Just another WordPress.com site

ΚΑΡΑΒΑΣΙΛΗΣ (ΓΙΩΡΓΟΣ Κ.)

Ο ερωτικός Γιώργος Κ. Καραβασίλης

 

Επιμέλεια : Ανδρέας Τσιάκος & Σπύρος Ηλιόπουλος

Ο  ποιητής  Γ ι ώ ρ γ ο ς   Κ.   Κ α ρ α β α σ ί λ η ς   γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949. Τελείωσε το Βαρβάκειο και φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (Τμήμα Π.Ο.Ε.) Σπούδασε θέατρο στη σχολή του Δημήτρη Ροντήρη και αποφοίτησε από τη σχολή του Γρ. Βαφιά. Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1970 ως ποιητής, μεταφραστής και κριτικός βιβλίου σε περιοδικά και στον ημερήσιο αθηναϊκο Τύπο (Η Καθημερινή, Το Βήμα, Η Πρώτη). Υπήρξε  συνεργάτης της ΕΡΤ1 και ΕΡΤ2, όπου είχε μια σειρά εκπομπών για την ερωτική και παγκόσμια ποίηση και για την πρώτη ελληνική μεταπολεμική γενιά. Υπήρξε επίσης στέλεχος της ΕΡΤ1 στην εκπομπή «Τέχνη και Πολιτισμός». Ήταν μέλος της Eταιρείας Συγγραφέων και της Ε.Σ.Η.Ε.Α. «Έφυγε» στις 27 Απριλίου του 2004.

Συλλογές :  Η γραφή και το μαχαίρι, 1970 – Καλλιέργεια του αίματος, 1973 — Τα Ηδυπαθή, 1976–Τα μυστικά δωμάτια του πύργου, 1978 – Ποιήματα (1970-1980), 1980 —  Καλλιέργεια του αίματος, επιλογική έκδοση όλων των προηγουμένων συλλογών και δύο ανέκδοτων με τίτλους Τα φιλέρημα (1979-1983) και Φαγιάντσες (1982-1984), Γνώση, 1984 — Υπέρ των Μουσών, Γνώση, 1990 —  Το αιμομιχτικό λεμόνι, ορυκτά, ποιήσεις, Δελφίνι, 1996 — Το μάτι του τοπίου, Γαβριηλίδης, 2001 — Ποιήσεις, Γαβριηλίδης, 2004.  

Για  λεπτομερές  Εργοβιογραφικό, βλ. http://poeticanet.com/poets.php?subaction=showfull&id=1157618688&archive=&start_from=&ucat=45&show_cat=45

 

 

 

« “Αν έστω και δύο στίχοι μου μείνουν μετά από μένα, καλώς πέρασα” έλεγε ο Γιώργος Καραβασίλης. Όχι μόνο δύο, αλλά πολλούς, πολλούς περισσότερους στίχους του άφησε να συντροφεύουν τους ψηλαφούντες την ποίηση και την ψυχή της γραφής. Που σημαίνει πως καλώς επέρασε απ’ εδώ […] Ποιητής και δημοσιογράφος, φιγούρα ασυνήθιστα ευγενής, με μια αριστοκρατική φινέτσα άλλων εποχών, μια γλυκύτητα στο βλέμμα κι έναν καλό λόγο στο στόμα για όλους συνεχώς. Ποιητής του έρωτα κατά βάση, μεταφραστής, δοκιμιογράφος, δημοσιογράφος. Από τους θεωρητικούς της λογοτεχνίας έχει καταγραφεί ως μια από τις εξέχουσες ποιητικές φωνές της γενιάς του ’70. Για τους συναδέλφους στη δημοσιογραφία άφησε στίγμα ήθους και γνώσης, για τους φίλους του θα μείνει πάντα ένας πολύ αγαπητός άνθρωπος. Ένας άνθρωπος γεμάτος ζωντάνια, που γευόταν με αρχοντιά τη χαρά της ζωής και μοιραζόταν κουβέντες ψυχής σ’ ένα μπαρ τις μικρές ώρες της μέρας». ~ ΠΟΛΥ ΚΡΗΜΝΙΩΤΗ

Πηγή : http://www.phorum.gr/viewtopic.php?f=13&t=165898#p2295294

«Ο μακαρίτης ποιητής (1949-2004) μας γνέφει από την παραδείσια εικόνα που είχε φτιάξει υπέρ της ποίησής του. Ποίηση ανέγγιχτη που κρατάει από το συμβολισμό των Γάλλων παρακμιακών κι ακόμη πιο πίσω, από τη ρωγμή του Μποντλέρ. Σαράντα χρόνια στα γράμματα που τυπωμένα κι όμως ατύπωτα είναι, γιατί το σώμα προϋποθέτουν, σπαρασσόμενο και σπαραγμένο, γέφυρα, γεφύρωμα και γεφυράκι, μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, όνειρο διασταλτικό και διαστελλόμενο, το οποίο συλλαμβάνει προφητικά το άλεκτον υπέρ του ήχου και εναντίον του νοήματος: “Και γω, εγώ ένας μικρός μα ξακουστός, ως Τειρεσίας, για να μη σβήσουν το φως μου μπρος στην τόση γύμνια, πάνορμα κορμιά (ενός καιρού που δεν λαξεύει Χρόνος) κρύφτηκα μες στις συστάδες φιλικών τους θάμνων, συμμάχων που μου συμπαραστάθηκαν, πίσω από πεύκα πιστά -σωματοφύλακες αφοσιωμένους, έγινα ένα μ’ αρμυρίκια στη συνωμοσία”. Ο Γ. Καραβασίλης οργανικά, λόγω ηλικίας, ανήκει στην ονομαζόμενη γενιά του ’70. Συνειδησιακά και ψυχολογικά, όμως, βρισκόταν εκτός των υδάτων της. Καλλιέργησε το δικό του χωραφάκι, σπέρνοντάς το με μεσοπολεμικούς σπόρους-τόνους, που μεταφυτεύτηκαν στο τοπίο της δικτατορίας και της μεταπολεμικής πολιτικοποιημένης περιόδου. Παρέμεινε, πάντοτε, μοναχικά πριγκιπικός, ένας ερωτών του έρωτος και ένας ερωτευμένος της ερώτησης, αναπάντητες κλήσεις σ’ έναν τηλεφωνητή, παρατημένο σ’ ένα άδειο δωμάτιο ενός οποιουδήποτε διαμερίσματος σε πυκνοκατοικημένη συνοικία της Αθήνας. Μπορούμε να φανταστούμε τον ποιητή σ’ ένα μπαρ, κάτω από την πλατεία Βικτωρίας ή την πλατεία Αμερικής, πίνοντας τα φαρμάκια της νοσταλγίας, νοσταλγώντας το παραδείσιο πτηνό της πολύχρωμης ζωής, το ωδικόν της παρηγορίας. Ή μήπως ένα καναρίνι στο κλουβί της γκρίζας μοναξιάς, που περιπαίζει το τρέκλισμα και περιπαίζεται από αυτό, καθώς σβήνει η σκιά και η περπατησιά της στο τελείωμα δρόμου κακοφωτισμένου που “κόβεται” από τα χιλιόμετρα διερχόμενου αυτοκινήτου με ταχύτητα εκατό;» ~ΒΑΣΙΛΗΣ Κ.  ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ

Πηγή: http://archive.enet.gr/online/online_issues?pid=51&dt=21/05/2004&id=3790636

 

 

Ζωγραφική Alberto Gálvez 


 

ΕΙΔΥΛΛΙΟ

 

Κέρδισες∙ και το χαμόγελό σου
Ερωτικό ρυάκι συνεπήρε
Καθώς υψώναμε μαζί την Άγια καμπάνα
Των αηδονιών και των κυκλάμινων
Στο θαλερό τοπίο.
Στον τρυγητό της αγκαλιάς μας.
Ο θόλος της κόμης υγρός.
Τα μάτια σου χτυπούν τα γύρω δέντρα.
Διάσπαρτος ήλιος.
Στο δέσιμο της σάρκας
Το κρόταλο του ίσκιου μας στη φυλλωσιά.

( Η  γ ρ α φ ή  κ α ι  τ ο  μ α χ α ί ρ ι )

 

 

ΓΙΑ ΣΕ, ΠΟΥ ΞΕΚΟΨΕΣ ΑΠ’ ΤΟ ΠΛΕΥΡΟ ΤΟΥ ΜΕΛΙΣΣΙΟΥ

 

Για σε, που ξέκοψες απ’ το πλευρό του μελισσιού
Και ήρθες να μεθύσεις στο φιλί μου
Θ’ αλλάξω τα μάτια μου.
Για σένα, βέλασμα της ακατοίκητης αυγής,
Με βλέμμα νεκρού αγαπημένου θα φορτίσω τα μάτια μου.
Του πρώτου κόσμου έμβρυο που κούρνιασες στο στέρνο μου,
Θ’ ανεβώ την ηλικία της άγνοιας και της σοφίας
Τα μάτια σου ν’ ανοίξω, το σώμα σου να χτίσω.
Δροσιά μαντηλιού σ’ ετοιμοθάνατο,
Ευφροσύνη χιονιού σε θάλλον στήθος να σε πω.
Και σαν στο αίμα σου, του κάλλους οι βυθοί αναβοσβήνουν,
Θα ξεριζώσω αυτά τα μάτια,
Θα ξεκληρίσω τη δυναστεία του πάθους,
Για να μπορώ κι εγώ να στεγαστώ αγάπη μου,
Για να μπορώ κι εγώ ν’ αγαπηθώ.

( Κ α λ λ ι έ ρ γ ε ι α  τ ο υ  α ί μ α τ ος )

 

 

ΠΕΡΝΑ ΠΕΡΒΟΛΙΑ, ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕ ΔΕΙ

 

Περνά περβόλια, εκκλησιές για να με βρει
Κι  έχει μαζέψει ήλιους, ποταμούς και κάμπους
Και στα μαλλιά της τα λιοστάσια πέλαγα,
Θυμάρι δαχτυλίδι τα σφυρά της.

Περνά βραγιές, φορτώνεται τις πυρκαγιές
Με τον Ιούλιο στη γλώσσα της σπαρμένο.
Πριν φύγει θα της πνίξω κάθε μυρουδιά∙
Στο γυρισμό της να μοιράσει την πνοή μου.

 

 

ΤΡΑΓΟΥΔΩ ΤΟ ΧΕΡΙ ΜΟΥ

 

Τυφλό αηδόνι χτίζει τη φωλιά του
Καθώς το χέρι μου περνάει στα μαλλιά σου,
Τότε το γέλιο σου παφλάζει, σκάζει στα νερά,
Τους αστερίες ξεσηκώνει,
Φρέσκια δροσιά φυτεύει
Στις πελαγοκυψέλες.

Ακούγεσαι, θ’ ακούγεσαι για δυο χιλιάδες χρόνια.

 

 

ΠΡΟΣΚΑΙΡΟΝ ΣΩΜΑ

 

Τόπος χλωρός ακμάζει σαν γδύνεσαι.

Το ρυάκι τα ρούχα της μαζεύει και φαιδρύνεται.

Πουλιά μεταναστεύουν σε θαλασσινούς κήπους της κόμης.

Ο άνεμος σηκώνει το φουστάνι της φωνής στο γόνατο.

Γλώσσα μου γίνε φιλί της

Στ’ άπατα του σύννεφου
Των ματιών η ξαστεριά.

Ασφυκτική ανθοφορία
Λακτίζει τον κρατήρα σου.

Θάλασσα,
Σεντόνι γαλανό,
Κοιμού στη γύμνια μας.

Όνειρα καλά θα ξενυχτούν στην αγκαλιά μας.

( Τ α  Η δ υ π α θ ή )

 

 

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΑΝΑΖΗΤΟΥΣΑ ΚΑΙ ΔΕΝ Σ’ ΕΥΡΙΣΚΑ ΠΟΤΕ

 

Πάντα σ΄ αναζητούσα και δεν σ’ εύρισκα ποτέ
Στα κερδισμένα και χαμένα όνειρα της νύχτας
Κι ακόμα σε τοπία που απαιτούν να τα ορίσεις
Με τα δικά σου στίγματα για να σωθούν,
Στις κατακόμβες του καιρού
Με τις θαμπές, μισοσβησμένες οπτασίες,
Τα πρόσωπα που χάσαμε πριν γεννηθούμε.
Πάντα σ’ αναζητούσα και δεν σ’ εύρισκα ποτέ
Όταν για μια στιγμή, όλα μαζί ανάβαν τα βεγγαλικά
Της λευτεριάς που έπαιρνε μορφή στο σώμα∙
Όταν γυμνός μέχρι τη ρίζα σού δινόμουν
Έως το πιο βαθύ μου κόκαλο
Στο χρόνο βυθιζόμουν και στα πράγματα.
Ω Αναπνοή, που δεν γνωρίζεις πλάτος.

Αλλά, να μεταγγίσω αίμα σ’ ένα φάντασμα;

( Τ α  μ υ σ τ ι κ ά  δ ω μ ά τ ι α  τ ο υ  π ύ ρ γ ο υ )

 

 

ΦΑΣΗ ΘΕΡΙΝΟΥ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙΟΥ

ΙΙΙ

Καθώς βουτάς σ’ ανυποψίαστα νερά,
Να ξεπλυθείς από τα δάση,
Σε βλέπω μυστική κραυγή
Αόρατο προμήνυμα σ’ ακούω
Της βλάστησης εκείνης:
Να πέσει θέλει, να
Ξεκουραστεί, να σωριαστεί
Στη θάλασσα.

Να μη λησμονηθεί εκείνη η ώρα του τοπίου∙
Πάνω στο σώμα σου∙ για πάντα.

( Τ α  φ ι λ έ ρ η μ α )

 

 

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ

 

Στιλπνοί μηροί, κρουστοί και δροσερότατοι
Που το καρπούζι σκάει σαν τριζοβολάτε.

{…}

Σάρκα! Στο φυλλοβόλημά σου
Μυριάδες δυο αγριολούλουδα

{…}

Μια υποψία ξαφνική; η ενοχή;
Κάτι σαν βέλος έκοψε στα δυο
Ένα φιλί

{…}

Τα χείλια σου γουστάρω να ρουφήξω τ’ αλανιάρικα,
Τα μάτια σου να πιω τα καφεσαντανιάρικα.

{…}

Περνά περίπολο στα μάτια το φεγγάρι
Μία με τρεις;, με τη φωνή του γρύλου συντροφιά,
Μα από ποιό κρεβάτι απόψε τό ‘χουν πάρει;
Προσπέρασε και ξέχασε να πει τα συνθηματικά.

( Φ α γ ι ά ν τ σ ε ς )

 

 

ΙΝΤΕΡΜΕΤΖΟ

 

Κι ήρθες ξανά κορμί
Με σάρκα θάλασσα που ανθίζει τον Σεπτέμβρη,
Γεύση-κρασί ψημένο στο βοριά
Κι ευώδιαζες πρωτόβγαλτο ψωμί
Από καινούργιο στάρι,
Μαγιάτικη δροσιά
Σαν στάζει στο χορτάρι
Κάθε σου μίλημα και χάδι και φιλί.

( Υ π έ ρ  τ ω ν  Μ ο υ σ ώ ν )


 

ΤΑ ΠΑΛΑΤΙΝΑ

1.

Κατάρτια σημαιοστόλιστα
Που καίγονται μεσογιορτής,
Οι έρωτες.

3.

Λευκό εσώρουχο,
Απόφαση για πρόσβαση
Σε λόχμη τρυφερότατη,
Σε χείλη που γλυκοκοιτάζουν.

4.

Πλατυτέρα των αναστεναγμών,
Στην τρυφηλότητά σου δώρισα
Έως βλεφάρων
Στεφάνι σκιερών σαπφείρων.

9.

Στίφη στιλέτων
Στίλβουνε μες στην καρδιά μου,
Μα το δικό σου μαχαιράκι, Δήμια,
Στρίβει τετάνους.

( Τ ο  μ ά τ ι  τ ο υ  τ ο π ί ο υ )



 Όπως ξυπνούν οι εραστές