Just another WordPress.com site

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

e. e. cummings – αινίγματα – χάριν παιδιάς

 

 

 

ΕΝΑ  ΠΟΙHΜΑ  ΤΟΥ  E. E.  C UM M I N G S,   ΔΥΟ   ΜΙΜΗΣΕΙΣ   ΚΙ   ΕΝΑ   ΤΡΑΓΟΥΔΙ

 

 

 

[E. E. Cummings (1894 – 1962) ή e.e. cummings (σύμφωνα με την τυπογραφική μορφή των ποιημάτων του). Αμερικανός ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος και ζωγράφος. Μίμηση: Πρακτική σεβαστή από τους Ελισαβετιανούς αλλά και από τους μεταγενέστερους, όπως ο Robert Lowell, ο Ezra Pound και ο W. B. Yeats : ο ποιητής μεταφράζει πολύ ελεύθερα το πρωτότυπο, το αναδιαρθρώνει ή παίρνει ιδέες από αυτό. Ο Theodore Roethke  επισημαίνει ότι ο Robert Herrick συνήθιζε να ξαναγράφει  τον  Ben Jonson,  που κι αυτός  αντλούσε πολύ  υλικό από τους κλασικούς. Στην κινέζικη ποίηση η ενασχόληση με  το ίδιο θέμα (διατηρώντας την ίδια μορφή) εθεωρείτο δείγμα σεβασμού τού νέου ποιητή στο έργο του παλαιού. (Σ.Η.)]

 

m a g g i e   a n d   m i l l y   a n d   m o l l y   a n d   m a y

maggie and milly and molly and may
went down to the beach (to play one day)

and maggie discovered a shell that sang
so sweetly she couldn’t remember her troubles,and

milly befriended a stranded star
whose rays five languid fingers were;

and molly was chased by a horrible thing
which raced sideways while blowing bubbles: and

may came home with a smooth round stone
as small as a world and as large as alone.

For whatever we lose(like a you or a me)
it’s always ourselves we find in the sea

 

e  e   c u m m i n g s

 

 

 …………………

 

 

 

α π ό   τ ο ν   e e cummings

μ ί μ η σ η   1

η βάσω κι η βούλα κι η βάγια κι η βέρα
στη θάλασσα πήγαν (να παίξουν μια μέρα)

κι η βάσω εβρήκε ωραίο κογχύλι
που γλυκά τραγουδούσε, γελούσε το χείλι

κι η βούλα ερωτεύτηκε ένα έρημο αστέρι
με δάχτυλα πέντε σαν άβουλο χέρι

κι η βάγια συνάντησε πράγμα φριχτό
που λοξά την κοιτούσε κι έβγαζε αφρό

κι η βέρα ήρθε σπίτι με στιλπνό βοτσαλάκι
στρογγυλό σαν τον κόσμο, μονάχο παιδάκι.

Γιατί ό,τι χαθεί (πες εγώ, πες εσύ)
εκεί  θα βρεθεί στο νερό στο νησί

 

 

αινίγματα χάριν παιδιάς

μ ί μ η σ η   2

η βάσω κι η βούλα κι η βάγια κι η βέρα
στη θάλασσα πήγαν (να παίξουν μια μέρα)

και δίψασε η βάσω, με κάψα στα χείλη
μια στάλα ζητούσε για ολάκερο μίλι

και πείνασε η βούλα, καημένο παιδάκι
δεν είχε να φάει ούτε ένα ψαράκι

τη βάγια την τρόμαξε πλάσμα φριχτό:
στραβά την κοιτούσε κι έβγαζε αφρό

μα η βέρα είδε ξάφνου τον νεκρό της πατέρα
χαρούμενος ήταν, κολυμπούσε πιο πέρα

και τελειώνει το ποίημα (με τρόπο ηλίθιο)
χωρίς δίδαγμα και χωρίς επιμύθιο

 

Σ π ύ ρ ο ς   Η λ ι ό π ο υ λ ο ς

.

………………………

  


Τραγούδι

 

 

 

Από τον κύκλο τραγουδιών του Μάνου Χατζιδάκι Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς (1983)
Στίχοι, μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Ερμηνεία: Έλλη Πασπαλά, Βασίλης Λέκκας

 

 

 


οι καρδιές μου ένας αρμαθός, τις άπλωσα στον ήλιο

 

 

 

 

 

 

 

Σ η μ ε ι ώ σ ε ι ς   γ ι α   τ ο  έ ρ γ ο  τ η ς   Χ α τ ζ η λ α ζ ά ρ ο υ  

 κ α ι  τ ρ ί α   π ο ι ή μ α τ ά   τ η ς

 

 

1

Η δεύτερη ανάρτηση ποιημάτων της Μ. Χατζηλαζάρου στο πτερόεν δεν είναι προϊόν εύκολου ενθουσιασμού. Στεκόμαστε με σεβασμό μπροστά σε ένα ποιητικό έργο που, για να εκφρασθούμε μετριοπαθώς, σαφώς αξίζει πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον από όσο έχει προσελκύσει. Σκοπεύουμε λοιπόν να διερευνήσουμε το έργο της  Μ. Χ. με τη βοήθεια ανθρώπων που του έχουν  αφιερώσει τον «καθιστικό τους μόχθο», και να επανέλθουμε σ’ αυτό με  αφιερώματα και  δοκίμια.

2

Ο  William Blake θα της αφιέρωνε κάποιους επιγραμματικούς του στίχους, όπως:

Στη σύζυγο θ’ αποζητούσα
Αυτό που βρίσκεις πάντα στις πουτάνες –
Τα δείγματα του Κορεσμένου πόθου,

  ή

Η Εγκράτεια σπέρνει άμμο
Στα ροδαλά τα μέλη, στα πύρινα μαλλιά,
Αλλ’ ο Κορεσμένος Πόθος
Καρπούς φυτεύει της ζωής, της ομορφιάς

(Στίχοι κι Αποσπάσματα, 1793-1810, μτφρ. Ελ. Βαρίκα, Σπ. Ηλιόπουλος)

Ο  D. H. Lawrence θα εκτιμούσε τον πληθωρικό, εκρηκτικό ποιητικό  λόγο μιας γυναίκας που δεν αυτο-ακρωτηριάστηκε για να χωρέσει στο καλούπι του «κόσμου»·  μιας ποιήτριας που ήξερε να χορεύει εκστατικά, επιθυμώντας να παρασύρει  πολιτείες ολάκερες στο «ανοιξιάτικό [της] διάβα», που ήξερε ότι είναι κομμάτι του ήλιου και κομμάτι της γης, και ότι το αίμα της είναι μέρος της θάλασσας (Αποκάλυψη,Apocalypse,1930) — το ακριβώς αντίθετο της ερωτικά και ψυχικά στερημένης Αγγλίδας, της Juliet, στην αρχή της νουβέλλας του Ήλιος (Sun,1928), πριν αυτή παραδώσει το γυμνό της σώμα στον θεραπευτικό ήλιο της Μεσογείου.

Και ο W. B. Yeats θα έβρισκε στην Μάτση Χατζηλαζάρου μια αυθεντική έκφραση του πνεύματος της αθυρόστομης «τρελο-Τζένης» του (Η Κυκλική Σκάλα, The Winding Stair and other poems, 1933) και των τελευταίων ποιημάτων του (Last Poems, 1938-1939): μια γυναίκα που διεκδικεί άφοβα ολόκληρο τον εαυτό της, και μια ποιήτρια που απεχθάνεται την υποκριτική «κοσμιότητα». Θα έβρισκε  σ’ αυτήν μια ηφαιστειακή ενέργεια για σαρκικό έρωτα αλλά και  ένα πάθος για πληρότητα, για ενότητα σώματος και ψυχής, Ανθρώπου και Κόσμου. Όπως λέει μια persona των ποιημάτων του:

Πρέπει να μάθει η ψυχή μου ν’ αγαπά
με μιαν αγάπη που στον κόρφο της ταιριάζει
κι όλα τα μέλη όπου το αίμα μου χτυπά
να ‘ν’ σάρκα ανθρώπινη, ψυχή που αναστενάζει.
Αν η ψυχή ξέρει να κοιτά
Και το κορμί ν’ αγγίζει είν’ καμωμένο
Πιότερο ποιό  είν’ ευλογημένο;

(«Της κυράς τραγούδι δεύτερο», μτφρ. Α. Ι. Πρωτοπαπάς)

[…] αν τα μηριά μου ηδονικά θα ‘χει το χέρι του μαλάξει
Οι ουρανοί κι η φύση όλη βαθιά θα ‘χει στενάξει.

(«Της  κυράς τραγούδι τρίτο», μτφρ. Α. Ι. Πρωτοπαπάς)

Όπως και στα τραγούδια της «τρελο-Τζένης» και  της «Κυράς», στον Yeats, το  τραγούδι στην Χατζηλαζάρου είναι για κάτι ευρύτερο από τον  έρωτα (το οποίο όμως ποτέ δεν τον ακυρώνει), κάτι εξόχως οικουμενικό. Στο Άτιτλο «Είναι η καρδιά μου το εκστατικότερο καστανό μάτι…», που παρουσιάζουμε πιο κάτω,  το τραγούδι αυτό

Δεν το λένε μονάχα
ούτε ελευθερία,
ούτε έρωτα,
ούτε πέος,
ούτε βλάστηση, γονιμοποίηση,
ούτε σχήμα,
ούτε πάθος,
ούτε και πόνο.

Και στο Άτιτλο «Σκέπτουμαι μια ζωή που θα ‘τανε βαριά σα σήμερα», ο χορός είναι

[…] τέλεια ελεύθερος, αντί από
μέλη να ‘χεις φτερά, και πάλι φτερά ονείρου.

Σε ένα σημαντικό δοκίμιο  για  την ποίηση της Χατζηλαζάρου («Το πένθος ως μέσον αυτοπραγμάτωσης»), η Λαμπρίνα Μαραγκού θέτει το ζήτημα στη σωστή βάση:

«Συνηθίζεται να χρησιμοποιείται ο όρος “γυναικεία ποίηση” από τους κριτικούς της λογοτεχνίας, χωρίς αυτό να διευκρινίζεται πλήρως. Πρόκειται για την ποίηση που δημιουργείται από γυναίκες ή που απευθύνεται μόνο σε γυναίκες; Δεν νομίζω να αξίζει απάντηση αυτό το ερώτημα καθώς από μόνο του καθίσταται άκυρο». (Ηλεκτρονικό περιοδικό critique <http://www.critique.gr/index.php?&page=article&id=125>).

Και συνεχίζει, συνοψίζοντας, κατά τη γνώμη μας, την ουσία του έργου της Χατζηλαζάρου:

«Την χαρακτηρίζουν μερικοί σαν γυναικεία ποιήτρια, προσδίδοντας της έτσι ένα εξιτήριο από την οικουμενική ποίηση, μια περιθωριοποιημένη ταυτότητα που στόχο της έχει να εξυπηρετεί τις ανάγκες των γυναικών. Άτοπος χαρακτηρισμός που ενέχει μια υποβάθμιση, και που σαφώς δεν αντιπροσωπεύει την Μ. Χ.  Κουβαλώντας ένα ενδιαφέρον παρελθόν με δυο αποτυχημένους γάμους, παντρεύεται τον Ανδρέα Εμπειρίκο, ερωτεύεται τον Ανδρέα Καμπά, συζεί στο Παρίσι με τον ανιψιό  του Νταλί και με τον Καστοριάδη, διαμορφώνει την προσωπική της άποψη για τη ζωή μέσα από το φάσμα των χρωμάτων του έρωτα […] Κι αν αγάπη σημαίνει άγγιγμα, επαφή, τότε ο ορισμός που εμπεριέχεται σ’ όλα τα ποιήματά της […] βοηθά τον εραστή της ποίησης να συμμεριστεί  […] την ταύτιση του απόλυτου με το θείο όπου αυτομάτως γεννιέται η έλλειψη, η απουσία, η νοσταλγία, συναισθήματα που υπάρχουν γιατί έχει προηγηθεί η πληρότητα, η παρουσία, ο φωτεινός έρωτας […] Η  ερωτική προσμονή δηλώνεται στο έργο της μέσα από μια μεταφυσική ιδιοτυπία […]  Στόχος το ονειρικό, το άπιαστο που η ποιήτρια αναγνωρίζει  πως ακόμα κι αν διαφανεί δεν είναι η τελείωση…»

Πιστεύουμε ότι αν έπρεπε οπωσδήποτε να δοθεί κάποιος χαρακτηρισμός στην Μάτση Χατζηλαζάρου, αυτός θα ήταν «ερωτική ποιήτρια» με την ευρύτερη δυνατή έννοια. Όπως σημειώνει η Λ. Μαραγκού, ο έρωτας στην ποίηση της Μ. Χ. είναι «ο έρωτας και το πάθος του καθένα, που λειτουργεί όμως οικουμενικά». Η ερωτική ποίηση της Μ. Χ. είναι τόσο οικουμενική, όσο ενδεχομένως δεν είναι η ερωτική ποίηση άλλων, γνωστών και μεγάλων.

3

Το ποίημα της Χατζηλαζάρου «Αραπιά», που παρουσιάζουμε πιο κάτω, ίσως προκαλέσει ερωτήματα. Ο τίτλος είναι αυτός του τραγουδιού του Τσιτσάνη «Αραπιά»  ή «Η μάγισσα της Αραπιάς».  (Αν και, καθώς  ανακαλεί το τραγούδι στη μνήμη της και ακούει τον απόηχο, η ποιήτρια παραποιεί ελαφρώς τους πρώτους στίχους  του, «Θα πάω εκεί στην Αραπιά / που μ’ έχουνε μιλήσει / για…» Η αθέλητη παραποίηση φαίνεται να είναι η πιθανότερη εκδοχή, αφού δεν αλλάζει μόνο το «θα» με το «θέλω να», που θα μπορούσε να έχει κάποια σημασία.)  Εντύπωση προκαλεί το ότι, την ίδια εποχή, και κάποιος άλλος,  που παρέμεινε για πολύ  στη σκιά κι αυτός, είχε ενσωματώσει την «Αραπιά» στο έργο του.

Τα παρακάτω  αποσπάσματα από την σελίδα  Ιδωτική Οδός του Παναγιώτη Ανδριόπουλου («Το ρεμπέτικο  του  Σκαλκώτα», 9 Ιουνίου 2008 <http://panagiotisandriopoulos.blogspot.com/2008/06/blog-post_09.html>), δίνουν ίσως μιαν  εξήγηση του λόγου/ των λόγων: 

«Κατοχή. Πάνω σε μια γυμνή και παγωμένη άσφαλτο με μοναδικό φωτισμό την ψυχρή όψη ενός φεγγαριού, προχωράμε  μ΄ ένα φίλο. Ένας λεπτός μα διαπεραστικός ήχος μπουζουκιού καθρεφτίζεται –λες– μες στην άσφαλτο και μας ακολουθεί βήμα προς βήμα. Ο φίλος μου προσπαθεί να μου εξηγήσει τη διάθεση φυγής και την έντονη εμμονή σ΄ αυτή τη διάθεση που κρατούν οι τέσσερις νότες του περιφερόμενου τότες τραγουδιού “Θα πάω εκεί στην αραπιά”».

Ο φίλος «προσπαθούσε να μου μεταδώσει τη συγκίνησή του και να μου δείξει μαζί αυτό το αντίκρισμα που υπήρχε αυτής της “διάθεσης φυγής” — καθώς την ονόμαζε στην όλη δημιουργημένη ατμόσφαιρα της πολιτείας των Αθηνών». Μάταια όμως. «Του λόγου μου […] του έφερνα όλες μου τις αντιρρήσεις, κουβαλώντας γνωστά επιχειρήματα που ιδιαίτερα σήμερα χρησιμοποιούνται πάρα πολύ από Αθηναίους της ώριμης ηλικίας. Δηλαδή περί αγοραίου, φτηνού και χυδαίου είδους καθώς κι άλλα παρόμοια […]».

Αυτά έλεγε  ο Μάνος Χατζιδάκις, στην πολύ γνωστή του  διάλεξη για το ρεμπέτικο  τον  Ιανουάριο του 1949.  Και τα έλεγε «Σχεδόν οκτώ μήνες πριν τον αιφνίδιο θάνατο του Νίκου Σκαλκώτα (20-9-1949)… Και πέντε χρόνια μετά τη σύνθεση του Κοντσέρτου για 2 βιολιά, στο δεύτερο μέρος του οποίου ο Σκαλκώτας χρησιμοποίησε το πασίγνωστο ρεμπέτικο “Θα πάω εκεί στην Αραπιά”  του Βασίλη Τσιτσάνη».  Είναι φανερό ότι ο Χατζιδάκις αγνοούσε  «το μέγα γεγονός που είχε συντελεστεί εν κρυπτώ υπό του ιδιοφυούς Σκαλκώτα: το πρώτο έργο της νεοελληνικής λόγιας ή κλασικής, αν προτιμάτε, μουσικής που περιείχε ρεμπέτικο θέμα», ένα αριστούργημα του εικοστού αιώνα, «είχε συντεθεί αλλά ουδείς το γνώριζε». Αναμφίβολα  δεν το γνώριζε και ο  ιδιαίτερα συντηρητικός μουσικοκριτικός Μίνως Δούνιας, ο οποίος στην Καθημερινή (8-2-1949) «μεμφόταν ευγενικά τον Χατζιδάκι για τον παραλληλισμό του ρεμπέτικου “με την αιώνια, μεγάλη τέχνη”».

Και στην περίπτωση της Μάτσης Χατζηλαζάρου, ο καθένας  μπορεί να κάνει τους δικούς του χρήσιμους  συνειρμούς  περί  σοβαροφάνειας,  «μεγάλης τέχνης» και «χυδαιότητας».

 

Σπύρος Ηλιόπουλος

 

 

 

 

 

Α  Ρ  Α  Π  Ι  Α

Ωχ! τη μάνα μου την καψερή, τη μάνα μου παρηγοριά
και βάλσαμο της νύχτας.
Απόψε δε χωράνε οι λύπες μου, ούτε μες στ’ απαλότερο φιλί.
«Θέλω να πάω στην Αραπιά
που μ’ έχουνε συστήσει
σε μια μεγάλη μάγισσα
τα μάγια να μου λύσει.»
Θέλω ν’ ακούσω πάλι τα βλέφαρά μου να γέρνουνε μπρος σ’ ένα όραμα ξανθό.
Θέλω να χορέψω, φούσκωμα και φύσημα τρυφερής κουρτίνας,
μην απελευθερωθεί από το παράθυρο.
Θέλω ν’ ανοίξω ένα πρωί με το φως, σαν το νούφαρο.
Είναι οι καρδιές μου ένας αρμαθός, τις άπλωσα στον ήλιο.
Ναι, άπλωσα στον ήλιο ένα άγριο κυκλάμινο στην άκρη της ρεματιάς,
μια χειραψία φίλων συνοδοιπόρων και συναγωνιστών,
λίγα κρόσσια που πέφτουνε στο μέτωπο ενός Κρητικού,
τα γόνατα μιας κοπέλας όταν βγαίνει στη θάλασσα
τη βραχνή φωνή του έρωτα,
ένα αυλάκι αίμα μιας μάχης για τον ήλιο,
κι ένα ασημένιο κουτάλι λαμπερό,
στην άκρη των χειλιών του βρέθηκε ένα χθεσινό μου δάκρυ.

 

Α  Τ  Ι  Τ  Λ  Ο

Είναι η καρδιά μου το εκστατικότερο καστανό μάτι, τα δάκρυα στέρεψαν, τα φτερά μου πια δεν με ζυγιάζουνε, σ’ όλα μου τα βουνά δε βρίσκω πια ούτε πηγή, ούτε δέντρου φυλλωσιά ούτε νύχτα δε βρίσκω απάνω στα βουνά μου, είναι πάντα μέρα.
Κάνουμε την ποίησή μας στο χαρτί, γιατί χάσαμε στη ζωή τον οίστρο κάποιου λυρικού τραγουδιού.
Η αρμονία μας υπάρχει (όταν τη βρούμε) μες στον κάλυκα
ενός μηδαμινού αγριολούλουδου την άνοιξη, στην παλιά Κόρινθο.
Θα παίζω πάντα εκείνο το παιχνίδι που δεν ξέρω τους κανόνες του. Θα μπαρκάρω στο καράβι που δεν πιάνει σε λιμάνι.
Την άγκυρά μου θα τη ρίξω καταμεσής στον Ειρηνικό Ωκεανό.
Θα διαβώ τα πέντε γιοφύρια, από κάθε μου μαλλί θα γεννιέται ένα λουλούδι ορχεοειδές.
Ο αέρας θα παίρνει τις μυρουδιές μου και θα τις κρύβει
μες στις σκιές που ‘χουν τα βότσαλα.
Παλικάρια! Σιμώστε, καβαλήστε μας, είμαστε τ’ άσπρα σας άτια,
είμαστε οι αχνισμένες σας φοράδες.
Εχάσαμε τα φρένα μας μες σ’ όλες τις σπηλιές, και τους γιαλούς,
και τα στεγνά στοιβαγμένα φύκια, και τους λουλουδιασμένους βυθούς του Αιγαίου.
Εχάσαμε τα φρένα μας, γιατί ζητάμε το τραγούδι μας.
Δεν το λένε μονάχα
ούτε ελευθερία,
ούτε έρωτα,
ούτε πέος,
ούτε βλάστηση, γονιμοποίηση,
ούτε σχήμα,
ούτε πάθος,
ούτε και πόνο.

 

 Α  Τ  Ι  Τ  Λ  Ο

 Σκέπτουμαι μια ζωή που θα ‘τανε βαριά σα σήμερα,
μονάχα αν έλειπες ταξίδι. Το πρωί σκέπτουμαι
τα μέλη σου σφιχτοδεμένα – εκεί κάπως εντοπίζω
την αγκαλιά σου. Το βράδυ βλέπω τα χείλια σου σαν το δαγκωμένο φρούτο.
Έλα, η μέρα είναι τόσο ωραία — τα ποιήματα που
αγαπώ θέλω να τα ζήσω μαζί σου. Μπορούσα τόσα πράματα
να τα μετατρέψω σε χαρά και να σ’ τα δώσω.
Κάθε στιγμή μπορούσα να σου την κάνω μουσική
πρωτόγονη, γούνα μαλακιά, ζεστή, ηλεκτρισμένη, που
βουλιάζει βαθιά μέσα. Χορός τέλεια ελεύθερος, αντί από
μέλη να ‘χεις φτερά, και πάλι φτερά ονείρου. Ή μυρουδιές
— μήπως θέλεις μυρουδιές; Τότε θα ‘ναι μυρουδιές δροσερές,
σαν μικροί καταρράκτες όλο πολυτρίχι — ή σαν γιαλός
το πρωινό όπου βγαίνει και λιάζεται το φύκι, ο σταυρός,
ο αχινός — και το κύμα στην αμμουδιά δεν είναι σοβαρό,
μα παίζει. Πέρα βέβαια η θάλασσα έχει μιαν απαλή τραγικότητα.

 

 

ΜΑΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ  (1914-1987)
[Αραπιά] «Δύο Διαφορετικά Ποιήματα», περ.  Τετράδιο Πρώτο (Αθήνα, Απρίλης 1945)  και  Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης (με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου), Ίκαρος 1944

[Translatum/ Ποίηση της Θεσσαλονίκης /Μάτση Χατζηλαζάρου. Βλ. Συνδέσμους στο πτερόεν  που αναφέρονται στην Χατζηλαζάρου]

 

 


«…δεν ξέρω γιατί, αλλά με κάμνει να δακρύζω»

Έχω φτάσει σχεδόν βαθιά γεράματα. Οι σκέψεις μου για τα διάφορα πράγματα της ζωής έχουν, στην πορεία της, μεταβληθεί.  Ένα πράγμα δεν άλλαξε, αντίθετα στέριωσε στην ψυχή μου … Νιώθω πως η  γυναίκα όταν τραγουδά είναι η πιο όμορφη ανθρώπινη λειτουργία … Το διαπιστώνω τώρα πηγαίνοντας πίσω, όσο θυμάμαι, στην πιο μακρινή παιδική μου ηλικία… Μού ‘μεινε στην ψυχή πως το γυναικείο τραγούδισμα σταματά ολωσδιόλου τη ροή της καθημερινότητας, ισοπεδώνοντας τους ανθρώπους σ΄ ένα ομαλό έδαφος, όπου τους ενώνει το κοινό σημείο επικοινωνίας, η τραγουδίστρια. Πρέπει όμως να πω, με κάποια επιφύλαξη, πως αυτά τα αισθήματα καταλαμβάνουν, σε μεγάλο βαθμό, τους άντρες. Δε γνωρίζω δηλαδή αν αυτό οφείλεται στην πρωτογενή έλξη των φύλων. Αλλά πάλι γιατί να είναι έτσι; Η τραγουδίστρια μπορεί να είναι πανάσχημη. Αυτό συνέβαινε στο παρελθόν με τις κατά κανόνα χοντρές και ασουλούπωτες τραγουδίστριες. Βέβαια, ομορφιά και κομψότητα προσθέτουν στη λατρεία της τραγουδίστριας. Ναι, λέγω λατρεία, γιατί αυτό είναι το αίσθημα που ένιωθα. Κάτι πολύ πιο πάνω από το θαυμασμό, αλλά ταυτόχρονα εμποτισμένο στη μαγεία του άπιαστου, άγνωστου, ας το πω, αντικειμένου. Αυτό ακριβώς μου συμβαίνει με τη Μαρία Κάλλας, με ένα τρόπο μοναδικό και ανεπανάληπτο.

… Γράφονται πολλά για τη μαγεία και την έλξη που ασκεί αυτή η γυναίκα πάνω στη σκηνή. Έχω όμως τη γνώμη πως αν τη δει κανείς στο δρόμο η παρουσία της θα ασκήσει την ίδια έλξη και γοητεία. Δε γνωρίζω, και ούτε θέλω να μάθω, αν συμβαίνει το ίδιο στην προσωπική και απόλυτα ιδιωτική της ζωή. Το μόνο που ξέρω είναι πως όταν βάζει τα χέρια χιαστί στο στήθος, με τις παλάμες λίγο πιο κάτω από τους ώμους δίπλα στο λαιμό, και γέρνει το κεφάλι στη μια πλευρά για να αρθρώσει το τραγικό μέρος μιας άριας, ή μια ψηλή νότα, με το υπόλοιπο κορμί ακίνητο, δημιουργεί την πιο όμορφη, συγκινητική ανθρώπινη στάση που γνώρισα ποτέ. Και δεν ξέρω γιατί, αλλά με κάμνει να δακρύζω.

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ

Η ερμηνεία, Λευκωσία 1995

 

……………………………………

 

 

……………………………………