμένη με την αποδοχή της μοναχικότητας του δημιουργού, τη διεισδυτική σκέψη, τα πετάγματα του νου, την ανακάλυψη νέων αληθειών, τη συμπόρευση με τη φιλοσοφία. Η μοναχικότητα όμως δεν μπορεί να συνιστά στοιχείο, δικαιολογία, ουσιαστικής απομόνωσης. Η Ποίηση από τη φύση της σκύβει με αγάπη στον άνθρωπο, στον αδύναμο, στον διεκδικούντα και αντιστρατεύεται κάθε μορφή εξουσίας.

Ο ποιητής  προσλαμβάνει, αναλύει, καταγράφει όσα γίνονται γύρω του και συχνά διαβλέπει τα επερχόμενα. Ο ποιητής αγαπάει με ανιδιοτέλεια τους ανθρώπους. Έχει πλήρη επίγνωση της τραγικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης. Τραγικότητας, όχι για την τελευταία πράξη ζωής, το θάνατο, αλλά για την ποιότητα της ίδιας της ζωής. Μιας ζωής, η οποία δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς αξίες και ιδανικά και με πάγια αιτούμενα την ελευθερία, το δικαίωμα στην εργασία, την υγεία, την Παιδεία, τη γνώση και σε ό,τι αποτελεί συστατικό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Η σαφής αντιεξουσιαστική τάση, η υπεράσπιση των κάθε λογής αδυνάτων, η ανιδιοτέλεια, η αγάπη στον άνθρωπο, η στήριξη κάθε προσπάθειας για καλύτερη ζωή, ήταν πάντοτε και είναι συστατικά πολιτικής στάσης και στοιχεία που χαρακτηρίζουν κάθε γνήσιο δημιουργό, πόσο περισσότερο τους ποιητές.

Νομίζω ότι πρέπει έστω και τόσο αργά, τώρα, να δούμε την καταστροφική έως σήμερα εσωστρέφεια – αδιαφορία για τον διπλανό μας, που χαρακτήρισε τα τελευταία τριάντα χρόνια την ποιητική παραγωγή, να κάνουμε την αυτοκριτική μας ως μονάδες του κοινωνικού συνόλου, μακριά από επάρσεις και μικρόψυχες αλαζονείες και επιτέλους να στρέψουμε το ποιητικό μας έργο στον άνθρωπο και όχι στον …μέγα εαυτό μας.

Ευτυχώς για τον τόπο και για την Ποίηση, υπάρχουν πολλές εξαιρέσεις στον κανόνα της “ιδιωτικής εσωστρέφειας”, η οποία οδήγησε στο τραγικό σημείο που έφτασε σήμερα η χώρα μας. Μπορούν και οφείλουν οι ποιητές μας να ξεφύγουν από την προσήλωση στο προσωπικό, ώστε να στραφούν δημιουργικά στο συλλογικό, διότι αυτή η στροφή αποτελεί  μονόδρομο για κάθε γνήσιο δημιουργό και κυρίως την απαιτούν οι καιροί, ώστε να γίνουν παραγωγικές οι ευαισθησίες μας κι εμείς ακόμα πιο χρήσιμοι.


Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα :

ΔΥΤΙΚΟΣ ΑΝΕΜΟΣ

http://dytikosanemos.blogspot.com/2011/09/blog-post_12.html

. . . . . . . .

– Τη θρησκεία μου ονόμασαν Ποίηση.
Εκεί δεν έχει θεούς. Μόνο πίστη

– Ποίηση σκληρή, ανελέητη, αγαπημένη. Πόσες
σπονδές χωράνε ακόμα τα ιερά σου…

– Κάθε πρωί τον φυλάκιζαν. Εκείνος έφτιαχνε
σκάλες πανύψηλες με στίχους. Ως τον ουρανό
πανύψηλες. Και κάθε σούρουπο τον έβρισκαν
ανάμεσα τους, να μοιράζει φωτοστέφανα
στους αδύναμους

– Κι η Ποίηση, το μεγαλύτερο, το πιο βαθύ, το μέγα
έως θανάτου πάθος

– Πήρε τα χαρτιά μου ο άνεμος και πάγωσα έτσι
γυμνός

– Εύθραυστα μολύβια μεταγγίζουν το βάρος της
καρδιάς σε λευκά χαρτιά

– Δεν άφησα παρά χάρτινους απογόνους

– Η Ποίηση χωράει σε ένα κορμί απόψε

– Γράφεις; Όχι. Διαβάζω ένα Ποίημα στα μάτια της

 

Γ ι ώ ρ γ ο ς   Δ ο υ α τ ζ ή ς


Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα:

ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΑΤΖΗΣ

http://www.douatzis.gr/

. . . . . . . .

Ο Γιώργος Δουατζής γεννήθηκε Δεκέμβριο του 1948 στην Αθήνα. Σπούδασε οικονομία στην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή της Θεσσαλονίκης και κοινωνιολογία  στο 8ο Πανεπιστήμιο στο Παρίσι. Πρώτη του λογοτεχνική εμφάνιση το 1971, στην «Ποιητική Ανθολογία της Νέας Ελληνικής Γενιάς» των εκδόσεων Άγκυρα. Δεύτερη, η παράσταση χοροδράματος βασισμένη στο ποίημα του «Αντικρουόμενα σύμβολα και πορεία στο φως»  τον Μάϊο 1973,  σε μουσική Γιώργου Τσαγκάρη και χορογραφία Έλλης Παρασκευά. Ενδεικτική Εργογραφία : Γραφτά – 1976, Ποίηση,  Τα Μικρά – 1996, Ποίηση – Κάκτος, Απάνθισμα Τάσου Λειβαδίτη – 1997, Ανθολόγηση – Κέδρος, Προς Δέκα Επιστολή – 2001, Ποίηση – Μιλήτος,   Σπονδές – 2004, Ποίηση – Εξάντας,  Τα κόκκινα παπούτσια – 2004, Ποίηση – Εξάντας,  Το Κουμπί – 2004, Θεατρικό – Εξάντας, Μη φεύγετε κύριε Ευχέτη – 2008, Μυθιστόρημα – Λιβάνης,  Φωτοποιήματα – 2010, Ποίηση, Φωτογραφία – Καπόν,  Πατρίδα των καιρών – 2010, Ποίηση – Καπόν.

 

 

 

Ο Γιώργος Δουατζής διαβάζει  Δουατζή

«Ποιητική βραδιά της Τετάρτης» στην μπουάτ της Πλάκας «Ζουμ» την Τετάρτη 21 Απριλίου 2010 (1/2)

Πατρίδα των καιρών

Πέμπτη, 2 Δεκεμβρίου 2010, «Τεχνόπολις» Δήμου Αθηναίων


Τάσος Λειβαδίτης : Μικρό Ερωτικό Ανθολόγιο


 

 


 
Marc
Chagall : La promenade

 

 

Α Υ Τ Ο  Τ Ο  Α Σ Τ Ε Ρ Ι   Ε Ι Ν Α Ι    Γ Ι Α  Ο Λ Ο Υ Σ  Μ Α Σ  (1952)

Ι

δώσ’ μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου.

Ανάμεσά μας ρίχναν οι άνθρωποι το μεγάλον ίσκιο τους.
Τί θ’ απογίνουμε, αγαπημένη;

μια φέτα ψωμί που δε θα τη μοιραζόμαστε πώς να την αγγίξω;

ΙΙ

ένοιωσες ξαφνικά ένα χέρι να ψαχουλεύει το σκοτάδι
και να σφίγγει το δικό σου χέρι.Κι ήταν σα νά ‘χε γεννηθεί η πρώτη ελπίδα πάνω στη γη.

Σ’ εύρισκα, αγαπημένη, στο χαμόγελο όλων των αυριανών
ανθρώπων.

ΙΙΙ

Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου
αγαπημένη μου.

Μα και τί να πει κανείς
όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός και τα μάτια σου
τόσο μεγάλα.

Ύστερα ερχόταν η βροχή. Μα έγραφα σ’ όλα τα χνωτισμένα
τζάμια τ’ όνομά σου
κι έτσι είχε ξαστεριά στην κάμαρά μας. Κράταγα τα χέρια σου
κι έτσι είχε πάντοτε η ζωή ουρανό κι εμπιστοσύνη.

Τα μαλλιά σου είναι μαύρα όπως μια νύχτα, στο στόμα σου
ανασαίνει ολάκερη η άνοιξη.

Όλα μπορούσανε να γίνουνε στον κόσμο, αγάπη μου
τότε
που μου χαμογελούσες.

Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.

Ήξερες  να δίνεσαι, αγάπη μου. Δινόσουνα ολάκερη
και δεν κράταγες για τον εαυτό σου
παρά μόνο την έγνοια αν έχεις ολάκερη δοθεί.

Το παιδί μας, Μαρία, θα πρέπει να μοιάζει μ’ όλους τους ανθρώπους
που δικαιώνουν τη ζωή.

ΙV

Φοβούνται τον ουρανό που κοιτάζουμε
φοβούνται το πεζούλι που ακουμπάμε
φοβούνται το αδράχτι της μητέρας μας και το αλφαβητάρι
του παιδιού μας
φοβούνται τα χέρια σου που ξέρουν ν’ αγκαλιάζουν τόσο τρυφερά.

Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα.
Και τότε
όλα τα βράδια κι όλα τ’ άστρα κι όλα τα τραγούδια
θα ‘ναι δικά μας.

 

Marc Chagall : Lovers Flight

 

 

Ο Ι   Γ Υ Ν Α Ι Κ Ε Σ   Μ Ε   Τ’  Α Λ Ο Γ Ι Σ Ι Α   Μ Α Τ  Ι Α  (1958)

Και, να,
που ένα καινούργιο ζευγάρι ανεβαίνει κιόλας τη σκάλα
έτοιμο να ριψοκινδυνεύσει την ψυχή του στη μεγάλη αβεβαιότητα
του έρωτα.
 

Κ Α Ν Τ Α Τ Α  (1960)

Και μόνο εκείνη η γυναίκα, θά ‘ρθει η αναπότρεπτη ώρα,
μια νύχτα, που θα νιώσει με τρόμο ξαφνικά,
πως στέρησε τον εαυτό της απ’ την πιο βαθιά, την πιο μεγάλη
ερωτική πράξη
μην αφήνοντας έναν άντρα να κλάψει στα πόδια της.

–σ’ αναζητάω
σαν τον τυφλό που ψάχνει να βρει το πόμολο της πόρτας
σ’ ένα σπίτι πού  ‘πιασε φωτιά.

 

Π Ο Ι Η Μ Α Τ Α  (1958-1964)

Ο  α ι ώ ν ι ο ς   δ ι ά λ ο γ ο ς

Κι ο άντρας είπε: θά ‘θελα νά ‘μαι θεός. Κι η γυναίκα είπε:
θα γεννήσω σε λίγο.

Σ ε  π α λ ι ό  σ τ υ λ

Οι εραστές δε βλέπουν, μόνο αγγίζονται,
μα οι ρόγες των δαχτύλων τους είναι τα ίδια τα πελώρια,
τα πάντοτε έκπληκτα μάτια του Θεού.

 

 

Τ    ά   σ   ο   ς     Λ   ε   ι   β   α   δ   ί   τ   η   ς

 

 

. . . . . . . .

Από: Τάσου Λειβαδίτη, Απάνθισμα,  Κέδρος, 1997

Επιλογή  :  Γ ι ώ ρ γ ο ς   Δ ο υ α τ ζ ή ς


 

T ά σ ο ς   Λ ε ι β α δ ί τ η ς – Μ ι α   γ υ ν α ί κ α