Just another WordPress.com site

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Silena : με λέξεις και με χρώματα του ονείρου

 

 Ζωγραφική   :   S  i  l  e  n  a

http://silenapaintings.blogspot.com/
http://poetry-of-silena.blogspot.com/ 



οι λέξεις

γκρεμίζονται οι λέξεις όταν δεν τις ακούς
ανταμώνουν το έδαφος
κρούση οδυνηρή σαν κραυγή
και τότε σπάνε
κομματιάζονται και δακρύζουν
οι λέξεις 


  l’ amour des mots


 

άτιτλο

το τώρα μου γλιστράει

μου ξεφεύγει
ψάχνει τις σκοτεινές ροές
του χτες

το μετά ονειρεύεται θάλασσες…

 

μια στιγμή είναι

μια στιγμή είν’ η αλήθεια
αν την προλάβεις
σωπαίνεις
αν γλιστρήσει μακριά
σαν αναστεναγμός ή ανάγκη
αλλάζει χρώματα
φαντάζει ψεύτικη κι αυτή
κι αστεία

 

μυστικά

από ίσκιο αθόρυβο, μυστικό
ξύπνησε
μεσάνυχτα σχεδόν
η σκιά μέσα στο σκοτάδι
ξεπρόβαλλε κυνηγημένη λες
από δέντρων ψίθυρους
υπόγειους, μυστικούς
σ’ εκείνα τα κρυμμένα μυστικά
άφησε απόψε τα όνειρά της
να πλανηθούν
να πλανευτούν
σιωπηλά
όπως πάντα
κι αυτά
ατίθασα, αθώα μα ορμητικά
την κατέκλυσαν
σαν το τέλος
ή σαν την αρχή
μυστικά
όπως όλα τα σκιρτήματα του νου


flaming lips

 

 

άτιτλο

περπατάει και χάνεται
το μυαλό μου φταίει, μουρμουρίζει

το βλέμμα του πάντα στον ουρανό
η ψυχή μου φταίει, μουρμουρίζει

περπατάει και ηχεί
το ξύλινο πόδι μου φταίει, ουρλιάζει

μια μικρή ιστορία αγωνίας

Κάπως έτσι προσέγγιζε πάντα την ηλικία που ονόμαζε παιδική.
Την εξηγούσε με κινήσεις γρήγορες φαινομενικά χαρούμενες κι ανέμελες.
Κι οι ακροατές του!!
Aαα οι ακροατές του συμφωνούσαν και συμμετείχαν με πάθος και ενθουσιώδη χειροκροτήματα.
Κάποιοι φανατικοί έβγαζαν κι αλαλαγμούς γιατί πολύ αναπολούσαν την ηλικία της αθωότητας
που τους πούλαγε φθηνά κι απλόχερα κάθε βράδυ.
Κι όταν έπεφτε η αυλαία, κι όταν τα φώτα σβήναν και το θέατρο άδειαζε,
έβγαινε από μέσα του βαθύς, ο αναστεναγμός.
Μια ανακούφιση που αν γραφόταν με λέξεις θα έμοιαζε με το…
«τα κατάφερα κι απόψε! ξεγέλασα τη θλίψη»
κι οι υποψίες πως έχασε για πάντα την αθωότητα ή ακόμα χειρότερα, δεν την είχε ποτέ, κατακρημνίζονταν από τα θορυβώδη χειροκροτήματα κι άλλων χαμένων ψυχών. Έτσι δυνάμωνε και πορεύονταν και συνέχιζε, να ζει, να χαμογελά, να ξεγελά το χρόνο

μα όχι τα μάτια των παιδιών που φώναξαν δυνατά….»τι περιμένεις, κόψε τα σκοινιά»!

                                                                                                    

σ’ ένα τεντωμένο σκοινί με μια ομπρέλα

πάνω σε τεντωμένο σκοινί κρατώντας μια ομπρέλα
κάτω, σιωπή
μια υπόγεια σιωπή που καλεί προς τα κάτω πεισματικά
ηδονικά στιγμές στιγμές
μα το πείσμα μεταδίδεται αίφνης και γίνεται ζωή
κρατώ την ομπρέλα και τα πρώτα βήματα κάνω δειλά πάνω στο σκοινί
δεν φοβάμαι μα δειλιάζω μονάχα στην ιδέα της ικανοποίησης της ιδέας της πτώσης
προχωρώ σταθερά
σωπαίνω, σβήνω κάθε σκέψη και συγκεντρώνομαι στο πέρασμα του βήματος σε δράση
του βήματος σε ζωή, σε έλλειψη χειροκροτημάτων τέλους
σε έναρξη χειροκροτημάτων επιβίωσης, και τι κρίμα που χάνω την ισορροπία μου
και κει που ένα δυνατό αααααα ακούγεται ένα ααααα που προσμένει την πτώση αχόρταγα
βρίσκω ξανά την ισορροπία και συνεχίζω
πάνω στο τεντωμένο σκοινί κρατώντας μια ομπρέλα
σε πείσμα του ααααα, σε πείσμα του τέλους

κι είναι η μπάρα δυνατή για να στηρίξει ακόμη και τη ζαλισμένη μου συνείδηση
κι είναι η καρδιά μου ζωντανή για να μεταφέρει στο αχόρταγο πλήθος που προσμένει το τέλος
την απόλυτη …. ζωή


 whitescars


 

Κουρέλια και χρώματα

 Σαν ένα παλιό λασπωμένο κουρέλι που κανείς δεν ήθελε πια, έτσι έμοιαζε όπως ήταν κουλουριασμένος πάνω στο πεζοδρόμιο, γυμνός, ματωμένος, ένα κουβάρι όνειρα που μπλέχτηκαν πολύ κι έγιναν παρελθόν φθαρμένο και πεταμένο στο περιθώριο.

Πλησίασε το όνειρο μα δεν άγγιξε. Μια εκνευριστική συριστική φωνή ακούστηκε δυνατά πίσω μου, μα  η σκέψη ήταν μακριά σε σκοτεινές στοές αθανάτων, η ύλη εδώ να επιβεβαιώνει πως δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς κι εγώ, χαμένη στη μάζα που κάθε άλλο παρά ζωή κουβαλούσε μέσα της.

Στάθηκα για αρκετά λεπτά να κοιτάζω, ένιωσα έντονα την ανάγκη ν’ αγγίξω, μα η ανατριχιαστική κραυγή όμοια με ουρλιαχτό θηρίου μ’ έφερε ξανά στην πραγματικότητα.

Περπατούσα, υπνοβατούσα. Ακούμπησα απαλά τα κλειδιά στο τραπέζι και οδήγησα τα βήματά μου, αθόρυβα, στο εργαστήρι. Άπλωσα στο πάτωμα, με πολύ αργές κινήσεις, πολλά μέτρα καμβά δίχως τέλος γιατί δεν ήξερα ακόμη πού θα με οδηγούσε. Στα χέρια μου δυο μεγάλα μπουκάλια μπογιάς. Κόκκινο, μαύρο. Αυτά είν’ αρκετά, ψιθύρισα κι άπλωσα την ψυχή μου στον καμβά να αναπνεύσει, φωτιά, θάνατο, ζωή, ελπίδα, απελπισία, ομορφιά, ασκήμια, όνειρο και ξανά ζωή… Κι έπειτα σκόρπισα το σώμα μου κομμάτι κομμάτι μέχρι να ματώσει, ένα κουρέλι πάνω στο πεζοδρόμιο δίχως συγκεκριμένο σχήμα και μορφή.

Νύχτωνε, με το σώμα γέμιζα το πανί κόκκινες μνήμες, μαύρες σιωπές, λευκά όνειρα.

Νύχτωνε, με τα χέρια ανέμιζα λαθραίες φαντασιώσεις, με τα χείλη κλείδωνα τις ντροπές

Νύχτωνε….

Απόμεινα εκεί για μήνες, χρόνια, αιώνες.

 

 

 Silena      2011