Just another WordPress.com site

ΠΤΕΡΟΕΝ [ποίηση μετάφραση δοκίμιο]

ΓΙΑ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ~ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΑΓΙΚΟΥΣ ΜΟΝΟΚΕΡΟΥΣ ~ ΓΙΑ ΤΗ ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΖΩΝΤΑΝΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ & ΑΛΛΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ

Τελευταία

Εύη Μαλλιαρού — Τρίπτυχο

Εύη ΜαλλιαρούΠιπίνου και Πατησίων γωνία, λίγο πριν από το φανάρι, τους είδα όλους μαζί να γελάνε.  Με την καρδιά τους, έτσι φαινόταν.  Μου ήρθε να γελάσω και εγώ, παρασυρμένη, δευτερόλεπτα πριν                  ανακαλύψω την αιτία του τόσο απροσδόκητου κεφιού:  δυο νεαροί, πεζοί, όρθιοι δίπλα σε αμάξι με οδηγό άλλον ένα νεαρό, φώναζαν σε κάποιον σκυμμένο πάνω από το παρμπρίζ, «ψιτ, κάν’ τα καλά!».  Ήταν ένας μελαμψός μετανάστης με το πρόσωπο φωτισμένο απ’ το ασπριδερό χαμόγελό του, που έμοιαζε προϊόν υπόκωφου γέλιου.  Η συμμετοχή του στο αστείο έμοιαζε πηγαία, καθώς συνέχισε να καθαρίζει το παρμπρίζ του αυτοκινήτου με το νεαρό οδηγό, επιδεικνύοντας ακόμα πιο έντονο ζήλο στην «χιουμοριστική» προτροπή.

Οι τρεις νεαροί ήταν Έλληνες.  Το «χιούμορ» τους, τόσο μα τόσο γνωστά ελληνικό, παρεϊστικο.  Υπερβατικό σχεδόν, καθώς η αιματηρή πράξη της γωνίας 3ης Σεπτεμβρίου και Ηπείρου, λίγες μέρες πριν, είχε περάσει στο ασυνείδητο, μπροστά στον τραγέλαφο των αυτοσχέδιων «συνεργείων καθαρισμού παρμπρίζ».

Ευθύς, ο νους μου κινήθηκε από εκείνες τις ανεπαίσθητες ηλεκτρικές συνάψεις, τις οποίες ο εντολέας-θυμικό πρόσταξε ως σκέψη-αστραπή:

Να το λοιπόν το σημάδι, η αντιστοιχία, η αντίθεση μέσα σε μια στιγμή–οι τρεις αλλοδαποί, εξαθλιωμένοι εκπρόσωποι του παγκοσμιοποιημένου εγκλήματος, σφαγείς του άτυχου Έλληνα από τη μία, οι τρεις Έλληνες «χιουμορίστες», πειραχτήρια του δύστυχου αλλοδαπού από την άλλη.

Ένα έγκλημα συντελείται, αλλά ταυτόχρονα αναιρείται συμμετρικά στον χωροχρόνο  Η συγκυρία, η μοίρα, η αντικατάσταση.  Πάντα υπάρχει η αντικατάσταση στα φαινόμενα.  Και ο θάνατος φαινόμενο που αντικαθίσταται από το φαινόμενο της ζωής, τα δευτερόλεπτα της επιθανάτιας σπαραχτικής κραυγής, από τα δευτερόλεπτα αυθόρμητου (;) και  φαινομενικά ζωοδόχου γέλιου…

Συνέχισα να περπατώ μέσα στο εκτυφλωτικό, λευκό φως του πρωινού.  Μια συγκίνηση με πλημμύρισε και τότε θυμήθηκα, ένα ταυτό-χρονο σχεδόν πρωινό έντονου περπατήματος, όντας φοιτήτρια στη Νέα Υόρκη, για να προλάβω το σεμινάριο του T.S.Eliot.  Στο σπίτι μετά ανέτρεξα στα άπαντά του.  Εντόπισα το ποιήμα «Ash Wednesday»*. Ως περισυλλογή και σκέψη του εδώ και τώρα, που απ’ τη μια στιγμή στην άλλη μπορεί να χαθεί, παραθέτω κομμάτι του εδώ:

Because I know that time is always time        
And place is always and only place
And what is actual is actual only for one time
And only for one place
I rejoice that things are as they are and
I renounce the blessèd face
And renounce the voice
Because I cannot hope to turn again
Consequently I rejoice, having to construct something
Upon which to rejoice

And pray to God to have mercy upon us
And pray that I may forget
These matters that with myself I too much discuss
Too much explain
Because I do not hope to turn again
Let these words answer
For what is done, not to be done again
May the judgement not be too heavy upon us

Because these wings are no longer wings to fly
But merely vans to beat the air
The air which is now thoroughly small and dry
Smaller and dryer than the will
Teach us to care and not to care Teach us to sit still.

Pray for us sinners now and at the hour of our death
Pray for us now and at the hour of our death.

 Ε ύ η   Μ α λ λ ι α ρ ο ύ

*Ημέρα μετάνοιας, νηστείας και προσευχής για το λυτρωμό της ψυχής στη Δυτική Εκκλησία

Τ . Σ. Έλιοτ (2)

t s eliotΣτην αρχή ο Έλιοτ και  η σύζυγός του έμεναν στο διαμέρισμα του Bertrand Russell στο Λονδίνο, ενώ ο ποιητής προσπαθούσε σκληρά να εξασφαλίσει ένα εισόδημα, διδάσκοντας σε  σχολείο. Έγινε επίσης βοηθός φιλολογικού επιμελητή στο περιοδικό της πρωτοπορίας, Egoist. Το 1917  κατάφερε να βρει σταθερή εργασία στην Τράπεζα Lloyds, καθώς και την οικονομική ασφάλεια που χρειαζόταν για να στραφεί και πάλι στην ποίηση. Την ίδια χρονιά, κατάφερε να εκδώσει  το πρώτο του βιβλίο,  Prufrock and Other Observations, με την οικονομική υποστήριξη του Ezra και της Dorothy Pound.

Ο Pound διευκόλυνε επίσης την είσοδο του Έλιοτ στον κύκλο των βρετανών διανοουμένων και της διεθνούς πρωτοπορίας, όπου ο Έλιοτ γνωρίστηκε με τον μεγάλο ιρλανδό ποιητή William Butler Yeats, τον άγγλο ζωγράφο και μυθιστοριογράφο Wyndham Lewis κ. α.

Το 1920 εξέδωσε τη δεύτερη ποιητική του συλλογή, Poems. Με την συνεχή υποστήριξη και ενθάρρυνση του Pound, έβλεπε πια τον εαυτό του ως μέρος ενός πειραματικού κινήματος στη μοντέρνα λογοτεχνία. Αυτά τα καλά χρόνια όμως σκιάστηκαν από πολλά οικογενειακά προβλήματα. Ο θάνατος του πατέρα τού Έλιοτ, το 1919, γέμισε τον ποιητή με αισθήματα ενοχής, καθώς πίστευε ότι κάποια μέρα θα μπορούσε να γεφυρώσει το φάσμα που είχε δημιουργηθεί μεταξύ τους, εξαιτίας του γάμου του και της εγκατάστασής του στην Αγγλία. Η σύζυγός του επίσης υπέφερε από προβλήματα υγείας τα οποία επιδεινώνονταν σταθερά. Το αποτέλεσμα ήταν ο νευρικός κλονισμός του Έλιοτ.

Παρ’ όλα αυτά, ο Έλιοτ κατάφερε να ολοκληρώσει το  περίφημο ποιητικό του έργο Η Έρημη Χώρα, ένα έργο – σταθμό, όπου πέτυχε μια εκπληκτική ένταση στη γραφή του, εξαιτίας κυρίως της ικανότητάς του να παντρεύει ετερόκλητα στοιχεία σ’ ένα ρυθμικό σύνολο. Στη συγγραφή αυτού του μεγάλου έργου, ο Pound είχε παίξει άλλη μια φορά σημαντικό ρόλο με τις επισημάνσεις και τις διορθώσεις του. Η επιτυχία ήταν μεγάλη και το όνομα του Έλιοτ βρέθηκε ανάμεσα σε αυτά των μεγαλύτερων μοντερνιστών. Μια άλλη επιτυχία ήταν  η πρόσκληση να διευθύνει ένα σημαντικό νέο λογοτεχνικό περιοδικό, το Criterion, του οποίου το πρώτο τεύχος κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1922.

Το 1923, ωστόσο, τα προβλήματα υγείας της συζύγου του την έφεραν κοντά στο θάνατο και τον ίδιο κοντά σε έναν δεύτερο νευρικό κλονισμό. Αλλά και πάλι του χαμογέλασε η τύχη, όταν ο νέος εκδοτικός οίκος «Faber and Gwyer» («Faber and Faber») που  ζητούσε φιλολογικό επιμελητή, έκρινε τον Έλιοτ ως το κατάλληλο πρόσωπο.

Ταυτόχρονα, ο Έλιοτ είχε ανάγκη από θρησκευτική στήριξη. Έτσι στράφηκε προς την Αγγλικανική Εκκλησία, κάτι που διαφαίνεται στο ποίημά του «ΟΙ Κούφιοι άνθρωποι» (1925).  Ελάχιστοι περίμεναν αυτό που συνέβη τον Ιούνιο του 1927, τη βάπτιση του ποιητή στην Εκκλησία της Αγγλίας.  Προκλήθηκε «καταιγίδα». Επιπλέον, ο Έλιοτ άρχισε πλέον να ασχολείται κυρίως με θρησκευτικά θέματα. Ποιήματα όπως «Το ταξίδι των μάγων» (1927),  και «Ένα άσμα για τον Συμεών» (1928)  είναι στοχασμοί επάνω στην πνευματική πορεία, όπως και το πολύ σημαντικό «Η Τετάρτη των τεφρών» (1930).

Ο Έλιοτ ασχολήθηκε αρκετά και με το θέατρο. Τα θεατρικά του έργα, κάποιες φορές βασισμένα στον Αισχύλο  ή στον Ευριπίδη, είναι σημαντικά.

Το 1948 ο Έλιοτ τιμήθηκε με το Βραβείο Νομπέλ. Το 1950 το κύρος του ήταν τόσο μεγάλο, όσο παλαιότερων μεγάλων ποιητών όπως ο Samuel Taylor Coleridge.

Ο γάμος του, μετά το 1925,  πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Ωστόσο, οι αγγλικανικές του πεποιθήσεις δεν του επέτρεπαν τη σκέψη διαζυγίου. Το 1938 η Vivien εισήχθη σε  ψυχιατρικό νοσοκομείο. Το 1947 πέθανε  και δέκα χρόνια αργότερα  ο Έλιοτ  παντρεύτηκε την Valerie Fletcher. Εν τω μεταξύ είχε εκδώσει τα περίφημα Τέσσερα Κουαρτέτα του (1943), με το μεγάλο στοχαστικό βάθος και τις βαριές φιλοσοφικές αποσκευές.

 Μετά τον πόλεμο ο Έλιοτ δεν έγραψε σημαντική ποίηση. Ωστόσο το έργο του παραμένει το έργο ενός  κορυφαίου ποιητή του εικοστού αιώνα.

Σ .   Η .

Τ. Σ. Έλιοτ (1)

 imagesΟ ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, κριτικός και φιλολογικός επιμελητής  Τ. Σ. Έλιοτ (Thomas Stearns Eliot, 1888-1965) γεννήθηκε στο Σαιντ   Λούις   (Μιζούρι), σε μια εύπορη πολυμελή οικογένεια. Προετοιμάστηκε για το Χάρβαρντ, απ’ όπου απεφοίτησε με σπουδές στη συγκριτική φιλολογία. Στο Χάρβαρντ, επίσης, παρακολούθησε  ένα έτος μεταπτυχιακών σπουδών στην αγγλική φιλολογία.

Στη βιβλιοθήκη του Χάρβαρντ ο Έλιοτ βρήκε ένα βιβλίο που έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα εξέλιξή του. Ήταν το βιβλίο του Arthur Symons για τον Συμβολισμό (1895), μέσω το οποίου γνώρισε τo  ποιητικό έργο τού Jules Laforgue, με την κομψή ειρωνεία του, που του έδωσε μια κατεύθυνση στην ποίηση. Μέχρι το 1909-1910 η ποιητική του κλίση είχε επιβεβαιωθεί, με τη συμμετοχή του στην επιτροπή του λογοτεχνικού περιοδικού του Χάρβαρντ, του Advocate.

Τον Μάιο του 1917 πήγε για μεταπτυχιακές σπουδές ενός έτους στο Παρίσι,  όπου γνώρισε τον  Jean Verdenal, στον οποίο αφιέρωσε το πολύ γνωστό ποίημά του, «Το ερωτικό τραγούδι τού J. Alfred Prufrock».  Με την  παρέα τού  Verdenal, ο ποιητής έκανε την είσοδό του στην  έντονη πνευματική ζωή της πόλης. Στο Παρίσι ο Έλιοτ γνώρισε μορφές όπως ο Pablo Picasso  και ο  Henri Bergson.

Τα έτη 1910 και 1911 ο Έλιοτ αντέγραψε σε ένα ξεχωριστό σημειωματάριο τα ποιήματα που έμελλαν να τον κάνουν γνωστό, ποιήματα όπως τα «Προσωπογραφία γυναικός» και «Πρελούντια». Έχοντας αφομοιώσει στοιχεία από τους δραματικούς μονολόγους του Robert Browning και από την κομψότητα της ποίησης του συμβολισμού, κατάφερε να δημιουργήσει ένα ξεχωριστό ιδίωμα, το οποίο ξάφνιασε όσους  συγχρόνους του διάβασαν τα ποιήματα αυτά από τα χειρόγραφα.

Το φθινόπωρο του 1911, ωστόσο, ο Έλιοτ ήταν εξίσου προσηλωμένος σε δύο κόσμους: της ποίησης και των ιδεών. Ως φοιτητής την εποχή που το  Χάρβαρντ διένυε τον  χρυσό φιλοσοφικό του αιώνα, είχε την τύχει να βρεθεί ανάμεσα σε μορφές  όπως ο William James και ο Bertrand Russell. Ταυτόχρονα, μελετούσε ανθρωπολογία και θρησκεία.

Τον Σεπτέμβριο του 1914 ο Ezra Pound διάβασε χειρόγραφα ποιήματα του Έλιοτ και εντυπωσιάστηκε. Έτσι ξεκίνησε μια συνεργασία που έμελλε να επηρεάσει σημαντικά την αγγλοαμερικανική ποίηση.

Την άνοιξη του 1915, στην Αγγλία, ο  ποιητής γνώρισε στην  Vivien Haigh-Wood. Γοητευμένος από  την αμεσότητα και την ειλικρίνεια της Vivien, τον Ιούνιο του 1915  την παντρεύτηκε.  Ο γάμος ήταν δυσάρεστη έκπληξη για τους γονείς του, ιδίως όταν έμαθαν  για τα προβλήματα υγείας της Vivien. Η Vivien αρνήθηκε να μπει στο πλοίο για την Αμερική εν καιρώ πολέμου, δεν έφυγαν, κι έτσι  ο Έλιοτ έγινε μέρος της  λονδρέζικης λογοτεχνικής ζωής.

Σ. Η.

{Συνεχίζεται}

Κερασία Χρ. Γερογιάννη : «Το θάνατο μιμούνται οι φασίστες…» — Οι μικρές λεπτομέρειες (6)

.

triplo01-endΟΙ ΕΞΟΥΣΙΕΣ

.

Ο θάνατος σπαράζει τα πρόσωπα

κι επιβάλλει χαιρέκακα την ομοιομορφία

κακότροπα στο ίδιο καλούπι όλα τα υποτάσσει.

Το θάνατο μιμούνται οι φασίστες

κι όλες του ανθρώπου οι εξουσίες

σε κατατρών αν ξεστρατίσεις του ορισμού τους

αν δεν είσαι πρόθυμος προσκυνητής

ίδιος στα φερσίματα, στους τρόπους και στα όνειρα

σε κατατρών ώσπου να λιώσεις και να ταπεινωθείς

ώσπου ν’ ακινητήσεις στη μούχλα του τάφου σου.______________

.

 

 

ΤΟ ΠΑΛΕΜΑ

.

Τι με ζηλεύεις και μου λες τι ψέματα μου λέγεις;

Το τίποτα δε γίνεσαι και δε μπορεί να είσαι

στο μνήμα μου θα κενωθώ ένας σωρός κριμάτων

κι αν οι παλιοί πληρώνανε της βάρκας τους τα ναύλα

κι ήταν γι’ αυτούς ο οβολός εξαγορά και χάρη

σε μένα τούτο δε μετρά για με δε λογαριάζει

τι είν’ ο Χάροντας εχθρός δε στρέχω να πληρώνω

τη λευτεριά μου αποζητώ και γι’ αυτήν παλεύω.

Κι αν χάσω εγώ τον πόλεμο κι αν συνθηκολογήσω

μαύρο νερό θα πάω να πιώ νερό του Κάτω Κόσμου

που ’χει τις μνήμες ζωντανές τους πόνους θεριεμένους

της Λήθης νάμα δε θα βρω παρηγοριά δε θα ’χω

μον’ θα θυμούμαι πάντοτε ως να σωθούν οι αιώνες

τις άρνησες και το κακό που έχω βαστημένο.

Ποιανού βολή ο οβολός ποιού πληρωμή και χάρη;

Ποιού χάρισμα το κλάμα μου του Χάροντα είμαι δώρο

κι αυτός πικρός και δε μιλεί σκληρός και δε λυγίζει

τις κλείδες του που έχασε σε μένα τις χαλκεύει

που συναινώ, που δέχομαι να είμαι νικημένη.

Πώς με ζηλεύεις και το λες τι ψέματα μου λέγεις;

Πώς με ζηλεύεις του Θεού που ψάχνω ένα χνάρι

μα του ΄Αδη ακούω στεναγμούς κι απ’ τις κλειστές αμπάρες

κερδίζω την απελπισιά προσκέφαλο το βράδυ

που έχω το Φως το Αληθινό και είμαι στο σκοτάδι.

Πώς με ζηλεύεις που πιστώ και είμαι μες στη γύμνια

εσύ το όριο ντύθηκες και μέσα κει ορίζεις

είσαι του κόσμου σου παιδί και ζεις ό,τι ανασαίνεις

εσύ μαλώνεις τους καιρούς μα εγώ καιρό δεν έχω

μήτε δρομάκι να σταθώ κι εκεί να περπατήσω

κι αντιμαχώ το θέλημα που μου τραβάει τα σπλάχνα

κι έχει τα θέλω του ανοιχτά σαν αγκαλιά απλωμένη

εσύ, μου λες, δεν καρτεράς μα εγώ «θέλω» δεν έχω

και προσδοκώ και καρτερώ το πάνω από μένα

γιατί είμαι ’γω ασήμαντη, μικρή και τιποτένια

τι αν ήταν όλη μου η ζωή αυτό το κάτι που είμαι

κρίμα θα ήταν η ζωή να πάει έτσι χαμένη…

Εσύ, μου λες, δεν καρτεράς Ζωή αντί θανάτου

σαν τίποτα στο τίποτα τα πάθη σου επιστρέφεις

τη μνήμη σου, τον κόπο σου, το γέλιο και το κλάμα.

Μα τι παλεύεις, τι πονάς ν’ αλλάξεις τους ανέμους

κι αν δεν το ξέρεις πολεμάς τον κόσμο που είν’ δικός σου.

Πώς με ζηλεύεις και το λες τι ψέματα μου λέγεις;

Στου Αχέροντα τ’ άγρια νερά δε νοιάζεσ’ αν θα πάμε

βρώμα και πιόμα ανέξοδο θαρρείς τον εαυτό σου

Κι αφού θωρείς το τίποτα και τίποτα δε νιώθεις

εσύ δεν έχεις να χαρείς, δεν έχει να πονέσεις

μα εγώ βαρκούλα θα γενώ γιομάτη από υποσχέσεις

γιομάτη από ψέματα, καημό και μοιρολόι

γιατί ήμουνα ο νικητής και έπεσα στο χώμα

γιατί ήμουν μέρος του Θεού και μέριασα στο σκότος.-

Μέγα Σάββατο, 18-4-2009

.

.

Ο ΤΕΛΩΝΗΣ ΚΙ Ο ΦΑΡΙΣΑΙΟΣ

.

Της αγιότητος απέχουμε με χάρη

όχι από ταπείνωση,

τάχα, ν’ αρνηθούμε τους επαίνους

— σαν πονηροί πολύ αποδειχτήκαμε

μετά από ’κείνον το φαφλατά το Φαρισαίο –-

ούτε από αδεξιότητα

σαν άμαθοι των ασκήσεων και των κόπων,

αλλά από μιαν αλλόκοτη διαστροφή των νοημάτων

κι αποστρεφόμαστε καχύποπτοι,

μην είναι λάθος κείνο το «ατελεύτητος»;

Τι είδους ζωή θα είναι και μάλιστα ατελεύτητος

αν λείπουν οι στεναγμοί, οι πόνοι και τα δάκρυά μας;

 .

.

Η ΑΦΕΣΙΣ

 .

Ἄφες ἡμῖν θα πω

αλλά πώς να μετρήσω

αυτό το μικρότατο «ὡς»

εμπρός στο «καί ἡμεῖς ἀφίεμεν

τοῖς ὁφειλέταις ἡμῶν»;

Σα βελονιά στα δάχτυλα

της μάνας μου που λίγο

ξαφνιασμένη κοίταγε

τη μικρή πληγή

κι έπειτα σκεφτική

μας μπάλωνε τα ρούχα;

 .

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ

.

Ποια η ζωή που έζησα

και τώρα αφήνω πίσω

ποια η ζωή που αρνήθηκα

σαν αίνιγμα να λύσω…

Αρνήθηκα του νικητή

την έπαρση, το κλέος

και κουβαλώ του ασκητή

το βάσανο σα χρέος.

Κι όσο να πεις επαίρομαι

που είμαι αποστάτης

κι αμέσως κει που χαίρομαι

φτηνός επαναστάτης

αρχίζουν να βρωμοκοπούν

τα άγια αθλήματά μου

τα έργα μου να θορυβούν

στα δύστυχα τ’ αυτιά μου.

Κι είμαι ξανά το γέννημα

που έβγαλε το χώμα

και μιας Πνοής το θέλημα

τη στέκει εδώ ακόμα.

Κι ως δίχως να ’χω αναπνοή

ετόλμησα και είπα

Θεέ μου, δος μου απαντοχή

ν’ αντέξει ετούτη η τσίπα

που ανασκιρτά πως χάνεται

και θέλει το δικό της

σκύβαλο άθλιο πιάνεται

ξανά στον εαυτό της.

Είδα κι απόειδα, δέχτηκα

δρόμος δεν είναι πια

γαγγραινιασμένη αφέθηκα

να εκθέσω χαρακιά.

Είμαι αυτό που έγινα

που ήμουν και θα είμαι

δαγκωματιά από έχιδνα

με βάνει εδώ να κείμαι

μα της αλήθειας μου το φως

με σκέπει και με ντύνει

στον Άδη Αδάμ δειλός, σκυφτός

Αναστημένος Ουρανός εγίνη.

7-2-2009

.

.

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ

.

Τι είν’ του Θεού το όνομα;

Ένα θέλω χωρίς το περήφανο «λ»

κι ένα κομμάτι απ’ το τρελός

χωρίς το τρεμούλιασμα των «τρ»

και πάλι και ξανά και πάντα

χωρίς το περήφανο «λ».

Κράτησα το έσχατο «ω[μέγα]»

γιατί μ’ ένα «ά[λφα]» στην αρχή του

περιέχει όλα τα νοήματα.

.

Κ ε ρ α σ ί α  Χ ρ.  Γ ε ρ ο γ ι ά ν ν η

.

Κερασία Χρ. Γερογιάννη : Οι μικρές λεπτομέρειες (5)

.

.

.

.

.

Συγκρατημένα στάθηκα στο φως

σα λέξη που δεν έπρεπε να ειπωθεί

κι όταν περήφανα άρθρωσα

τους δύσκολους ήχους

ταπεινώθηκα ανάμεσα

στην τελεία και την παύλα.

.

Η ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΗ

.

Σαν τις παλιές φωτογραφίες κοιτώ

που ’χουν το κιτρινιάρικο το χρώμα της αρρώστιας

και του καιρού γεράματα με τσακισμένες άκρες

μακάβριες καθώς στέκουνε μνημούρια ξεχασμένα

με τα σβησμένα γράμματα στην πίσω τη μεριά τους

και τους παλιούς να μας κοιτούν χωρίς να μας γνωρίζουν

ποζάρουν κει στο κράτημα του χρόνου σαν εκπλήξεις

μικρών αναπνοών, η ακινησία τους τώρα

μιαν ακριβοδίκαιη διάταξη ψυχών

σαν τις παλιές φωτογραφίες κοιτώ

με συνεπαίρνουν κείνα τα πρόσωπα που κρύβονται

στο πίσω – πίσω μισοχαμένα σαν παραισθήσεις,

σα σκιές των μπροστινών τους, ανεπαίσθητα, δειλά

σαν υποψίες, που η ματιά βιαστική τα παρατά

μισοτελειωμένα, τυχαία, δεν ενδιαφέρουν

μια συγκυρία μοναχά τα στρίμωξε στο κάδρο

πώς βρέθηκαν εκεί, σα σύμπτωση και μόνο εμένα

συγκινούν τα πρόσωπα τα πίσω – πίσω, τα δειλά,

οι απόντες που δε διεκδίκησαν ποτέ,

σαν αντανάκλαση δική μου να ’ναι

15-1-201

.

Η ΑΛΗΘΕΙΑ

.

Όταν θα ειπωθεί εκείνο το φοβερό «προ-»,

το «προτού» και το «πριν»

της σάρκας μου θα ακούσω την έκκληση

«ζήσε για μένα! για τις μέρες που χρωστώ

ενέχυρο στην αιωνιότητα,

ζήσε για μένα!»

Όταν θα ειπωθεί ο θάνατος σαν αίτημα

ενός κορμιού κουρασμένου

θα εννοήσω πως παρέμεινα μια υποψία

κάτω απ’ τα πραγματικά σχήματα τόσα χρόνια

μια υποψία και μια άρνηση κλειστή

σα μυστικό σε παιδικό δωμάτιο

Κι ονειρεύτηκα και φαντάστηκα με έξαψη

την ωραιότητα που δεν ήμουν, την τόλμη που δεν έγινα,

την αγαπημένη που λαχταρούσα να γίνω,

την ποθητή ολοκλήρωση σ’ ένα κορμί διαμελισμένο

να συναχτούν τα σκόρπια μέλη να γίνουν μιαν αλήθεια.

.

ΓΥΝΑΙΚΑ

.

Φύση γυναικεία που γερνάει

σαν τοπίο στη μέση του χειμώνα

διέτρεξε τόσα χρόνια στειρότητας

σα λήθαργος της γης κάτω απ’ το χιόνι

μα πριν συναντήσει το μαρασμό

στο μαύρο περίβλημα του σαπισμένου καρπού

ανοίγει ικετευτικά σαν επιθυμία

στο φως το πιο σκοτεινό της αντίο.

1-11-2010

.

ΟΙ ΓΡΙΕΣ

.

Μοιάζω, θαρρώ, με τις γριές

που στέκουν στο κατώφλι

παλιών σπιτιών με τη φθορά

συνομιλούν μονάχες

κι ως ακουμπούνε σταυρωτά

τα χέρια στην ποδιά τους

σιάζουν τις μνήμες τις γλυκές

απά στα γόνατά τους

ζαρώνοντας το μέτωπο

τραβούνε το μαντήλι

στ’ ασπρισμένα τους μαλλιά

και τις πικρές στιγμές τους.

Μοιάζω, θαρρώ, με τις γριές

που στέκουν και προσμένουν

μ’ ένα «Κύριε δόξα Σοι»

και μ’ ένα «Ἀμήν» στο στόμα

παλιώνοντας με τη σιωπή

των άδειων σπιτικών τους

το «αντίο» αναπέμπουνε

στον αναστεναγμό τους.

8-4-2010

.

ΟΙ ΑΔΕΙΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ

.

Αφήνεις τίποτα άδειες σελίδες

ανάμεσα στις γραμμένες

για να ’ρθεί με τον καιρό της

η ιστορία να βάλει εκεί

τα κομμάτια της

που ακόμα δε βρήκαν

τις σωστές λέξεις

για να υπάρξουν.

Κι εσύ τα καρτεράς

σαν τα σαββατοκύριακα

ν’ αναπαυτούν στην αγκαλιά σου

οι αγαπημένες σου μικρές

εκκρεμότητες.

.

ΟΙ ΜΙΚΡΕΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ

.

Με απασχολούν οι μικρές λεπτομέρειες

με κατατρώγουν με θαυμαστή επιμονή

Κι αν προσθέτουν χάρη και λεπτότητα,

αν υποτάσσουν την ασυναρτησία καλώς!

Μα αν λοξοκοιτούν ενοχικά στα κακόσχημα

κι εμμένουν πεισματικά στο ανόητο

τι βάσανο!

Χάριζέ μου, Κύριε, την ομορφιά

των μικρών λεπτομερειών

κι όχι τη ματαιότητά τους!

17-10-2010

 .

Ο ΚΑΗΜΟΣ ΜΟΥ

.

Έκλεισε γύρω μου ο τόπος

τα βουνά μου είναι οι ταράτσες

των γύρω κτιρίων

λογαριάζω το σκαρφάλωμα

στο απέναντι μπαλκόνι

όχι όπως κοινώς το θεωρούμε

ως διάρρηξη του ιδιωτικού

μα σαν αναρρίχηση

να κόψω, επιτέλους, εκείνο

το μοναχικό ανθάκι

που προκλητικά ξεπροβάλλει

ανάμεσα στα κάγκελα.

 .

ΣΑΝ ΑΣΤΕΡΟΣΚΟΝΗ

 .

Σαν αστερόσκονη θ’ αφήσω αυτόν τον τόπο

που ’χει αλλάξει κι είν’ αβάσταχτος, θαρρείς

μη λυπηθεί, ας μη μπει σ’ άδικο κόπο

ούτε να κλάψει, θέλω πια, κανείς!

Όταν την πόρτα πίσω μου θα κλείσω

δε θα φοβάμαι, δε θα λυπηθώ

γιατί ό,τι έχασα πιστά θ’ ακολουθήσω

όσα αγάπησα κι έχουν φύγει από καιρό…

Και πρόσωπα και μέρη, που δεν είναι

να σεργιανίσω, ν’ ανταμώσω, να τα ιδώ

όπως παλιώσαν οι καιροί μου, εδώ, κείμαι

αντεστραμμένη σ’ έναν θάνατον αργό.

Σαν αστερόσκονη θ’ αφήσω αυτόν τον κόσμο

δίχως παράπονο, χωρίς αντιμιλιά

μονάχα εσένα πικραμύγδαλο και δυόσμο

καθώς θα φεύγω, θα ’χω πάνω στην καρδιά.

4-1-2010

.

ΤΙ ΟΝΕΙΡΕΥΤΗΚΑ ΓΙΑ ΜΕΝΑ

 .

Τυχεροί που γράφουν λίγα – λίγα ή πολλά – πολλά

κι εγώ που το σπίτι μου ονειρεύομαι λιτό σα βρισιά,

βαλμένο σε ευθείες αυστηρές σα χαστούκια,

καθέτους κι οριζοντίους εμπτυσμούς

κι εκείνες τις ειρωνείες τις σπαρτιάτικες,

ολοένα ανακαλύπτω περίτεχνα στρογγυλέματα και άκανθους

και τόσα φλύαρα τραγουδίσματα,

μια ψυχή καθόλου δωρική,

αλλά παιχνιδιάρα και κομπογιαννίτισσα και γύφτισσα…

.

ΠΑΙΧΝΙΔΙΑΡΑ ΜΝΗΜΗ

 .

Η μνήμη τρώει, ορέγεται και πάντα πεινασμένη

στα νιάτα πίσω ολόχαρη γυρνά και τραγουδά

και ’γω που γέρασα άδοξα στα γόνατα ριγμένη

στο πρώτο ξάφνιασμα γυρνώ με τόση ανεμελιά!

Τι να το κάνω το παρόν, γεμάτο από σοφία

πόσο σκληρά και άχρηστα χτυπά η λογική

στο θάνατό μου εμπρός δε στέκουν άλλα αστεία

ακράτητη στα όνειρα θα κάνω νέα αρχή!

.

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΜΟΥ

.

Τι μ’ ωφελεί να γράφω τα τραγούδια μου

τόσο το ξέρω, πως ποτέ δε θα ειπωθούνε

μακάριοι οι ποιητές, που νέοι φύγανε

και τον καημό τους πια δεν τον μετρούνε.

Κι είναι οι στίχοι αυτοί απ’ το μυαλό μου;

Ή κάποτε  τους διάβασα  μ’ αγάπη;

Κι αφού γυρίζω άπραγη και άτεχνη

δικό μου τούς εβάπτισα κομμάτι

όχι λογοκλοπώντας από πρόθεση

μα τελειωμένη καθώς έχω κάθε σκέψη

δεν ενθυμούμαι πλέον με βεβαιότητα

αν της καρδιάς μου είν’ τα λόγια ή αν τα ’χω κλέψει!

19-2-2009

.

ΟΙ ΑΤΕΧΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

.

Της ατεχνίας μας αιώνιοι εραστές

που δεν τις βρήκαμε τις ρίμες τις σωστές

– όσο κι αν προσπαθούμε – ,

σας θερμοπαρακαλούμε,

το χάχανό σας δώστε το με δόσεις,

όπως στων βιβλίων τις υποσημειώσεις

κάτω – κάτω «…ελάσσων γάλλος ποιητής»

αχ, κύριοι της κριτικής

τις γνώσεις σας, βέβαια, απλόχερα προσφέρετε

μα αυτό το «ελάσσων» αν δεν ξέρεις

σου φαίνεται κάπως σπουδαίο, όπως προφέρεται!

28-3-2009

.

Σα να μεγαλώνω μαζί με τον πόνο που ’χω μέσα μου

σαν ο πόνος να γεράζει μαζί μου.

Γίνεται δύστροπος και παράξενος.

Κακά γεράματα θα ’χω μαζί του.

.

ΤΟ ΚΛΕΙΣΤΟ ΣΠΙΤΙ

.

Το σπίτι μου θυμάμαι

το συγύρισμα, το βόλεμα

πριν από κάθε αναχώρηση

να δείχνουν όλα καθώς πρέπει

στη θέση τους

με αρχοντιά βαλμένα

σα κουβέντες τρυφερές

που θα μαζέψουν τη σκόνη

των ημερών της απουσίας

στην ερημία και το σκοτάδι

εκεί θα μαζέψουν την καρτερία

των ήσυχων θλίψεων.

.

ΤΑ ΝΕΡΑ

.

Της βροχής τα νερά θαυμάζω

πώς ορμητικά χιμούν στην κάθε κατηφόρα

άμαθα όλα τα δοκιμάζουν αν κυλούν

μαζί τους αν ταιριάζουν

φίλια όλα και δικά τους

μα δε διακρίνεις η γη αν τα πάει

ή κείνα αν διαλέγουν…

Τέτοιο νερό δεν είμαι ’γω – ίσως κάποτε

τώρα είμαι θάλασσα που ξέρει τις άκριες της

την παλίρροια και την άμπωτη

τα σκοτεινά μου νερά και τ’ ανθισμένα μου κοράλλια,

τις ατόλλες και τα συντρίμματα,

τα ζωντανά μου και των πνιγμένων μου τα χοροστάσια

κι ό,τι δικό μου δικό μου.

Ερήμωσα τη ζωή μου

είμαι ο σπόρος που πέθανε

για να ζήσει

μούχλιασε για να βλαστήσει

κι επόνεσε πολύ.

.

ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΜΟΥ ΒΗΜΑ

 .

Σαν να ’ν’ η άκρια του γκρεμού

το επόμενό μου βήμα

ένας χορός υψωτικός

του αιθέρα η ανασαιμιά

να μου χαρίζει του ουρανού

το γαλανό μου σχήμα

να γίνουμαι ένας αητός

με χρυσοκέντητα φτερά

στην απλωσιά του κόσμου

και της κρωξιάς μου η ιαχή

να βγάνει μέσα από τη γη

τι φύλαξ’ ο καιρός μου

σα τάμα, σαν αναπαμό

για ένα χαμένο γυρισμό

στα έγκατα που εντός μου

έχουν ανοίξει απ’ την αρχή

μία πανάρχαια πληγή

και είναι ο γδικιωμός μου.

Σαν να ’ ν’ στην άκρια του καιρού

το ανέσωστο το κρίμα

ένας χορός εκστατικός

κι ένας μακρόσυρτος αχός

το αρχαίο μου το ρήμα

της λευτεριάς η απαντοχή

ή του θανάτου το καρφί

ενός Λαβύρινθου κλειστού

να μου γυρνά το νήμα

μιας ανεξόφλητης ποινής

της πιο παλιάς διαδρομής

το επόμενό μου βήμα.

29 Μαΐου 2012

.

Κ ε ρ α σ ί α  Χ ρ.  Γ ε ρ ο γ ι ά ν ν η

Κερασία Χρ. Γερογιάννη : Οι μικρές λεπτομέρειες (4)

.

.

.

ΙΟΥΝΙΟΣ

 

Καλώς που ήρθες Θεριστή

με τις μεγάλες ζέστες

να υψώσουν τα στάχυα

γερά το λαιμό τους

από δίψα για ουρανό

κι εσύ σκληρός σα λίβας

να κόψεις την περηφάνια τους.

 

.

.

 

ΙΟΥΛΙΟΣ

Διασχίσαμε τις κίτρινες απλωσιές

του θανάτου, αγαπημένοι νεκροί,

τα χέρια μας ξεράθηκαν

στέγνωσαν τα πρόσωπά μας

ώς και τ’ ασπράδι των ματιών μας

κίτρινο, σαν τ’ αγριόχορτα

τα έτοιμα να καούν.

 

Θα διατρέξουν αυτές τις ίδιες εκτάσεις

καρποφορώντας άλλοι

που δε θα τους μάθουμε ποτέ

ούτε κι εκείνοι θα μας θυμούνται

της απίστευτης μοναξιάς το εύρος

δε δύναμαι να περιγράψω.

 

 

 

 

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

 

Ήρθες εποχή του Μεγάλου Εσπερινού

των παρακλήσεων οι φωνές να υψωθούν

από τα σκότη να ξεκολλήσουν οι σάρκες

των αιωνίων βασάνων κραυγάζοντας

το Αλληλούια στο Φως.

 

Καλοκαίρι 2012

Κ ε ρ α σ ί α   Χ ρ.  Γ ε ρ ο γ ι ά ν ν η

.

Κερασία Χρ. Γερογιάννη : Οι μικρές λεπτομέρειες (3)

.

.

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ

.

Νερά της Λήθης, της Στυγός

κι αναπαμού ταξίδι

τα κόμιστρα κι ο οβολός

σα λάθη πληρωμένα

εννιάστροφος, εννιάπλεχτος

συγκρατημός και χρέος

εκεί στα μαύρα ύδατα

σαν ορισμός αρχαίος

σαν όρκος που ξεχάστηκε

κι εκδίκηση προσμένει

κρατεί κλειστά τα βλέφαρα

τα χείλια κλειδωμένα

πλεύση πικρή κι ανείπωτη

σφιγμένη στο σουδάρι

που νά ’βρει όχθη γλυτωμού

νάρδο και ευωδία

σαν ιλασμός απλώνεται

σε υπόγεια Αχερουσία

πλεγμένο μες στα νούφαρα

πνιγμένο σα παιδάκι

λικνίζεται το ψέμα μας

ανθός και φυλλαράκι.

 3-1-2011

.

.

ΕΛΕΝΗ

.

Πώς βρέθηκα ένοχη;

Ποιος κριτής σκληρός

με καταδίκασε;

 

Τ’ όνομά μου έγραψε

την ιστορία μου

απ’ όταν μου δόθηκε.

 

Η άλωσις είμαι εγώ,

η ωραία άλωσις.

2011

.

 

ΕΚΑΒΗ

.

Δε θέλω παρηγοριές

θέλω να θρηνήσω

χωρίς περισπασμούς.

 

Κι αν λυπημένη φανώ

δε θέλω αδιακρισίες

και σχόλια επαινετικά,

 

πως τάχα άντεξα,

να λείπουν.

.

.

ΕΚΑΒΗ Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΜΕΝΗ

.

Σαν κράτημα ανεπαίσθητο, σα λύπη, σαν αχός

και  θρήνος που σηκώνεται απ’ των γκρεμών τα βύθη

ανέμου μοιάζει βουητό ή λύκος μανιακός

κι ορμάει πάνω στα όνειρα, στην παιδική μας λήθη.

 

Τόση αφέλεια μάζεψε ο πρώτος μας καιρός

που άχρηστα τα χρόνια μας σαν πέπλος τα τυλίγει

του τέλους μας του άδοξου ο βέβαιος μαρασμός.

 

Τα πυρωμένα μάτια μου θα σβήσω με νερό

θαλασσινή θεά και σκύλα λυσσασμένη

τις νύχτες τις αφέγγαρες Πότνια θ’ αλυχτώ

στα δείπνα μου τ’ ανίερα αιματοβαμμένη.

 

Στα κάστρα μου τ’ απόρθητα, στα σκοτεινά μου δάση

ο χρόνος μου εστάθηκε σαν ιερή σιωπή

κύλισαν απ’ τα μάτια μου όλα όσα είχα χάσει

κι ήταν σα να ’φυγε μαζί μ’ αυτά η ζωή …

 

Κι αράχνιασαν τα μέλη μου, το στόμα, τα μαλλιά μου

έν’ άχαρο κι ακίνητο απόμεινα στοιχειό

κι ως μαύρισαν οι ορίζοντες, μαύρισε κι η καρδιά μου

που χτύπο – χτύπο μέτρησε για γη τον ουρανό.

 

Και λόγιασε στο πρόσωπο αυτό το πετρωμένο

σα μακρινό πια όνειρο και δανεισμένη γη

το λόγο τον αρχέγονο τόσο καλά ειπωμένο

σ’ ενός χορού το χτύπημα για ν’ αναμετρηθεί

 

με του θανάτου τη ριξιά σε τόπο μου χαμένο

που αλύπητα κι απρόσμενα στα στήθη θα δεχτεί.  

2012

.

Κ ε ρ α σ ί α  Χ ρ.  Γ ε ρ ο γ ι ά ν ν η

Κερασία Χρ. Γερογιάννη : Οι μικρές λεπτομέρειες (2)

.

Ζωγραφική : Kazimir Malevich

.

.

 

.

Είμαι κείνο το σκοτεινό σημάδι

στην άκρια της ημέρας

μην τολμήσεις ν’ αναπαυτείς

στη δροσιά μου

του θανάτου είμαι το προοίμιο

μια άγρια αντίρρηση στο φως

μη στοχαστείς ν’ αναπαυτείς

στις υποσχέσεις μου

είμαι η αναίρεση.

.

.

ΤΟ ΣΗΜΑΔΙ

.

Σαν κιούπι πήλινο, παλιό στη γη παραχωμένο

με την κοιλιά του ανοιχτή να χάσκει ένα στόμα

αντί νερό με χώμα γεμισμένο

σαν οιωνός αμφίσημος μου ’χει δοθεί  το σώμα.

 

Φριχτή κατάρα που άπλωσε σα μπέρτα τη σκιά της

με τύλιξε, κι ακίνητη σα κούκλα με κρατεί

με τράβηξε με τέντωσε, με δένει στα σκοινιά της

στην άκρια της ζωής να γέρνω θλιβερή.

 

Να ’χω τα μάτια μου ανοιχτά στο φως προσηλωμένα

και το ποδάρι μου το αργό χωμένο μες στη λάσπη

εγώ, η χοϊκή σπονδή με τους νεκρούς δεμένα

τα δώρα μου τα πρόσφερα όπως το είχα τάξει.

 

Λογάριασα το τι χρωστώ, τι το ’χω κρατημένο

για κοινωνιά κι αντίδωρο πληγή που όλο σαπίζει

και άφησε στο σώμα μου σημάδι χαραγμένο

που απόλυτα και αυθαίρετα σαν άρχοντας με ορίζει. 

.

29-11-2010

.

.

ΤΟ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ

.

Ανάμεσο των φρυδιών

ένα κυπαρίσσι αναποφάσιστο

να ρίξει ή όχι μπόι τους θυμούς του

που ’ναι σαν τους χειμώνες μας

διστακτικοί κι ασυνεπείς.

 

Κι εγώ σέρνω το δάχτυλο συχνά

απάνω του

πώς στις μουτζούρες στο χαρτί

να ξεριζώσω τις ανεπιθύμητες

κείνες ρίζες

που μνημονεύουν τα σημάδια

και μαρτυρούν τις έννοιες μου

τις κεκοιμημένες

ανάμεσο των φρυδιών

.

31-12-2010

.

.

ΟΙ ΓΡΑΜΜΕΣ

.

Πόσες γραμμές είναι η ζωή;

Σα μια σελίδα με τα κενά της σημεία

τις αδειανές σειρές της

είκοσι και βάλε χρόνια

και ξανά είκοσι αντικρυστά

να εφάπτονται σαν σώματα

ένα βιβλίο κλειστό μ’ ατσαλάκωτα φύλλα

που αναπαύονται το ’να πάνω στ’ άλλο

σα χέρια ακάματα και τρυφερά

ποιος θάνατος θα τα διαβάσει

όπως η γύφτισσα τις γραμμές της παλάμης

μιαν εξαπάτηση ή πρόβλεψη του μέλλοντος χρόνου

το «θα» χωρίς το σωστό ρήμα σιμά του

«ζήσεις» – «πεθάνεις» όλο μαντέματα κι αγυρτείες.

.

26-8-2010

.

.

 Κ ε ρ α σ ί α    Χ ρ.   Γ ε ρ ο γ ι ά ν ν η

.

Κερασία Χρ. Γερογιάννη : Οι μικρές λεπτομέρειες (1)

Ζωγραφική : S. Dali

.

.

.

.

Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΜΟΥ

.

Είμαι Χριστιανή

όχι από αγάπη

αλλά από μίσος

μισώ το θάνατο

και τη φθορά που σε κάνει

να τον επιθυμείς

μισώ το γήρας που έρχεται

όχι γιατί θα μαραθώ

αλλά γιατί θα θέλω να πεθάνω.

 

Κερασία Χρ. Γερογιάννη

.

.

.

.

Νανά Τοκατλή : Δύο ανέκδοτα ποιήματα

Η   Ν α ν ά    Τ ο κ α τ λ ή  γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Τελείωσε με υποτροφία το Γυμνάσιο στις ΗΠΑ.  Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, στο εργαστήριο του Γ. Μαυροϊδη και σκηνογραφία με τον Β. Βασιλειάδη. Έλαβε διετή υποτροφία από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών. Είναι μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας. Έχει στο ενεργητικό της 17 ατομικές εκθέσεις  και συμμετοχή σε πολλές ομαδικές. Έργα της φιλοξενούνται, εξάλλου, στη συλλογή της Σερβικής Ραδιοτηλεόρασης στο Βελιγράδι, στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη, στο Μουσείο Βορρέ, στη συλλογή Ζ. Πορταλάκη και σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα, στις ΗΠΑ, στη Γερμανία και στην Αυστρία.

Η  Ν. Τ. έχει εκδώσει: To the counter-point (ποιήματα στην αγγλική γλώσσα), Πορεία, Αθήνα 2003, Άγγελοι και άλλες μικρές ιστορίες, Καλλιέπεια, Αθήνα 2008, Η Κυκλική Συμφωνία: Ποιήματα, Αθήνα 2011. Έχει επίσης δημοσιεύσει ποιήματά της σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.

Το  π τ ε ρ ό ε ν φιλοξενεί  για τρίτη  φορά  ποιήματα της  Ν. Τ.

.

Ά λ μ π ο υ μ

ένιωσα τα δάκρυα προσωρινά,
η θλίψη όμως θρόνιασε στη ψυχή
σαν είδα κείνες τις εικόνες:

κείνα τα κάρα με μπόγους,
γεμάτους απομεινάρια
νοικοκυριού και ζωής
ανθρώπων τρομαγμένων,
κ’ έπειτα έκεινη  μπροστά σε μια σκηνή
φτιαγμένη από σεντόνια,
αποστεωμένη στη γη να κάθεται
μ’ ένα παιδί στο κάθε της πλευρό.

Και νάτη  χρόνια αργότερα
αρχόντισσα και πάλι,
με την πείνα στης μνήμης το κουτί
και το βλέμμα της νοσταλγίας,
πάντα προς τα «κει», πίσω στο «τότε»,
στη λίστα με τις απώλειες,
έμεινε ο λογαριασμός ανοιχτός,
αφανής κατέτρωγε συθέμελα.
Βλέπω πως τ’ άδικο
αργά οι γενιές κατάπιαν,
πως την λήθη αγάπησε η πολιτική,
και πόσο εύπλαστη είναι η ιστορία.

Που είναι οι μακάριοι;
οι άρχοντες της ζωής;
στη μνήμη μου απομένουν
οι απλόχερες πράξεις της:
μοίρασμα, συμπόνια και στοργή.

18  5  12

.

Κ α ρ α β ά ν σ ε ρ ά ι

Λεπτά τούβλα στη σειρά
γύριζαν στις γωνίες,
κέντημα οροφής
για τόξα, θόλους και καμάρες,
και στο ταβάνι γάντζος
για να φέγγει η λάμπα
σαν έγερνε ο ήλιος,
και ηρεμούν τα ζώα στην αυλή
με άφθονη τροφή
και καθαρό νερό,
πληροφορίες ανταλλάσσονταν,
ανθρώπινες κουβέντες,
πάλι την άλλη μέρα
να ξεκινά ο δρόμος προς τη Δύση,
τις πεδιάδες και
τα ορεινά περάσματα,
τους μελλούμενους σταθμούς,
για να φθάσουν φορτωμένα σοφία
τα εμπορεύματα
στη Πόλη, στη Δαμασκό,
στη Βενετία.

1  6  12

.

Ν α ν ά  Τ ο κ α τ λ ή