Just another WordPress.com site

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Dante Alighieri : Πικρό ψωμί

.

.

Από τη «Θεία Κωμωδία»

.

θε να σου αποδείξω

τι πικρό είναι το ξένο το ψωμί

κι’ ακόμα

πώς σακατεύεται βαρειά

το γόνα

ν’ ανεβοκατεβαίνη ξένες σκάλες

.

D a n t e   A l i g h i e r i

Μτφρ. Ν ί κ ο ς  Ε γ γ ο ν ό π ο υ λ ο ς

 

Νίκου Εγγονόπουλου, Στην κοιλάδα με τους ροδώνες, Αθήνα, Ίκαρος 1978, σελ. 212.

.


Bertolt Brecht : Το φασισμό βαθιά κατάλαβέ τον


.

George Grosz : Pillars of Society

.

.

.

Ο φασισμός
 

Ο φασισμός δεν έρχεται απ’ το μέλλον
Καινούργιο τάχα κάτι να μας φέρει
Τι κρύβει μεσ’ τα δόντια του το ξέρω
Καθώς μου δίνει γελαστός το χέρι.

Οι ρίζες του το σύστημα αγκαλιάζουν
Και χάνονται βαθιά στα περασμένα
Οι μάσκες του με τον καιρό αλλάζουν
Μα όχι και το μίσος του για μένα.

Το φασισμό βαθιά κατάλαβέ τον
Δεν θα πεθάνει μόνος, τσάκισέ τον!

Ο φασισμός δεν έρχεται από μέρος
Που λούζεται στον ήλιο και στ’ αγέρι!
Το κουρασμένο βήμα του το ξέρω
Και την περίσσεια νιότη μας την ξέρει.

Μα πάλι θε ν’ απλώσει σαν χολέρα
Πατώντας πάνω στην ανεμελιά σου
και δίπλα σου [θα]  φτάσει κάποια μέρα
αν χάσεις τα ταξικά γυαλιά σου.

B e r t o l t   B r e c h t

.

Τη θαυμάσια  μετάφραση τη βρήκαμε στο ιστολόγιο:

http://www.alfavita.gr/poiisi/brect15.php

.


John Donne : Όταν απ’ τα χτυπήματα της περιφρόνησής σου …

.

.

Ο Βρυκόλακας

.

Όταν απ’ τα χτυπήματα της περιφρόνησής σου, κακούργα, θα παραδώσω την  ψυχή,

Συ θα πιστέψεις πως μ’ έχεις πια για καλά ξεφορτωθεί,

Και μένα και τα πείσματά μου.

Όμως τότε θάναι που θάρχεται η σκια μου να σε βασανίζη μέσα στο κρεββάτι,

Και θα σε βλέπη, ψεύτικια παρθένα, πεσμένη σε χειρότερη αγκαλιά.

Η καντήλα σου τα’ αργοπεθαίνη και θα τρεμοσβύνη,

Κι’ ο άντρας, όπου θα σε νέμεται, ξεθεωμένος,

Βάζοντας με νου του, αν τυχόν τονέ σκουντήσεις ή του δώσεις τσιμπιές για να ξυπνήση,

Πως ζητάς κι’ άλλο,

Θα καμωθή πως δεν σε κατάλαβε και θα γυρίση απ’ αλλού,

Κι’ εσύ, έρημη και σκότεινη, θα νοιώσης την εγκατάλειψή σου,

Κρύος ιδρώτας θα σε περιχύνη σαν τον κρύο τον υδράργυρο :

Μα την αλήθεια, συ θάσαι πιο πραγματικός βρυκόλακας απ’ ό,τι θάμαι γω.

Κι’ αυτά όπου φυλάγω για τότε να σου πω, δε σου τα λέω από σήμερα,

Μήπως και το σκεφής κι αλλάξης τρόπους. Τώρα όπου πια δε σ’ αγαπώ,

Τόχω καλλίτερο να σε δω κάποτες να λυώνης όλο πίκρα,

Παρά να χρεωστώ και το παραμικρό στις απειλές μου.

 

J o h n   D o n n e

Μτφρ. Ν ί κ ο ς  Εγ γ ο ν ό π ο υ λ ο ς

 

Νίκου Εγγονόπουλου, Στην κοιλάδα με τους ροδώνες, Αθήνα, Ίκαρος 1978, σελ. 208-09.

.

.

.

.

.


Jorge Luis Borges : Ένα ποίημα, τρεις μεταφράσεις

.

.

.

Everness

Sólo una cosa no hay. Es el olvido.
Dios, que salva el metal, salva la escoria
y cifra en su profética memoria
las lunas que serán y las que han sido

Ya todo está. Los miles de reflejos
que entre los dos crepúsculos del día
tu rostro fue dejando en los espejos
y los que irá dejando todavía.

Y todo es una parte del diverso
cristal de esa memoria, el universo;
no tienen fin sus arduos corredores

y las puertas se cierran a tu paso;
sólo del otro lado del ocaso
verás los Arquetipos y Esplendores.

J o r g e  L  u  i  s   B  o  r  g  e  s

 http://www.lamaquinadeltiempo.com/poemas/borges01.htm

.

Everness

One thing does not exist: Oblivion.
God saves the metal and the dross, his key
Ciphers in his prophetic memory
The moons to come, and moons of evenings gone.

All there: reflections in the looking-glass
-Between the two huge twilights of the day-
That your face has gone leaving where you pass,
And those it will go leaving on your way.

And everything is part of that diverse
Crystal of memory, the universe;
Unending are the mazes it engenders

Of doors that seal themselves as you walk through;
Only from sunset’s farther side shall you
Behold at last the Archetypes and Splendors.

Translated by   A.  Z.  F o r e m a n

(From Spanish)

http://poemsintranslation.blogspot.com/2011/01/borges-everness-from-spanish.html

.

Everness

Μονάχα ένα πράγμα δεν υπάρχει: η λησμονιά.
Ο Θεός που περισώζει το μέταλλο, σώζει και τη σκουριά
κι εναποθέτει στην προφητική του μνήμη
τα περασμένα μαζί και τα μελλούμενα φεγγάρια.

Τα πάντα έχουν κιόλας γίνει. Οι μυριάδες αντανακλάσεις
που σκόρπισε ανάμεσα στη χαραυγή και στο σούρουπο
το πρόσωπό σου πάνω στους καθρέφτες
καθώς κι αυτές που ακόμα μέλλει ν’ αφήσει.

Κι όλα αυτά είναι μέρος του πολύμορφου κρυστάλλου
τούτης της μνήμης – του σύμπαντος,
δεν έχουν τέλος οι πολυδαίδαλοι διάδρομοι

κι οι πόρτες κλείνουν μόλις τις περάσεις,
μονάχα από την άλλη μεριά του δειλινού
θ’ αντικρίσεις τα Αρχέτυπα και τις Λάμψεις.

Mτφρ.  Δ η μ ή τ ρ η ς  Κ α λ ο κ ύ ρ η ς

http://poihshkaipoihtes.blogspot.com/2012/02/everness.html

.

Everness

Μόνο  ένα πράγμα δεν υπάρχει: Η λησμονιά.
Σώζει το μέταλλο, σώζει και τη σκουριά ο Θεός
και στην προφητική του μνήμη εναποθέτει Αυτός
τα παλαιά φεγγάρια μαζί με τα μελλοντικά.

Όλα είν’ εδώ:   Είδωλα  μυριάδες
που απ’ την  αυγή ώς το  σούρουπο   θ’ αφήσει
το πρόσωπό σου   στους καθρέφτες
κι αυτά που ακόμα μέλλει να  σκορπίσει.

Κι  είν’ όλα τούτα μέρος  του πολύμορφου  παντός
και του κρυστάλλου αυτής της μνήμης– του σύμπαντος∙
τους  πολυδαίδαλους διαδρόμους δε θα τους εξαντλήσεις

κλείνουν οι πόρτες μόλις τις περάσεις∙
μόνο  απ’ την άλλη τη μεριά του δειλινού σαν φτάσεις
τους Αρχετύπους  και τις Λάμψεις θ’ αντικρίσεις.

Μτφρ.  Σ π ύ ρ o ς   Η λ ι ό π ο υ λ ο ς   2012

(Μετάφραση από τα ισπανικά*)

*Με την πολύτιμη συνεργασία της Ξένιας Κακάκη

.



Bertolt Brecht : δια το έθνος απειλή ολεθρία

.

.

.

Αυτή η ανεργία!

.

Κύριοι συνάδελφοι, η ανεργία

πρόβλημα είναι ακανθώδες.

Εφ’ ω και είναι ευκαιρία

το Συμβούλιόν μας το εργώδες

να της αφιερώση μίαν …  συζήτησιν

εφ’ όσον η εργασία δεν έχει ζήτησιν.

Διότι είναι καθαρά θεομηνία

δια το έθνος η ανεργία.

 

Αίνιγμα αποτελεί  δια πάντα τίμιον

πολίτην και υγιώς σκεπτόμενον

της ανεργίας το φαινόμενον.

Και επιπλέον, εξόχως επιζήμιον.

Κύριοι, οι καιροί ου μενετοί!

Θα απετέλει δε αδυναμίαν μας θανάσιμον,

εάν ημείς, του έθνους οι εκλεκτοί,

δεν εύρωμεν μίαν δικαιολογίαν βάσιμον,

 

και την εμπιστοσύνην ούτω χάσωμεν

του λαού, ήτις μας είναι λίαν χρήσιμος.

Πρέπει, λοιπόν, δεόντως ν’ αντιδράσωμεν.

Διότι θα είναι συμφορά μοιραία και κρίσιμος

εάν κρούσματα κοινωνικής έχωμεν αναταραχής,

ενώ ευρισκόμεθα επί ξηρού ακμής!

Θα ήτο δια το έθνος απειλή ολεθρία,

που το μαστίζει τόση ανεργία!

 

Δεν συμφωνείτε, κύριοί μου;

Το συμφερότερον, κατά την άποψίν μου,

είναι ν’ αποφασίσωμεν ότι το πρόβλημα ελύθη,

και να το παραδώσωμεν στη λήθη.

 

           Την άποψή σας να τη βράσουμε! Η ανεργία,

           πληγή και παιδεμός του τόπου,

           θα λείψει μοναχά τη μέρα όπου

           θα μπείτε  ε σ ε ί ς  στην ανεργία!

.

B e r t o l t  B r e c h t

Μετάφραση : Μ ά ρ ι ο ς  Π λ ω ρ ί τ η ς

.

 Bertolt  Brecht, Ποιήματα, μτφρ. Μάριου Πλωρίτη, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, 2000, σελ. 31.

.


Jorge Luis Borges : Ξέρω πως μέσα στις σκιές παραμονεύει ο Άλλος

.

.

.

Ο Λαβύρινθος

 

Ο Δίας ο ίδιος δε θα μπορούσε να ξεμπλέξει

τα δίχτυα αυτά της πέτρας που με ζώνουν.

Λησμόνησα τους άντρες που προϋπήρξα∙

τη  μισητή των μονότονων τοίχων διαδρομή ακολουθώ,

που  ‘ναι η μοίρα μου. Στοές ευθείες

που καμπυλώνουνε κρυφά φτιάχνοντας κύκλους μυστικούς

στην εσχατιά του χρόνου.

Στηθαία σημαδεμένα απ’  του χρόνου το αποτύπωμα.

Στην ωχρή σκόνη επάνω αποκρυπτογραφώ

τα ίχνη που φοβάμαι.

Μές στις κοιλότητες ο εσπερινός αέρας

φέρνει ξέπνοο ένα μουγκρητό

ή την ηχώ ενός μουγκρητού απελπισμένου.

Ξέρω πως μέσα στις σκιές παραμονεύει ο Άλλος, που ή μοίρα του προστάζει

να βάλει τέρμα στις μεγάλες μοναξιές που υφαίνει και ξυφαίνει αυτός ο Άδης,

να λαχταράει το αίμα μου και να τραφεί απ’ το θάνατό μου.

Γυρεύουμε ο ένας τον άλλο. Ας ήτανε ετούτη εδώ

η τελευταία της προσμονής μας μέρα.

.

J o r g e   L u i s   B o r g e s

Απόδοση : Γ ι ώ ρ γ ο ς  Τ ρ ί γ κ α ς

.

.


Αζίζ Νεσίν : … σσσς…

Η σημερινή ανάρτηση είναι ιδέα της καλής φίλης του ιστολογίου melita. Την ευχαριστούμε.

.


.

.

Σώπα, μη μιλάς!

Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή
κόψ’ τη φωνή σου
σώπασε επιτέλους
κι αν ο λόγος είναι αργυρός
η σιωπή είναι χρυσός.

Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί
έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα μου λέγανε:
«σώπα».

Στο σχολείο μού κρύψαν την αλήθεια τη μισή,
μου λέγανε :»εσένα τι σε νοιάζει; Σώπα!»

Με φιλούσε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα και μου λέγανε:
«κοίτα μην πεις τίποτα, σσσς … σώπα!»

Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε.
Και αυτό βάσταξε μέχρι τα είκοσί μου χρόνια.

Ο λόγος του μεγάλου
η σιωπή του μικρού.

Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο,
«Τί σε νοιάζει εσένα;», μου λέγανε,
«θα βρεις το μπελά σου, σώπα».

Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι
«Μη χώνεις τη μύτη σου παντού,
κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, σώπα».

Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά,
η γυναίκα μου ήταν τίμια κι εργατική και
ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή , που της έλεγε «Σώπα».

Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε :
«Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα».
Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμίες ζηλευτές,
με τους γείτονες, μας ένωνε, όμως, το Σώπα.

Σώπα ο ένας, σώπα ο άλλος, σώπα οι επάνω, σώπα οι κάτω,
σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσα μας.
Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Φτιάξαμε το σύλλογο του «Σώπα»
και μαζευτήκαμε πολλοί
μία πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη, αλλά μουγκή!

Πετύχαμε πολλά, φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα,
τα πάντα κι όλα πολύ.
Εύκολα , μόνο με το Σώπα.
Μεγάλη τέχνη αυτό το «Σώπα».

Μάθε το στη γυναίκα σου, στο παιδί σου, στην πεθερά σου
κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσα σου
και κάν’ την να σωπάσει.
Κόψ’ την σύρριζα.
Πέτα την στα σκυλιά.
Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.

Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες, τύψεις κι αμφιβολίες.
Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις από το βραχνά να μιλάς,
χωρίς να μιλάς να λες «έχετε δίκιο, είμαι σαν κι εσάς»
Αχ! Πόσο θα ‘θελα να μιλήσω ο κερατάς.

Και δεν θα μιλάς,
θα γίνεις φαφλατάς,
θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς .

Κόψε τη γλώσσα σου, κόψ’ την αμέσως.
Δεν έχεις περιθώρια.
Γίνε μουγκός.
Αφού δε θα μιλήσεις, καλύτερα να το τολμήσεις. Κόψε τη γλώσσα σου.

Για να είσαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου
ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσα μου,
γιατί νομίζω πως θα ’ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω
και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο,
με έναν ψίθυρο, με ένα τραύλισμα, με μια κραυγή που θα μου λέει:
ΜΙΛΑ!….

.

A z i z  N e s i n  (1915 – 1995)

Από : http://annamaria285blogspotcom.blogspot.com/2007/11/blog-post_08.html

.

.


Μπέρτολτ Μπρεχτ : «Ναι» σε όλα !

.

.


.

Από τη

Μπαλάντα για την  Έγκριση  του Κόσμου

.

Δεν είμαι άδικος, μα ούτε και τολμηρός.
Και να που, σήμερα. μου δείξανε τον κόσμο τους.
Μόνο το ματωμένο δάχτυλό τους είδα μπρός.
Και είπα ευθύς: «Μ’ αρέσει ο νόμος τους».

Τον κόσμο αντίκρισα μεσ’ απ’ τα ρόπαλά τους.
Στάθηκα κι είδα, ολημερίς, με προσοχή.
Είδα χασάπηδες που ήταν ξεφτέρια στη δουλειά τους.
Και σαν με ρώτησαν «Σε διασκεδάζει;», είπα: «Πολύ!»

Κι από την ώρα εκείνη, λέω «Ναι» σε όλα.
Κάλλιο δειλός, παρά νεκρός να μείνω.
Για να μη με τυλίξουνε σε καμιά κόλλα,
ό,τι κανένας δεν εγκρίνει, το εγκρίνω.

 ……………………………………………………..

Φονιάδες είδα, κι είδα πλήθος θύματα.
Μου λείπει θάρρος, μα όχι και συμπόνια.
Και φώναξα, βλέποντας τόσα μνήματα:
«Καλά τους κάνουν — για του έθνους την ομόνοια!»

Να φτάνουν είδα δολοφόνων στρατιές
κι ήθελα να φωνάξω: «Σταματήστε!»
Μα ξέροντας πως κρυφοκοίταζε ο χαφιές,
μ’ άκουσα να φωνάζω: «Ζήτω! Προχωρήστε!»

Δεν μου αρέσει η φτήνια κι η κακομοιριά.
Γι’ αυτό κι έχει στερέψει η έμπνευσή μου.
Αλλά στου βρώμικού σας κόσμου τη βρωμιά
ταιριάζει, βέβαια — το ξέρω —  κι η έγκρισή μου.

1930

B e r t o l t   B r e c h t    (1898 -1956)     

Μετάφραση : Μ ά ρ ι ο ς    Π λ ω ρ ί τ η ς

Από : Bertolt Brecht,  Ποιήματα, Αθήνα, Εκδόσεις Θεμέλιο, ε΄ έκδοση, 2000,  σελ. 32-33

.


Ένας ζωγράφος, ένας ποιητής : Μπρέγκελ και Ώντεν

.

.

Pieter Bruegel the Elder : Landscape with the Fall of Icarus

.

.

Musée  des Beaux Arts

.

Ποτέ δεν κάναν λάθος οι Παλιοί Τεχνίτες
Πάνω στον ανθρώπινο πόνο :  πώς την καταλαβαίναν
Τη θέση του στη ζωή∙ πως έρχεται να μας εύρει
Καθώς τρώει ο άλλος ή ανοίγει ένα παράθυρο ή ακόμη περπατά βαριεστημένος∙
Πως, όταν  οι γέροντες με πάθος, με κατάνυξη προσμένουν
Το θαύμα της γέννησης, πρέπει πάντα να υπάρχουν παιδάκια
Που δεν πολυγυρεύουν να γίνει τέτοιο πράγμα, πατινάροντας
Σε μια δεξαμενή στην άκρη του δάσους.
Ποτέ δεν ξέχασαν πως ακόμη
Και το φριχτό μαρτύριο πρέπει να πάει το δρόμο του
Οπωσδήποτε σε μια γωνιά, σε κάποιον ανοικοκύρευτο τόπο
Όπου οι σκύλοι συνεχίζουν τη σκυλίσια ζωή τους και τ’ άλογο του βασανιστή
Ξύνει τ’ αθώα του καπούλια σ’ ένα δέντρο.

Στον Ίκαρο του  Μπρέγκελ λόγου χάρη : πώς καθετί γυρνά τη ράχη
Πολύ νωθρά στον όλεθρο∙ μπορεί ο ζευγάς
Ν’ άκουσε την πλαταγή στη θάλασσα, την έκθετη κραυγή,
Όμως γι’ αυτόν δεν ήταν σπουδαίο ατύχημα∙ κι ήλιος τη δουλειά του
Έλαμπε στα πόδια τ’ άσπρα που βούλιαζαν στο πράσινο
Νερό∙ και τ’ αλαφρύ δαπανηρό καράβι που είδε ασφαλώς
Κάτι εκπληχτικό, τ’ αγόρι που έπεφτε απ’ τον ουρανό,
Έπρεπε κάπου να φτάσει κι αμέριμνο τράβηξε ανοιχτά.

W.  H.  A u d e n  (1907 –  1973)      

Δεκέμβρης 1938       

Μετάφραση: Γ ι ώ ρ γ ο ς  Σ ε φ έ ρ η ς

Γιώργος Σεφέρης, Αντιγραφές, Αθήνα, Ίκαρος, 2η έκδοση, 1978, σελ. 128-129.

.

.


Κάρολος Κρο : Για να οργίζονται οι σπουδαίοι, να γελάνε τα παιδιά

.


.

Le Hareng Saur

Il était un grand mur blanc – nu, nu, nu,
Contre le mur une échelle – haute, haute, haute,
Et, par terre, un hareng saur – sec, sec, sec.

Il vient, tenant dans ses mains – sales, sales, sales,
Un marteau lourd, un grand clou – pointu, pointu, pointu,
Un peloton de ficelle – gros, gros, gros.

Alors il monte à l’échelle – haute, haute, haute,
Et plante le clou pointu – toc, toc, toc,
Tout en haut du grand mur blanc – nu, nu, nu.

Il laisse aller le marteau – qui tombe, qui tombe, qui tombe,
Attache au clou la ficelle – longue, longue, longue,
Et, au bout, le hareng saur – sec, sec, sec.

Il redescend de l’échelle – haute, haute, haute,
L’emporte avec le marteau – lourd, lourd, lourd,
Et puis, il s’en va ailleurs – loin, loin, loin.

Et, depuis, le hareng saur – sec, sec, sec,
Au bout de cette ficelle – longue, longue, longue,
Très lentement se balance – toujours, toujours, toujours.

J’ai composé cette histoire – simple, simple, simple,
Pour mettre en fureur les gens – graves, graves, graves,
Et amuser les enfants – petits, petits, petits.

C h a r l e s   C r o s  ( 1842 – 1888)

http://clpav.fr/poemes-audio/plume-hareng.htm

.

Η παστή ρέγγα

Ήταν ένας άσπρος τοίχος — γυμνός, γυμνός, γυμνός.
Μια ανεμόσκαλα στον τοίχο — αψηλή, ψηλή, ψηλή.
Καταγής μια παστή ρέγγα — ξερή, ξερή, ξερή.

Έρχεται∙ Κρατά στα χέρια —τα λερά, λερά, λερά
Βαρύ σφυρί, μέγα καρφί —μυτερό, τερό, τερό
Και μια κουβαρίστρα σπάγκο —χοντρή, χοντρή, χοντρή.

Ανεβαίνει ευτύς τη σκάλα — την ψηλή, ψηλή, ψηλή
Και καρφώνει το καρφί — ντουκ, ντουκ, ντουκ
Αψηλά στον άσπρο τοίχο — το γυμνό, γυμνό, γυμνό.

Τότε αφήνει στο σφυρί — που πέφτει, πέφτει, πέφτει,
Δένει στο καρφί το σπάγκο — τον μακρύ, μακρύ, μακρύ
Και στην άκρη του τη ρέγγα — την ξερή, ξερή, ξερή.

Κατεβαίνει από τη σκάλα —την ψηλή, ψηλή, ψηλή,
παίρνει αυτή και το σφυρί — το βαρύ, βαρύ, βαρύ
και πάει γυρεύοντας αλλού — πέρα, πέρα, πέρα.

Κι παστή ρέγγα από τότε — ξερή, ξερή, ξερή
Απ’ του σπάγκου αυτού το τέλος — του μακρού, μακρού, μακρού
Πάντα πολύ αργά κουνιέται — πάντα, πάντα, πάντα.

Σύνθεσα ένα τέτοιο μύθο — απλόν, απλόν, απλόν
Για να οργίζονται οι ανθρώποι — οι σπουδαίοι, σπουδαίοι, σπουδαίοι,
Να γελάνε τα παιδιά — τα μικρά, μικρά, μικρά.

Μετάφραση : Γ ι ώ ρ γ ο ς  Σ ε φ έ ρ η ς

Γιώργος Σεφέρης, Αντιγραφές, Αθήνα, Ίκαρος, 2η έκδοση, 1978, σελ. 177-178.

.

The Smoked Herring

Once upon a time there was a big white wall — bare, bare, bare,
Against the wall there stood a ladder — high, high, high,
And on the ground a smoked herring — dry, dry, dry,

He comes, holding in his hands — dirty, dirty, dirty,
A heavy hammer and a big nail — sharp, sharp, sharp,
A ball of string — big, big, big,

Then he climbs the ladder — high, high, high,
And drives the sharp nail — tock, tock, tock,
Way up on the big white wall — bare, bare, bare,

He drops the hammer — down, down, down,
To the nail he fastens a string — long, long, long,
And, at the end, the smoked herring — dry, dry, dry,

He comes down the ladder — high, high, high,
He picks up the hammer — heavy, heavy, heavy,
And goes off somewhere — far, far, far,

And ever afterwards the smoked herring — dry, dry, dry,
At the end of that string — long, long, long,
Very slowly sways — forever and ever and ever.

I made up this story — silly, silly, silly,
To infuriate the squares — solemn, solemn, solemn,
And to amuse the children — little, little, little.

— Μετάφραση : K  e n n e t h  R e x r o t h

http://www.bopsecrets.org/rexroth/translations/french.htm

.


.

.

.

.


Ezra Pound : Ένα μικρό καπνοπουλειό

.

.

The Lake Isle

.

O GOD, O Venus, O Mercury, patron of thieves,

Give me in due time, I beseech you, a little tobacco-shop,

With the little bright boxes

          piled up neatly upon the shelves

And the loose fragrant cavendish

          and the shag,

And the bright Virginia

          loose under the bright glass cases,

And a pair of scales not too greasy,

And the whores dropping in for a word or two in passing,

For a flip word, and to tidy their hair a bit.

.

O God, O Venus, O Mercury, patron of thieves,

Lend me a little tobacco-shop,

          or install me in any profession

Save this damn’d profession of writing,

          where one needs one’s brains all the time.

.

— E z r a   P o u n d  (1885-1972)

http://theotherpages.org/poems/pound01.html

.

.

Το νησί στη λίμνη

.

Θεέ μου, Αφροδίτη, Ερμή, πάτρωνα του κλέφτη,

Δώστε μου, σας θερμοπαρακαλώ, ένα μικρό καπνοπουλειό, σαν το θελήστε,

Με τα μικρά στιλπνά κουτιά

στοιβαγμένα ταχτικά στα ράφια

Και τον ανάριο μυρωδάτο ταμπάκο

και το τουμπεκί,

Και το ξανθό Βερτζίνια,

 χύμα κάτω απ’ το τζάμι που γυαλίζει,

Και μιαν όχι και τόσο λαδωμένη ζυγαριά,

Και τα πουτανάκια σταματώντας στο πέρασμα για καμιά κουβέντα,

Να πούνε το λογάκι τους, και να φτιάξουν τα μαλλάκια τους μια στάλα.

.

Θεέ μου, Αφροδίτη, Ερμή, πάτρωνα του κλέφτη,

Δανείστε μου ένα μικρό καπνοπουλειό,

 ή στρώστε με σ’ όποιο επάγγελμα

Εχτός από το κερατένιο τούτο επάγγελμα του λογοτέχνη,

που όλη την ώρα σου ζητά νά ‘χεις μυαλό

1916

— Μετάφραση :  Γ ι ώ ρ γ ο ς   Σ ε φ έ ρ η ς

Γιώργος Σεφέρης, Αντιγραφές, Αθήνα, Ίκαρος, 2η έκδοση, 1978, σελ. 51.

.

.

.

Το νησί στη λίμνη

.

Θεέ μου, Αφροδίτη, Ερμή, προστάτη των κλεφτών,
Δώστε μου, σας παρακαλώ πολύ, εν ώρα ανάγκης, ένα μικρό καπνοπωλείο,

Με τα γυαλιστερά κουτάκια
στιβαγμένα τακτικά στα ράφια

Και τον ανάριο, μυρωδάτο καπνό
και το σέρτικο

Και τον ξανθό Βιρτζίνια
σκόρπιο κάτω από τις γυαλιστερές, γυάλινες βιτρίνες,

Και μια όχι και τόσο λιγδιασμένη ζυγαριά

Και τα τσουλάκια να μπουκέρνουν για καναδυό κουβέντες του
ποδαριού,

Να πούνε την παρόλα τους και να σιάξουν λίγο τα μαλλιά τους.

Θεέ μου, Αφροδίτη, Ερμή, προστάτη των κλεφτών,

Δανείστε μου ένα μικρό καπνοπωλείο
ή στρώστε με σε κάποιο, τέλος πάντων, επάγγελμα

Μακριά από το κερατένιο τούτο επάγγελμα του λογοτέχνη
που πρέπει να’ χεις πάντα τα μυαλά σου τετρακόσια.

.

— Μετάφραση : Τ ά σ ο ς   Κ ό ρ φ η ς

Πηγή για τη μετάφραση του Κόρφη:

http://poihshkaipoihtes.blogspot.com/2010/02/blog-post_6398.html

.


Σαρλ Μπωντλαίρ : Μελαγχολία ~ Spleen (III)

Ζωγραφική : Boleslas Biegas

.

Spleen

Quand le ciel bas et lourd pèse comme un couvercle
Sur l’esprit gémissant en proie aux longs ennuis,
Et que de l’horizon embrassant tout le cercle
II nous verse un jour noir plus triste que les nuits;

.
Quand la terre est changée en un cachot humide,
Où l’Espérance, comme une chauve-souris,
S’en va battant les murs de son aile timide
Et se cognant la tête à des plafonds pourris;

.
Quand la pluie étalant ses immenses traînées
D’une vaste prison imite les barreaux,
Et qu’un peuple muet d’infâmes araignées
Vient tendre ses filets au fond de nos cerveaux,

.
Des cloches tout à coup sautent avec furie
Et lancent vers le ciel un affreux hurlement,
Ainsi que des esprits errants et sans patrie
Qui se mettent à geindre opiniâtrement.

.
— Et de longs corbillards, sans tambours ni musique,
Défilent lentement dans mon âme; l’Espoir,
Vaincu, pleure, et l’Angoisse atroce, despotique,
Sur mon crâne incliné plante son drapeau noir.

— C h a r l e s   B a u d e l a i r e

Πρωτότυπο από:
http://fleursdumal.org/poem/161

.

Spleen

Είμαι σαν κάποιο βασιλιά σε μια σκοτεινή χώρα,
πλούσιον, αλλά χωρίς ισχύ, νέον, αλλά από τώρα
γέρο, που τους παιδαγωγούς φεύγει, περιφρονεί,
και την ανία του να διώξει ματαιοπονεί

.
μ’ όσες μπαλάντες απαγγέλλει ο γελωτοποιός του.
Τίποτε δε φαιδρύνει πια το μέτωπο του αρρώστου,
ούτε οι κυρίες ημίγυμνες, που είν’ έτοιμες να πουν,
αν το θελήσει, πως πολύ πολύ τον αγαπούν,

.
ούτε η αγέλη των σκυλιών, οι ιέρακες, το κυνήγι,
ούτε ο λαός. Προστρέχοντας, η πόρτα όταν ανοίγει.
Γίνεται μνήμα το βαρύ κρεβάτι του, κι αυτός,
χωρίς ένα χαμόγελο, σέρνεται σκελετός.

.
Χρυσάφι κι αν του φτιάχνουν οι σοφοί, δε θα μπορέσουν
το σαπισμένο τού είναι του στοιχείο ν’ αφαιρέσουν,
και με τα αιμάτινα λουτρά, τέχνη ρωμαϊκή,
ιδιοτροπία των ισχυρών τότε γεροντική,
να δώσουνε θερμότητα σ’ αυτό το πτώμα που έχει
μόνο της Λήθης το νερό στις φλέβες του και τρέχει.

— Μετάφραση: Κ ώ σ τ α ς   Κ α ρ υ ω τ ά κ η ς

.

Spleen

Είμαι σαν ένας βασιλιάς σε βροχερό ένα μέρος,
πλούσιος μα χωρίς δύναμη, νιός κι όμως πολύ γέρος,
που στους σοφούς του αδιάφορος που σκύφτουνε μπροστά του,
πλήττει με τα γεράκια του, τ’ άλογα, τα σκυλιά του.
Κυνήγι, ζώα, τίποτα πια αυτόν δεν τον φαιδρύνει,
ούτε ο λαός του που μπροστά στ’ ανάκτορα του φθίνει.

Μα και τ’ αστεία που ο τρελός παλιάτσος κάνει εμπρός του,
δε διώχνουν τη βαρυθυμιά του άκαρδου αυτού αρρώστου•
τάφο την κλίνη του θαρρεί, που ‘χει κρινένιαν άρμα
κ’ οι αυλικές που βασιλιά σαν δουν τον βρίσκουν χάρμα,
δεν ξέρουν πια με τι άσεμνες στολές να φιγουράρουν,
ίσως απ’ το κουφάρι αυτό χαμόγελο ένα πάρουν.

Κι ο αλχημιστής όπου μπορεί χρυσάφι να του κάνει,
δεν μπόρεσε από μέσα του το μαρασμό να βγάνει,
κι ούτε μες τα αιμάτινα ρωμαϊκά λουτρά,
που τα θυμούνται οι άρχοντες πάνω στα γερατιά,
δεν μπόρεσε το πτώμα αυτό το ηλίθιο ν’ αναστήσει,
που αντίς για αίμα μέσα του, της Λήθης τρέχει η βρύση.

—Μετάφραση: Γ ι ώ ρ γ η ς   Σ η μ η ρ ι ώ τ η ς

.

Spleen

Είμαι σαν ένας βασιλιάς σε ομιχλώδη χώρα
βαθύπλουτος μ’ ανίσχυρος και γερασμένος πρόωρα
που αηδιάζει με των αυλικών του τα παιχνίδια
βαριέται γάτες και σκυλιά και τ’ άλλα κατοικίδια

ούτε τραγούδι ή γιορτή το πνεύμα χαλαρώνει
ούτ’ ο λαός του που πεθαίνει αντίκρυ απ’ το μπαλκόνι
στ’ αγαπημένου του τρελού την πρόστυχη μπαλάντα
το μέτωπο του δεν γελά σκληρό και γκρίζο πάντα

τάφος το απέραντό του γίνεται κρεβάτι
ενώ οι πουτάνες της αυλής του κλείνουνε το μάτι
Ο άγγελος του δεν μπορεί παρ’ όλη τη σοφία
να βγάλει απ’ το είναι του την χαλασμένη ουσία

κι αυτά τα αιμάτινα λουτρά γνωστά μας απ’ τη Ρώμη
που στα στερνά του οι ισχυροί θυμούνται τώρα ακόμη
δεν το γιατρεύουν το κορμί του ηλίθιου τούτου άρρωστου
που αντί για αίμα ένα νερό πράσινο τρέχει εντός του

— Μετάφραση : Ν ί κ ο ς   Φ ω κ ά ς

Οι  ελληνικές μεταφράσεις από το ιστολόγιο του Νίκου Σαραντάκου:
http://www.sarantakos.com/language/par-spleen.html

.

Spleen

I’m like the King of some damp, rainy clime,
Grown impotent and old before my time,
Who scorns the bows and scrapings of his teachers
And bores himself with hounds and all such creatures.
Naught can amuse him, falcon, steed, or chase:
No, not the mortal plight of his whole race
Dying before his balcony. The tune,
Sung to this tyrant by his pet buffoon,
Irks him. His couch seems far more like a grave.
Even the girls, for whom all kings seem brave,
Can think no toilet up, nor shameless rig,
To draw a smirk from this funereal prig.
The sage who makes him gold, could never find
The baser element that rots his mind.
Even those blood-baths the old Romans knew
And later thugs have imitated too,
Can’t warm this skeleton to deeds of slaughter,
Whose only blood is Lethe’s cold, green water.

—Trans.  R o y   C a m p b e l l

.

When the Low, Heavy Sky

When the low, heavy sky weighs like the giant lid
Of a great pot upon the spirit crushed by care,
And from the whole horizon encircling us is shed
A day blacker than night, and thicker with despair;

.
When Earth becomes a dungeon, where the timid bat
Called Confidence, against the damp and slippery walls
Goes beating his blind wings, goes feebly bumping at
The rotted, moldy ceiling, and the plaster falls;

.
When, dark and dropping straight, the long lines of the rain
Like prison-bars outside the window cage us in;
And silently, about the caught and helpless brain,
We feel the spider walk, and test the web, and spin;

.
Then all the bells at once ring out in furious clang,
Bombarding heaven with howling, horrible to hear,
Like lost and wandering souls, that whine in shrill harangue
Their obstinate complaints to an unlistening ear.

.
— And a long line of hearses, with neither dirge nor drums,
Begins to cross my soul. Weeping, with steps that lag,
Hope walks in chains; and Anguish, after long wars, becomes
Tyrant at last, and plants on me his inky flag.

.
— Trans. E d n a   S t.  V i n c e n t   M i l l a y

Οι αγγλικές μεταφράσεις από:
http://fleursdumal.org/poem/161


Τζον Κητς : Η ωραία κι άπονη κυρά

.

Frank Dicksee : La belle dame sans merci

.

La Belle Dame Sans Merci

A Ballad

I.

O what can ail thee, knight-at-arms,
Alone and palely loitering?
The sedge has wither’d from the lake,
And no birds sing.

II.

O what can ail thee, knight-at-arms!
So haggard and so woe-begone?
The squirrel’s granary is full,
And the harvest’s done.

III.

I see a lily on thy brow
With anguish moist and fever dew,
And on thy cheeks a fading rose
Fast withereth too.

IV.

I met a lady in the meads,
Full beautiful—a faery’s child,
Her hair was long, her foot was light,
And her eyes were wild.

V.

I made a garland for her head,
And bracelets too, and fragrant zone;
She look’d at me as she did love,
And made sweet moan.

VI.

I set her on my pacing steed,
And nothing else saw all day long,
For sidelong would she bend, and sing
A faery’s song.

VII.

She found me roots of relish sweet,
And honey wild, and manna dew,
And sure in language strange she said—
“I love thee true.”

VIII.

She took me to her elfin grot,
And there she wept, and sigh’d fill sore,
And there I shut her wild wild eyes
With kisses four.

IX.

And there she lulled me asleep,
And there I dream’d—Ah! woe betide!
The latest dream I ever dream’d
On the cold hill’s side.

X.

I saw pale kings and princes too,
Pale warriors, death-pale were they all;
They cried—“La Belle Dame sans Merci
Hath thee in thrall!”

XI.

I saw their starved lips in the gloam,
With horrid warning gaped wide,
And I awoke and found me here,
On the cold hill’s side.

XII.

And this is why I sojourn here,
Alone and palely loitering,
Though the sedge is wither’d from the lake,
And no birds sing.

.

Arthur Hughes : La belle dame sans merci

.

 La belle dame sans merci

Ω καβαλλιέρε εσύ χλωμέ,
Μόνος τι νάχεις και γυρνάς;
Για κοίταξε, μαράθηκαν
Της λίμνης τα χορτάρια
Και τα πουλιά δεν κελαϊδούν.
Πώς είσαι τόσο σκυθρωπός
Κι αφανισμένος απ’ τη λύπη;
Γεμίσαν οι κρυψώνες
Των ήσκιουρων σιτάρι
Κι ο θερισμός ετέλειωσε.
Στο μέτωπό σου βλέπω υγρό,
Με τη δροσιά του πυρετού
Της αγωνίας το κρίνο,
Και βλέπω πως θα ξεραθή
Στα μάγουλά σου απάνου
Το τριαντάφυλλο, που αχνό
Μαραίνεται ολοένα.
Μες τα λιβάδια αντάμωσα
Μια ωραία, πολύ ωραία,
Την κόρη κάποιας μάγισσας,
Είχεν ολόμαυρα μαλλιά
Κι αέρινα τα πόδια
Κι είχε δυο μάτια μαγικά.
Κι εγώ λουλούδια εταίριαξα
Στεφάνι των μαλλιώ της,
Βραχιόλι της ανθόπλεξα
Κι ευωδιαστή μια ζώνη
Κι έστρεψε και με κοίταξε
Και σαν να μ’ αγαπούσε
Μου στέναξε γλυκά.
Στο γοργονάλαφρο άτι μου
Την έβαλα καβάλλα
Και τίποτε περσότερο
Δεν είδα όλη τη μέρα,
Γιατί γυρνούσε αντίπλευρα,
Και τραγουδούσε μόνον
Ένα τραγούδι μαγικό.
Ρίζες στερνά μου μάζευε
Γλυκύτατες στη γέψη,
Και μέλι μου έφερνε άγριο,
Και σε μια γλώσσα αλλόκοτη,
Μώλεε (πιστεύω), σ’ αγαπώ.
Στη μαγική μ’ οδήγησε
Σπηλιά της, και με πόνο
Σε κλάψες αναλύθηκε
Και στεναγμούς, κι εγώ
Με τέσσαρα φιλήματα
Της σφάλισα τα μάτια.
Κι εκείνη μ’ αποκοίμησεν
Εκεί, κι αλλοίμονό μου!
Νειρεύτηκα, κι ήταν αυτό,
Το τελευταίο μου όνειρο,
Στου κρύου λόφου το πλευρό.
Χλωμούς ρηγάδες γύρω μου,
Χλωμά βασιλοπαίδια,
Χλωμούς καθώς ο θάνατος
Είδα πολεμιστάδες,
Να μου φωνάζουν: η άπονη
Σ’ έχει πιασμένο σκλάβο.-
Τα πεθαμένα χείλη τους
Τάβλεπα στο σκοτάδι
Με αυτό το απαίσιο μήνυμα
Ν’ ανοίγουνε πλατειά,
Και ξύπνησα και βρέθηκα
Στου κρύου λόφου την πλαγιά.
Γι’ αυτό γυρνώ τώρα χλωμός
Και μόνος, μολονόπου
Της λίμνης εμαράθηκαν
Τα χόρτα, και στα δέντρα
Δεν κελαϊδούν πουλιά.

J o h n   K e a t s  ( 1795 — 1821 )

John Keats, «La belle dame sans merci», στον τόμο:

Μιλτιάδης Μαλακάσης, Ποιήματα, Αθήνα, εκδ. Ι. Ν. Σιδέρη, χ.χ., σελ. 114-117.

Εδώ από:
http://christosb.blogspot.com/2006/05/blog-post.html

.

Frank Cadogan Cowper : La belle dame sans merci



.


John Keats – Charles Villiers Stanford

.

.


Έδγαρ Άλλαν Πόε : Κάποια ολότρεμη ευφροσύνη

.

.

The Lake

In spring of youth it was my lot
To haunt of the wide world a spot
The which I could not love the less–
So lovely was the loneliness
Of a wild lake, with black rock bound,
And the tall pines that towered around.

But when the Night had thrown her pall
Upon that spot, as upon all,
And the mystic wind went by
Murmuring in melody–
Then–ah then I would awake
To the terror of the lone lake.

Yet that terror was not fright,
But a tremulous delight–
A feeling not the jewelled mine
Could teach or bribe me to define–
Nor Love–although the Love were thine.

Death was in that poisonous wave,
And in its gulf a fitting grave
For him who thence could solace bring
To his lone imagining–
Whose solitary soul could make
An Eden of that dim lake.

1827

—-E d g a r   A l l a n   P o e  (1809-1849)

.

Ζωγραφική : Boleslas Biegas 

.

.

Η Λίμνη

Ήταν γραφτό, στης νιότης μου το θέρος,
Να προτιμώ απ’ όλη τη γη ένα μέρος
Που τ’  αγαπούσα όλα και πιο βαθιά —
Τόσο ήτανε πλανεύτρα η μοναξιά
Μιας άγριας λίμνης, μ’ ολόμαυρα βράχια
Και πεύκα ολόρθα εκεί στα καταρράχια.

Μα ως είχε ο πέπλος της Νυχτιάς σκεπάσει
Τον τόπο αυτό, μ’ όλη την άλλη πλάση,
Και μελωδίες μουρμουρίζοντας πέρα
Διάβαινε η μυστική πνοή του αγέρα —
Τότε αχ, τότε μ έπιανε λαχτάρα
Για της έρμης λίμνης την τρομάρα.

Μα η τρομάρα αυτή φόβο δεν κλείνει,
Μόνο κάποια ολότρεμη ευφροσύνη —
Ένα αίσθημα, που μήτε της αβύσσου
Τα πλούτη δεν το φτάνουν, συλλογίσου,
Μήτε η Αγάπη — ακόμα κ’ η δική σου.

Θάνατος στο φαρμακερό της κύμα,
Και στο βυθό της ταιριασμένο μνήμα
Για κείνον που παρηγοριά στη μαύρη
Τη φαντασία του εκεί μπορούσε να ‘βρει —
Που θα ‘κανε η ψυχή του η έρμη κι άδεια
Παράδεισο της λίμνης τα σκοτάδια.

—-Μετάφραση : Ν ί κ ο ς  Σ η μ η ρ ι ώ τ η ς

Έδγαρ Πόε, Τα Ποιήματα, Μετάφραση και ξυλογραφίες Νίκου Σημηριώτη, Αθήναι, Εκδόσεις Α. Καραβία, 1965, σελ. 73-74.

.

.

Ξυλογραφία του Ν. Σημηριώτη (¨Η Λίμνη» από Τα Ποιήματα)

.

.

Ο Ν. Σημηριώτης γράφει στα Σχόλιά του (σελ. 132):

« “Το ποίημα αυτό εκφράζει μιαν ιδέα αυτοκτονίας μέσα στην πένθιμη λίμνη, που για πρώτη φορά την περιγράφει εδώ ο Πόε, και που συχνά αργότερα την αναφέρει στα έργα του,  σάμπως νά ‘χει ερωτευθεί τα σκοτεινά δηλητηριασμένα νερά της”.» ( Marie Bonaparte).
Ο Charles Kent λέει πως αν και τα Βραχώδη Βουνά της Σαρλόττεσβιλ είχαν δώσει στον Πόε τα μοντέλα των ορεινών και δασωμένων τοπίων του, ωστόσο δεν ξέρουμε κανένα πρότυπο για τις λίμνες του. Ο συμβολισμός όμως του Πόε, ενοποιώντας τις σκόρπιες εντυπώσεις του, ήταν αρκετός για να δημιουργήσει την άγρια τούτη λίμνη με τα υπνωμένα νερά της…»

.

.

Ζωγραφική : Ernst Fuchs

Ζωγραφική : Arnold Bocklin

.

.

Άλεξ Παπαδιαμάντης :

«The Lake»

για κουαρτέτο εγχόρδων και φωνές

.

.


Σαρλ Μπωντλαίρ : Enivrez-vous … Μεθύστε … Get Drunk … Ubriacatevi …

.

Ο Baudelaire σε φωτογραφία Nadar

.

.

Enivrez-vous

.

Il faut être toujours ivre. Tout est là: c’est l’unique question. Pour ne pas sentir l’horrible fardeau du Temps qui brise vos épaules et vous penche vers la terre, il faut vous enivrer sans trêve.

.

Mais de quoi? De vin, de poésie ou de vertu, à votre guise. Mais enivrez-vous.

.

Et si quelquefois, sur les marches d’un palais, sur l’herbe verte d’un fossé, dans la solitude morne de votre chambre, vous vous réveillez, l’ivresse déjà diminuée ou disparue, demandez au vent, à la vague, à l’étoile, à l’oiseau, à l’horloge, à tout ce qui fuit, à tout ce qui gémit, à tout ce qui roule, à tout ce qui chante, à tout ce qui parle, demandez quelle heure il est et le vent, la vague, l’étoile, l’oiseau, l’horloge, vous répondront: «Il est l’heure de s’enivrer! Pour n’être pas les esclaves martyrisés du Temps, enivrez-vous; enivrez-vous sans cesse! De vin, de poésie ou de vertu, à votre guise.»

.

C h a r l e s   B a u d e l a i r e  (1821-1867)

.

.

Μεθύστε

.

Πρέπει νά ῾σαι πάντα μεθυσμένος.
Ἐκεῖ εἶναι ὅλη ἡ ἱστορία: εἶναι τὸ μοναδικὸ πρόβλημα.
Γιὰ νὰ μὴ νιώθετε τὸ φριχτὸ φορτίο τοῦ Χρόνου
ποὺ σπάζει τοὺς ὤμους σας καὶ σᾶς γέρνει στὴ γῆ,
πρέπει νὰ μεθᾶτε ἀδιάκοπα. Ἀλλὰ μὲ τί;
Μὲ κρασί, μὲ ποίηση ἢ μὲ ἀρετή, ὅπως σᾶς ἀρέσει.
Ἀλλὰ μεθύστε.

.

Καὶ ἂν μερικὲς φορές, στὰ σκαλιὰ ἑνὸς παλατιοῦ,
στὸ πράσινο χορτάρι ἑνὸς χαντακιοῦ,
μέσα στὴ σκυθρωπὴ μοναξιὰ τῆς κάμαράς σας,
ξυπνᾶτε, μὲ τὸ μεθύσι κιόλα ἐλαττωμένο ἢ χαμένο,
ρωτῆστε τὸν ἀέρα, τὸ κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ρολόι,
τὸ κάθε τι ποὺ φεύγει, τὸ κάθε τι ποὺ βογκᾶ,
τὸ κάθε τι ποὺ κυλᾶ, τὸ κάθε τι ποὺ τραγουδᾶ,
ρωτῆστε τί ὥρα εἶναι,
καὶ ὁ ἀέρας, τὸ κύμα, τὸ ἄστρο, τὸ πουλί, τὸ ρολόι,
θὰ σᾶς ἀπαντήσουν:

.

-Εἶναι ἡ ὥρα νὰ μεθύσετε!

.

Γιὰ νὰ μὴν εἴσαστε οἱ βασανισμένοι σκλάβοι τοῦ Χρόνου,
μεθύστε, μεθύστε χωρὶς διακοπή!

.

Μὲ κρασί, μὲ ποίηση ἢ μὲ ἀρετή, ὅπως σᾶς ἀρέσει.

.
Από:http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/charles_baudelaire_poems.htm#SPLEEN

.

.

Μεθύστε

.

Πρέπει να είσαστε συνέχεια μεθυσμένοι. Όλα είναι εκεί : αυτό είναι το μοναδικό θέμα . Για να μην αισθάνεσθε το φριχτό βάρος του Χρόνου που συντρίβει τους ώμους σας και σας γέρνει προς τη γη, πρέπει να μεθάτε χωρίς σταματημό.
Αλλά με τι ; Με κρασί , με ποίηση ή με αρετή , με ό,τι σας κάνει κέφι. Όμως μεθύστε.
Και αν καμιά φορά στα σκαλοπάτια ενός μεγάλου παλατιού, πάνω στο πράσινο χορτάρι μιας τάφρου, μέσα στη σκυθρωπή μοναξιά του δωματίου σας, ξυπνήσετε και το μεθύσι έχει ήδη εξαφανιστεί, ρωτήστε τον άνεμο, το κύμα, το άστρο, το πουλί ,το ρολόι, όλα αυτά που φεύγουν, όλα αυτά που βογκούν, όλα αυτά που κυλούν, όλα αυτά που τραγουδούν, όλα αυτά που μιλούν, ρωτήστε τι ώρα είναι …και ο άνεμος, το κύμα, το άστρο, το πουλί, το ρολόι, θα σας απαντήσουν: –είναι η ώρα για να μεθύσετε ! Για να μην είστε πια οι σκλάβοι οι μαρτυρικοί του Χρόνου, μεθύστε… μεθύστε χωρίς σταματημό ! Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, με ό,τι σας κάνει κέφι.

.

Μετάφραση : Κ ώ σ τ  α ς   Ρ ι τ σ ώ ν η ς
Από : http://www.poiein.gr/archives/14145/index.html

.

Οι Toulouse-Lautrec και Lucien Metivet τα πίνουν, γύρω στα 1885

.
Be Drunk

.

You have to be always drunk. That’s all there is to it—it’s the only way. So as not to feel the horrible burden of time that breaks your back and bends you to the earth, you have to be continually drunk.

.

But on what? Wine, poetry or virtue, as you wish. But be drunk.

.

And if sometimes, on the steps of a palace or the green grass of a ditch, in the mournful solitude of your room, you wake again, drunkenness already diminishing or gone, ask the wind, the wave, the star, the bird, the clock, everything that is flying, everything that is groaning, everything that is rolling, everything that is singing, everything that is speaking. . .ask what time it is and wind, wave, star, bird, clock will answer you: «It is time to be drunk! So as not to be the martyred slaves of time, be drunk, be continually drunk! On wine, on poetry or on virtue as you wish.»

.

Μετάφραση : L o u i s  S i m p s o n
Από: http://tando.blogspot.com/2008/11/baudelaires-enivrez-vous-or-be-drunk.html

.

.

Get Drunk

.
Always be drunk.
That’s it!
The great imperative!
In order not to feel
Time’s horrid fardel
bruise your shoulders,
grinding you into the earth,
get drunk and stay that way.
On what?
On wine, poetry, virtue, whatever.
But get drunk.
And if you sometimes happen to wake up
on the porches of a palace,
in the green grass of a ditch,
in the dismal loneliness
of your own room,
your drunkenness gone or disappearing,
ask the wind,
the wave,
the star,
the bird,
the clock,
ask everything that flees,
everything that groans
or rolls
or sings,
everything that speaks,
ask what time it is;
and the wind,
the wave,
the star,
the bird,
the clock
will answer you:
«Time to get drunk!
Don’t be martyred slaves of Time,
Get drunk!
Stay drunk!
On wine, virtue, poetry, whatever!»

.

Από : http://poetry.eserver.org/enivrez-vous.html

.

Ubriacatevi

.
Bisogna esser sempre ubriachi. Tutto sta in questo: è l’unico problema. Per non sentire l’orribile fardello del Tempo che rompe le vostre spalle e vi inclina verso la terra, bisogna che vi ubriachiate senza tregua.

.
Ma di che? Di vino, di poesia o di virtù, a piacer vostro, ma ubriacatevi.

.
E se qualche volta, sui gradini d’un palazzo, sull’erba verde d’un fossato, nella mesta solitudine della vostra camera vi risvegliate con l’ubriachezza già diminuita o scomparsa, domandate al vento, all’onda, alla stella, all’uccello, all’orologio, a tutto ciò che fugge, a tutto ciò che geme, a tutto ciò che ruota, a tutto ciò che canta, a tutto ciò che parla, domandate che ora è; e il vento, l’onda, la stella, l’uccello, l’orologio, vi risponderanno: «È l’ora di ubriacarsi! Per non esser gli schiavi martirizzati del Tempo, ubriacatevi; ubriacatevi senza smettere! Di vino, di poesia o di virtù, a piacer vostro.»

.
Από : http://www.poesieracconti.it/poesie/a/charles-baudelaire/enivrez-vous-ubriacatevi

.

.

Dean Stockwell recites Baudelaire

to Ralph Richardson in «Long Day’s Journey Into Night» (1962)

.

.


Σαρλ Μπωντλαίρ : Τι έχεις, Μούσα μου φτωχή…;

.

.

.

Henry Fuseli : Ezzelin and Meduna, 1779

.

.
La Muse malade

.
Ma pauvre muse, hélas! qu’as-tu donc ce matin?
Tes yeux creux sont peuplés de visions nocturnes,
Et je vois tour à tour réfléchis sur ton teint
La folie et l’horreur, froides et taciturnes.

.
Le succube verdâtre et le rose lutin
T’ont-ils versé la peur et l’amour de leurs urnes?
Le cauchemar, d’un poing despotique et mutin
T’a-t-il noyée au fond d’un fabuleux Minturnes?

.
Je voudrais qu’exhalant l’odeur de la santé
Ton sein de pensers forts fût toujours fréquenté,
Et que ton sang chrétien coulât à flots rythmiques,

.
Comme les sons nombreux des syllabes antiques,
Où règnent tour à tour le père des chansons,
Phoebus, et le grand Pan, le seigneur des moissons.

.
— C h a r l e s   B a u d e l a i r e

.


Henry Fuseli : The Nightmare, 1781

.

.

Η άρρωστη  Μούσα

.
Τι έχεις, Μούσα μου φτωχή, σήμερα δε μου λες;
Φάσματα νύχτια τ’ αμαυρά τα μάτια σου κοιτάνε,
και βλέπω από την όψη σου μια-μια ν’ αντιπερνάνε
τρέλα και φρίκη, σκοτεινές, κρύες και σιωπηλές.
.
Τάχα το ρόδινο στοιχειό κ’ οι πρασινοξωθιές,
το φόβο και τον έρωτα στα στήθια σου σκορπάνε;
Τάχα ο βραχνάς με τη σκληρή, βαρειά γροθιά του νά ’ναι
που σ’ έπνιξε σε μυστικές βαθιά βαλτονεριές;
.
Θε νά ’θελα, ξεχύνοντας υγείας ευωδιά,
αιώνια σκέψεις δυνατές τα στήθια σου να κλείνουν,
και το αίμα σου, χριστιανικό, νά ’τρεχε ρυθμικά,
.
σαν ήχος πλούσιος συλλαβών αρχαίων που τις λαμπρύνουν
βασιλικά με τη σειρά, του τραγουδιού ο αφέντης
ο Φοίβος, κι ο μεγάλος Παν, των τρύγων ο λεβέντης.

.

—-Μετάφραση: Γ ι ώ ρ γ η ς   Σ η μ η ρ ι ώ τ η ς

Σαρλ  Μπωντλαίρ, Τα άνθη του κακού, Εκδόσεις Μαρή, Αθήνα, χ.χ., σελ. 37.

Από : http://alonakitispoiisis.blogspot.com/2011/11/blog-post_5176.html

.

.


Henry Fuseli : The Nightmare, 1802

.

.

The Sick Muse

.
Alas, poor Muse, what ails you so today?
Your hollow eyes with midnight visions burn,
And turn about, in your complexion play
Madness and horror, cold and taciturn.

.
Green succubus and rosy imp — have they
Poured you both fear and love into one glass?
Or with his tyrant fist the nightmare, say,
Submerged you in some fabulous morass?

.
I wish that, breathing health, your breast might nourish
Ever robuster thoughts therein to flourish:
And that your Christian blood, in rhythmic flow,

.
With those old polysyllables would chime,
Where, turn about, reigned Phoebus, sire of rhyme,
And Pan, the lord of harvests long ago.

.
— R o y   C a m p b e l l , Poems of Baudelaire, New York: Pantheon Books, 1952

Από : http://fleursdumal.org/poem/106

.

.

Ο Μισέλ Πικολί διαβάζει : «La Muse malade»

.

.


Σαρλ Μπωντλαίρ : Ωραία σαν πέτρινο όνειρο

.

Charles Baudelaire (1821-1867)

.

La Beauté

Je suis belle, ô mortels! comme un rêve de pierre,
Et mon sein, où chacun s’est meurtri tour à tour,
Est fait pour inspirer au poète un amour
Eternel et muet ainsi que la matière.

Je trône dans l’azur comme un sphinx incompris;
J’unis un coeur de neige à la blancheur des cygnes;
Je hais le mouvement qui déplace les lignes,
Et jamais je ne pleure et jamais je ne ris.

Les poètes, devant mes grandes attitudes,
Que j’ai l’air d’emprunter aux plus fiers monuments,
Consumeront leurs jours en d’austères études;

Car j’ai, pour fasciner ces dociles amants,
De purs miroirs qui font toutes choses plus belles:
Mes yeux, mes larges yeux aux clartés éternelles!

.

— C h a r l e s  B a u d e l a i r e

.


Alma Mahler (1879-1964)

.

.

Η ομορφιά

.

Ωραία σαν πέτρινο όνειρο είμαι, θνητοί μου φίλοι!

Τα στήθια μου, που τις καρδιές πληγώνουν και τις καίουν,

πανέμορφα πλαστήκανε, στον ποιητή να εμπνέουν

κάποιαν αγάπη σιωπηλή κι αιώνια σαν την ύλη.

.

Σαν σφίγγα ακατανόητη στους ουρανούς καθίζω,

λευκή σαν κύκνος, με καρδιά από χιόνι καμωμένη.

Εχθρεύομαι την κίνηση που τη γραμμή ασκημαίνει

κι ούτε γελάω εγώ ποτέ ούτε ποτέ δακρύζω.

.

Οι ποιητές, τις φανταχτερές πόζες μου σαν κοιτάνε,

που λες των πιο περήφανων μνημείων τη χάρη κλέβουν,

μέρα και νύχτα τρώγονται για να τις μελετάνε

.

γιατί τους εραστές μου αυτούς κάνω και τους μαγεύουν

κάτι καθρέφτες διάφανοι, που όλα πιο ωραία τα δείχνουν:

τα μάτια, τα θεία μάτια μου, που φέγγη αιώνια ρίχνουν!

.

—Μετάφραση:  Γ.  Σ η μ η ρ ι ώ τ η ς

Σαρλ Μπωντλαίρ,  Τα Άνθη του Κακού [Les Fleurs du Mal, 1861], Αθήνα,  εκδόσεις «γράμματα».

Πηγή για τη μετάφραση : http://duende-bite.blogspot.com/2011/02/charles-baudelaire-les-fleurs-du-mal.html

.


Έδγαρ Άλλαν Πόε : Οι μέρες μου ήταν όνειρο μονάχα

.

.

A Dream Within A Dream

Take this kiss upon the brow!
And, in parting from you now,
Thus much let me avow-
You are not wrong, who deem
That my days have been a dream;
Yet if hope has flown away
In a night, or in a day,
In a vision, or in none,
Is it therefore the less gone?
All that we see or seem
Is but a dream within a dream.

I stand amid the roar
Of a surf-tormented shore,
And I hold within my hand
Grains of the golden sand-
How few! yet how they creep
Through my fingers to the deep,
While I weep- while I weep!
O God! can I not grasp
Them with a tighter clasp?
O God! can I not save
One from the pitiless wave?
Is all that we see or seem
But a dream within a dream?

.

E d g a r   A l l a n   P o e  (1809-1849)

.

Εικονογράφηση : Harry Clarke (Λεπτομέρεια)

.

.

Όνειρο ενός ονείρου

Έλα, το μέτωπό σου να φιλήσω !
Και τώρα, που από σένα θα χωρίσω,
Θα ‘θελα κάτι να σου ομολογήσω —
Δεν έχεις άδικο που λες πως τάχα
Οι μέρες μου ήταν όνειρο μονάχα∙
Μα κι αν φτερούγισε η ελπίδα πέρα,
Σε μια νύχτα ή σε μια μέρα,
Σε μια οπτασία, ή σε καμιά,
είναι γι’ αυτό λιγότερο  μ α κ ρ υ ά  ;
Ό σ α   κι αν μοιάζουμε ή θωρούμε τάχα
Τ’ όνειρο ενός ονείρου είναι μονάχα.

Στέκομαι αντίκρυ στην ανεμοζάλη
Που δέρνει αφρολουσμένο ένα ακρογιάλι,
Και μες το χέρι το κλειστό
Λίγη άμμο, ολόχρυση κρατώ —
Τι λίγη ! κι όμως πώς γλιστρά μου
Μες στο βυθό, απ’ τα δάχτυλά μου.
Σαν τα δάκρυά μου — τα δάκρυά μου !
Ω, Θεέ μου, ας ήταν να μπορούσα
σφιχτότερα να την κρατούσα!
Ω, Θεέ μου ! ούτ’   έ ν α  μόριο μόνο
Απ’ τ’ άσπλαχνο το κύμα δεν γλυτώνω ;
Να ‘ναι  ό σ α  μοιάζουμε ή θωρούμε, τάχα
Ενός ονείρου τ’ όνειρο μονάχα ;

.

Εικονογράφηση : Edmund Dulac

.


Μετάφραση: Ν ί κ ος   Σ η μ η ρ ι ώ τ η ς

(Έδγαρ Πόε, Τα ποιήματα, Μετάφραση Νίκου Σημηριώτη, Αθήνα, Εκδόσεις Α. Καραβία, 1965, σελ. 77-78.)

.

Ονειρο  σ’ ένα όνειρο

Δέξου αυτό το φιλί στο μέτωπό σου.
Τώρα που ξεχωρίζουμε θα σου τ’ ομολογήσω:
Δεν είχες άδικο να λες πως όλη μου η ζωή
εστάθηκ’ ένα όνειρο.
Κι αν η ελπίδα επέταξε
μια νύχτα, είτε μια μέρα,
είτε σε μια οπτασία, ή μέσα στο άπειρο,
είναι γι’ αυτό λιγότερο φευγάτη;
Ο,τι θωρούμε ή φαινόμαστε, δεν είναι
παρά ένα όνειρο μέσα σε κάποιον όνειρο.

Στέκω μπροστά στη βουή του ακρογιαλιού
που το χτυπάει το κύμα,
και κλείνω μεσ’ την φούχτα μου
δέκα σπειριά μαλαματένιαν άμμο
δέκα σπειριά, όμως κι εκείνα ακόμα
πως γλυστράνε μεσ’ απ’ τα δάχτυλά μου
και χάνονται στην άβυσσο,
ενώ παίρνει με το κλάμα, ποταμός το κλάμα.
Θεέ μου! Δεν μπορώ, λοιπόν, να τα κρατήσω
λιγάκι πιο σφιχτά;
Δεν μπορώ, θεέ μου να σώσω ούτ’ ένα
από το κύμα τ’ αδυσώπητο;
Οτι θωρούμε ή φαινόμαστε, δεν είναι λοιπόν,
ένα όνειρο μέσα σε κάποιον όνειρο;

Μετάφραση : Ν ί κ ο ς   Π ρ ο ε σ τ ό π ο υ λ ο ς

(Τη μετάφραση αυτή, που δεν τη γνωρίζαμε, μας την πρότεινε η καλή φίλη μας Silena.)

.

.


Σαρλ Μπωντλαίρ : Οι ρηγάδες τ’ ουρανού

Το εμβληματικό άλμπατρος, «το πιο θρυλικό απ’ όλα τα πουλιά», πρωτοεμφανίστηκε στην ποίηση στο πολύ σημαντικό έργο του Samuel Taylor Coleridge  The Rime of the Ancient Mariner  (1798). Το (αιχμαλωτισμένο) άλμπατρος είναι επίσης η κεντρική μεταφορά στο ποίημα του Charles Baudelaire L’Albatros (1861). Οι εικονογραφήσεις που παρουσιάζονται εδώ είναι από το έργο του Coleridge.

.

Charles  Baudelaire  (1821-1867)

.

L’Albatros

Souvent, pour s’amuser, les hommes d’équipage
Prennent des albatros, vastes oiseaux des mers,
Qui suivent, indolents compagnons de voyage,
Le navire glissant sur les gouffres amers.

À peine les ont-ils déposés sur les planches,
Que ces rois de l’azur, maladroits et honteux,
Laissent piteusement leurs grandes ailes blanches
Comme des avirons traîner à côté d’eux.

Ce voyageur ailé, comme il est gauche et veule!
Lui, naguère si beau, qu’il est comique et laid!
L’un agace son bec avec un brûle-gueule,
L’autre mime, en boitant, l’infirme qui volait!

Le Poète est semblable au prince des nuées
Qui hante la tempête et se rit de l’archer;
Exilé sur le sol au milieu des huées,
Ses ailes de géant l’empêchent de marcher.

.

Gustav Doré : Plate 8 – I shot the Albatross

.

Άλμπατρος

Συχνά για να περάσουνε την ώρα οι ναυτικοί
άλμπατρος πιάνουνε, πουλιά μεγάλα της θαλάσσης,
που ακολουθούνε σύντροφοι, το πλοίο, νωχελικοί
καθώς γλιστράει στου ωκεανού τις αχανείς εκτάσεις.

Και μόλις στο κατάστρωμα του καραβιού βρεθούν
αυτοί οι ρηγάδες τ’ ουρανού, αδέξιοι, ντροπιασμένοι,
τ’ αποσταμένα τους φτερά στα πλάγια παρατούν
να σέρνονται σαν τα κουπιά που η βάρκα τα πηγαίνει.

Πώς κείτεται έτσι ο φτερωτός ταξιδευτής δειλός!
Τ’ ωραίο πουλί τι κωμικό κι αδέξιο που απομένει!
Ένας τους με την πίπα του το ράμφος του χτυπά
κι άλλος, χωλαίνοντας, το πώς πετούσε παρασταίνει.

Ίδιος με τούτο ο Ποιητής τ’ αγέρωχο πουλί
που ζει στη μπόρα κι αψηφά το βέλος του θανάτου,
σαν έρθει εξόριστος στη γη και στην οχλοβοή
μέσ’ στα γιγάντια του φτερά χάνει τα βήματά του.

Μτφρ. Α λ έ ξ α ν δ ρ ο ς   Μ π ά ρ α ς

.

Mervyn Peake : The Albatross is Shot

.

Τεράστιοι γλάροι

Συχνά για να σκοτώσουνε τον άδειο τους καιρό
οι ναύτες παίζουν με «άλμπατρος» που πιάνουν επιτήδεια•
τεράστιους γλάρους που πετούν απάνω απ’ το νερό
κι ακολουθούν, νωχελικοί συντρόφοι, τα ταξίδια.

Μόλις πάνω στου καραβιού τα ξύλα με χαρές
τους βασιλιάδες του γλαυκού ο ναύτης ακουμπάει,
αφήνουν τις φτερούγες τους εκείνοι χαλαρές
να τους κρεμούν σαν δυο κουπιά αχρείαστα στο πλάι.

Οι αγέρωχοι ταξιδευτές πώς φαίνονται δειλοί!
Τι αστείοι που ‘ναι κι άσκημοι οι ωραίοι αιθεροβάτες!
Κάποιος το ράμφος τους με το τσιμπούκι του ενοχλεί
ή αναγελά κουτσαίνοντας τους φτερωτούς σακάτες.

Όμοια μ’ αυτούς τους πρίγκιπες του αιθέρα κι ο Ποιητής
ούτε για βέλη νοιάζεται ούτε αν βροντά κι αστράφτει•
μα μέσ’ στη χλεύη εξόριστος μιας κοινωνίας αστής
απ’ τα γιγάντια του φτερά στο βάδισμα σκοντάφτει.

Μτφρ. Ν ί κ ο ς   Φ ω κ ά ς

.

Gustav Doré : Plate 7 – The Albatross

.

Το άλμπατρος

Πολλές φορές οι ναυτικοί, την ώρα να περνάνε,
πιάνουνε τ΄ άλμπατρος – πουλιά της θάλασσας τρανά–
που ράθυμα, σαν σύντροφοι του ταξιδιού, ακολουθάνε
το πλοίο που μες στα βάραθρα γλιστράει, τα πικρά.

Μα μόλις σκλαβωμένα εκεί στην κουπαστή τα δέσουν,
οι βασιλιάδες τ΄ ουρανού, σκυφτοί κι άχαροι πια,
τ΄ άσπρα μεγάλα τους φτερά τ΄ αφήνουνε να πέσουν
και στα πλευρά τους θλιβερά να σέρνονται κουπιά.

Αυτά που ΄ναι τόσο όμορφα, τα σύννεφα όταν σκίζουν,
πως είναι τώρα κωμικά κι άσχημα και δειλά!
Άλλοι με πίπες αναφτές τα ράμφη τους κεντρίζουν,
κι άλλοι πηδάνε σαν κουτσοί, κοροϊδευτικά.

Μ΄ αυτούς τους νεφοπρίγκιπες κι ο Ποιητής πώς μοιάζει!
Δεν σκιάζεται τις σαϊτιές, τις θύελλες αψηφά
μα ξένος μες στον κόσμο αυτόν που γύρω του χουγιάζει,
σκοντάφτει απ΄ τα γιγάντια του φτερά σαν περπατά.

Μτφρ.  Γ.  Σ η μ η ρ ι ώ τ η ς

Mervyn Peake : The Mariner & the Dead Albatross

.

C h a r l e s  B a u d e l a i r e 

Οι μεταφράσεις προέρχονται από την  πολύτιμη σελίδα του Νίκου Σαραντάκου :

http://www.sarantakos.com/language/par-albatros

.

.

.


Fernando Pessoa : H μόνη αθωότητα

.

.

Vincent van Gogh : Vase with Twelve Sunflowers

.

.

.

.

Ο Φύλακας του πρόβατου ΙΙ

.

Η ματιά μου είναι καθαρή σαν ενός ηλιοτρόπιου.
Είναι συνήθεια μου να περπατάω τους δρόμους
Κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά
Και μερικές φορές κοιτάζοντας πίσω μου,
Και ότι βλέπω κάθε στιγμή
Είναι ότι δεν είδα πριν,
Και είμαι πολύ καλός στο να παρατηρώ πράγματα.
Είμαι ικανός να νιώθω τον ίδιο θαυμασμό
Που θα ένιωθε ένα νεογέννητο παιδί
Αν παρατηρούσε ότι είχε πραγματικά και αληθινά γεννηθεί.
Νιώθω κάθε στιγμή ότι έχω μόλις γεννηθεί
Σ’ έναν εντελώς καινούργιο κόσμο…

Πιστεύω στον κόσμο όπως σε μία μαργαρίτα,
Επειδή τον βλέπω. Αλλά δεν τον σκέφτομαι,
Επειδή το να σκέφτεσαι είναι το να μην κατανοείς.
Ο κόσμος δεν φτιάχτηκε για εμάς για να τον σκεφτόμαστε
(Το να σκέφτεσαι είναι να έχεις μάτια που δεν βλέπουν καλά)
Αλλά να τον βλέπεις και να είσαι σε συμφωνία.

Δεν έχω καμία φιλοσοφία, έχω αισθήσεις…
Αν μιλώ για τη Φύση δεν είναι επειδή γνωρίζω τι είναι
Αλλά επειδή την αγαπώ, και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο
Επειδή αυτοί που αγαπούν δεν γνωρίζουν τι αγαπούν
Ή γιατί αγαπούν, ή τι είναι η αγάπη.

Η αγάπη είναι αιώνια αθωότητα,
Και η μόνη αθωότητα είναι να μην σκέφτεσαι…

.

F e r n a n d o   P e s s o a    [ A l b e r t o   C a e i r o ]  (1888-1935)

.
Μετάφραση:   Ι π τ ά μ ε ν ο ς   Ο λ λ α ν δ ό ς

Δανεισμένο από :

http://monopoihmata.blogspot.com/2010/05/blog-post.html

 

.

.

.

.


Σπύρος Ηλιόπουλος / Ξένια Κακάκη : Πτερόεν / Alado

.

.

.

Marc Chagall: Above the Town

.

.

.

.

Π τ ε ρ ό ε ν

                                  [στην Αφροδίτη Αλεξανδροπούλου]

Πάμε λοιπόν
σε κείνα τα τοπία, που –θυμάσαι;–
ξεχείλιζαν στα μάτια μας οι ανατολές των ηδονών
μέσα σε ουράνιες πτήσεις παράξενων πτηνών
στις αντιστίξεις των φωνών πάλλευκων αγριόκυκνων
σαν ξέφευγαν απ’ της ψυχής μας τα ορθάνοιχτα παράθυρα
και ζυγιαζόντουσαν ψηλά, στο άπειρο στερέωμα,
σαν τώρα, τούτη τη βλογημένην ώρα
που, μες σ’ ένα όραμα, πανέμορφη αναδύθηκες
στης θύμησής μου το αίθριο.

Κι έλα και φόρεσε μαζί μου
εξωτικού πτηνού φτερά, τόσο ψηλά ν’ ανυψωθούμε
ώς να χαρίσουμε στον Κόσμο και τα πράγματα
και στα παλιά, λησμονημένα μας ινδάλματα
κείνη τη λεύτερη, των παιδικών μας χρόνων όψη
κείνη την πρώτη κι αλλοπρόσαλλη Αποκάλυψη.

Κι έπειτα, με το δείλι,
ας πετάξουμε, πτερόεσσα, και πάλι
φτεροκοπώντας αγκαλιά μέσα στο Φως
στην τελευταία μας χαρούμενη τροχιά
σ’ ένα διπλό κι ατέρμονα χορό
μιας μεταμορφωμένης πεταλούδας.

.

Σ π ύ ρ ο ς  Η λ ι ό π ο υ λ ο ς

.

.

A l a d o

.

Vamos entonces
a aquellos paisajes que, ¿recuerdas?,
se desbordaban ante nuestros ojos los amaneceres de los placeres
dentro de vuelos divinos de aves insólitas
en los contrapuntos de las voces de blancos cisnes cantores
mientras se escabullían de las ventanas abiertas de nuestra alma
y equilibraban en lo alto, en el cielo infinito,
como ahora, esta hora bendita
que, dentro de una visión, te emergiste preciosa
en el patio de mi recuerdo.

Ven conmigo y vístete de
alas de ave exótica para elevarnos tan alto
hasta obsequiar al Mundo y a las cosas
y a los ídolos viejos y olvidados
aquel aspecto libre de nuestro tiempo de infancia
aquella Revelación primera y extraña.

Y luego, al atardecer,
volemos, mujer alada, otra vez
aleteando abrazados hacia la Luz
en nuestra última órbita alegre
en una danza doble y eterna
de una transformada mariposa.

.

Poema: S p i r o s  I l i ó p u l o s

Traducción al español:  X e n i a  K a k a k i

.

.

.


W. B. Yeats : Σίγουρα κάποια αποκάλυψη σιμώνει

.

.

William Blake: Nebuchadnezzar

.

 

 .

THE SECOND COMING

 .

Turning and turning in the widening gyre

The falcon cannot hear the falconer;

Things fall apart; the centre cannot hold;

Mere anarchy is loosed upon the world,

The blood-dimmed tide is loosed, and everywhere

The ceremony of innocence is drowned;

The best lack all conviction, while the worst

Are full of passionate intensity.

 .

Surely some revelation is at hand;

Surely the Second Coming is at hand.

The Second Coming! Hardly are those words out

When a vast image out of Spiritus Mundi

Troubles my sight: somewhere in the sands of the desert

A shape with lion body and the head of a man,

A gaze blank and pitiless as the sun,

Is moving its slow thighs, while all about it

Reel shadows of the indignant desert birds.

The darkness drops again; but now I know

That twenty centuries of stony sleep

Were vexed to nightmare by a rocking cradle,

And what rough beast, its hour come round at last,

Slouches towards Bethlehem to be born?

.

.

 .

Η  ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ

 

Γυρίζοντας, διαγράφοντας ολοένα πιο μεγάλους κύκλους

Το γεράκι δεν μπορεί ν’ ακούσει πια τον γερακάρη∙

Τα πάντα διαλύονται, το κέντρο δεν κρατάει,

Ωμή αναρχία τώρα λύνεται στον κόσμο,

Απ’ το αίμα θολός λύνεται ο ποταμός, και παντού

Η τελετή της αθωότητας πνίγεται∙

Οι καλύτεροι δίχως πεποίθηση καμιά, ενώ οι χειρότεροι

Ωθούνται από την ένταση του πάθους.

.

Σίγουρα κάποια αποκάλυψη σιμώνει∙

Σίγουρα η Δευτέρα Παρουσία πλησιάζει.

Η Δευτέρα Παρουσία! Μόλις που βγαίνει αυτός ο λόγος

Και  μια τεράστια εικόνα βγαλμένη απ’ τη Συλλογική

Ψυχή

Την όρασή μου θολώνει. Κάπου στην  άμμο της ερήμου

Μορφή με σώμα λιονταριού κι ανθρώπου κεφαλή,

Με άδειο  βλέμμα  κι άσπλαχνο σαν τον ήλιο,

Σαλεύει με μηρούς αργούς, ενώ παντού τριγύρω

Μ’ οργή στριφογυρνούν σκιές πουλιών.

Έρχεται πάλι το σκοτάδι, μα τώρα ξέρω

Πως είκοσι αιώνες πέτρινου ύπνου

Τους  κέντρισ’ εφιάλτης που εκπορεύτηκε από λίκνο.

Και ποιό ανήσυχο θεριό,  τώρα που ‘φτασ΄ η ώρα του,

Βαριά βαδίζει κατά τη Βηθλεέμ να γεννηθεί;

.

.

W.  B.  Y e a t s  (1865-1939)

Νέα μετάφραση: Σ π ύ ρ ο ς   Η λ ι ό π ο υ λ ο ς 

(4.12.2012)

 

.

.

.

Pablo Picasso: Guernica

.

.

.

The Second Coming

.

.

.

.


Guillaume Apollinaire : Αγγιγμένη απ’ τους ίσκιους των νερών

.

.

Giorgio de Chirico: Portrait premonitoire
de Guillaume Apollinaire
 


Δ Ε Ι Λ Ι Ν Ο

Αγγιγμένη απ’ τους ίσκιους των νερών
στο χορτάρι όπου η μέρα ξεψυχάει
η αρλεκίνα γυμνή βγαίνει και κοιτάει
το κορμί της στον καθρέφτη των νερών.

Παρεκεί ένας τσαρλατάνος βραδυνός
τα παιγνίδια που θα κάνουν διαφημίζει.
Ο άχρωμος απ’ άκρη σ’ άκρη ουρανός
άστρα σαν το γάλα ωχρά γεμίζει.

Ο χλομός ο αρλεκίνος μ’ ευθυμία
πρώτα πρώτα χαιρετάει τους θεατές
Μάγους που ’χουν έρθει απ’ τη Βοημία
μερικές νεράιδες και τους γητευτές.

Και κατόπιν ξεκρεμώντας έν’ αστέρι
με το τεντωμένο του το παίζει χέρι
ενώ κάποιος κρεμασμένος ρυθμικά
με τα πόδια του τα κύμβαλα χτυπά.

Τ΄ όμορφο παιδί η τυφλή κουνάει,
η ελαφίνα με τα ελάφια της περνάει.
Βλέπει ο νάνος με το βλέμμα του θολό
τον τρισμέγιστο αρλεκίνο πιο ψηλό.

.

Μετάφραση: Μ ή τ σ ο ς   Π α π α ν ι κ ο λ ά ο υ

Μήτσος Παπανικολάου, Μεταφράσεις, Αθήνα, Πρόσπερος, 1987, σελ. 10-11.

.

Pablo Picasso: Acrobat and Harlequin

 

 .

Σ Α Λ Τ Ι Μ Π Α Γ Κ Ο Ι

Ξεμακραίνει το μπουλούκι
Απ΄ του κάμπου τα περβόλια
Απ΄ τα γκρίζα πανδοχεία
Τ’ αλειτούργητα χωριά

Τα παιδιά πάνε μπροστά
Ξοπίσω σαλτιμπάγκοι αλλοπαρμένοι
Γνέφουν στα οπωροφόρα από μακριά
Κι εκείνα γέρνουνε καρτερικά

Σέρνουν μαζί τους σύνεργα κάθε λογής
Ταμπούρλα τσέρκια χρυσαφένια
Η αρκούδα κι η μαϊμού ζώα σοφά
Απ΄ τους περαστικούς πεντάρες ζητιανεύουν

.

Μετάφραση: Χ ρ ι σ τ ό φ ο ρ ο ς   Λ ι ο ν τ ά κ η ς

 .

 

Pablo Picasso: Family of Saltimbanques

.

 

Υ Π Ο   Τ Ο   Σ Ε Λ Η Ν Ο Φ Ω Σ

Μελίρρυτη εξορμά η σελήνη στων σαλών τα χείλη
Περβόλια και χωριά τηλώνονται όλα αιγλήεσσα ύλη
Τ’ αστέρια υποκρίνονται όμορφα πως είν’ μελίσσι
Και μέλι ολόφωτο τα τσάμπουρα έχει πλημμυρίσει
Πασίγλυκο είναι κι απ’ τον ουρανό χιμάει και θέλει
Του φεγγαριού η κάθε αχτίδα νά ’ν’ μι’ αχτίδα μέλι
Κρυμμένος νιώθω το γλυκό το κέντημα του πούρου
Κεντριού και τρέμω μην κεντρί είν’ της μέλισσας του Αρκτούρου
Που αχτίδες έρχεται ακουμπά στα χέρια μου εν προόδω
Το φεγγαρόμελο βουτώντας στου άνεμου το ρόδο

.

G u i l l a u m e   A p o l l i n a i r e (1880-1918)

Μετάφραση: Γ ι ώ ρ γ ο ς   Κ ε ν τ ρ ω τ ή ς

 

 

Από : http://alonakitispoiisis.blogspot.com/search/label/APOLLINAIRE

.

 

Henri Rousseau: The Muse Inspiring the Poet

 

M A R I E

Vous y dansiez petite fille
Y danserez-vous mère-grand
C’est la maclotte qui sautille
Toute les cloches sonneront
Quand donc reviendrez-vous Marie

Les masques sont silencieux
Et la musique est si lointaine
Qu’elle semble venir des cieux
Oui je veux vous aimer mais vous aimer à peine
Et mon mal est délicieux

Les brebis s’en vont dans la neige
Flocons de laine et ceux d’argent
Des soldats passent et que n’ai-je
Un cœur à moi ce coeur changeant
Changeant et puis encor que sais-je

Sais-je où s’en iront tes cheveux
Crépus comme mer qui moutonne
Sais-je où s’en iront tes cheveux
Et tes mains feuilles de l’automne
Que jonchent aussi nos aveux

Je passais au bord de la Seine
Un livre ancien sous le bras
Le fleuve est pareil à ma peine
Il s’écoule et ne tarit pas
Quand donc finira la semaine

.

.

Poème de Guillaume APPOLINAIRE

pour Marie LAURENCIN

et chanté par Léo FERRE

.

 

.

 


Louis Aragon : Δώ’ μου τα χέρια σου να με αλαφιάσουν


.

Dante Gabriel Rossetti : Prosperine

.

 


ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΣΑΣ

.

Δώ’ μου τα χέρια σου να με αλαφιάσουν,
χέρια που ανέκαθεν αναπολώ
νά ’ρθουνε τη μοναξιά μου να σπάσουν,
δώσ’ τα μου νά ιδω έτσι κι εγώ καλό.

Άμα τα πιάνω στη φτενή μου αρπάγη
–δάχτυλα, σκιάξιμο, σάστισμα, φούρια–…
άμα τα πιάνω, όπως λυώνουν οι πάγοι
και το νερό βρίσκει κοίτη καινούργια,

νιώθεις τα ρεύματα που με διαρρέουν,
με κατακλύζουν και με καταχτούν,
που διατρυπούν τα πρανή των ορέων
και τί προδίδουν όσοι έτσι αταχτούν;…

Τί μαρτυράει εδώ η μύχια γλώσσα;
–ρήματα αλάλητα, αγριμιών ορμές,–
βουβά κι ανίδωτα και μύρια όσα
είδωλα μέσα σε μαύρο καθρέφτη… Μες

στην ανεκλάλητη πια ανατριχίλα
τί λεν τα δάχτυλα που έξαφνα πιάνουν
σφιχτά τη λεία τους; Τί λένε; Μίλα!
Σε μια στιγμή-αστραπή το αχανές χάνουν!…

Δώ’ μου τα χέρια σου, της καρδιάς μου εκμαγεία·
σιγάει ο κόσμος –σαν δεν είναι μόνα,
τα χέρια σου– να νιώσει τη μαγεία
του νυσταγμού η ψυχή μου εις τον αιώνα.

.

.

.

ΟΙ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΙΛΙΟΥ

.

Στων ρυακιών το ρέμα κοντοστέκεται Τραγουδά τραγούδια
Τρεχοβολάει Τον ουρανό κοιτώντας κράζει δυνατά κραυγάζει
Τη φούστα έχει ανοιχτή προς τον παράδεισο
Σε γοητεύει σε γοητεύει δηλαδή απόλυτα
Πάνω από μικρά φλοισβίσματα κουνάει ένα κλαράκι
Το άσπρο χέρι της σιγά-σιγά το σέρνει στ’ άσπιλό της μέτωπο
Στα πόδια της ανάμεσα νυφίτσες πιλαλάνε
Και στο καπέλλο της πάει και θρονιάζεται όλο το γαλάζιο

.

L o u i s  A r a g o n  (1897 – 1982)
Μετάφραση: Γ ι ώ ρ γ ο ς   Κ ε ν τ ρ ω τ ή ς

Από: http://alonakitispoiisis.blogspot.com/search/label/ARAGON

.

.

.

L E S   M A I N S   D’  E L S A

Δημιουργία  βίντεο : Γιώργος Κεντρωτής

 

.