Just another WordPress.com site

Νίκη Παυλίδου : Εννέα ποιήματα

Η   Ν ί κ η   Π α υ λ ί δ ο υ   μετακόμιζε μέχρι τα πέντε της χρόνια, Βόλο, Κέρκυρα και κατέληξε στην Θεσσαλονίκη, αργότερα κανείς δεν ξέρει.

Σπούδασε τεχν. πολ. μηχανικός και τελείωσε τον διετή κύκλο στο μεταπτυχιακό της δημιουργικής γραφής στο πανεπιστήμιο δυτικής Μακεδονίας.

Αυτό το διάστημα, προσπαθεί να ξεκινήσει την διπλωματική της.

Εργάστηκε σε διάφορες δουλειές εκτός απ’ αυτό που σπούδασε, σε ειδικό τεχνικό περιοδικό, σύμβουλος νομάρχη, υπεύθυνη για τις πολιτιστικές και κινηματογραφικές εκδηλώσεις μουσικής σκηνής και διάφορα άλλα, εκτός από μηχανικός.

Έζησε κιόλας και συνεχίζει επίμονα. Και γράφει, γράφει από πάντα, έτσι δεν λένε όλοι;

Εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο τον Ιούνιο του 2011, ποιητική συλλογή με τον τίτλο Η Κότα, εκδόσεις «Σαιξπηρικόν», από τη οποία προέρχονται τα ποιήματα που παρουσιάζονται εδώ.

 Ζει στην Θεσσαλονίκη και τακτικά αλλού.

.

Ζωγραφική : Marc Chagall

.

.

Ανεπίδοτος έρωτας

.

Στην πλατεία συναντηθήκαν

ανάμεσα σε δαίμονες κι αγγέλους

χειραψίες αντάλλαξαν, βουβές.

Εκείνη ξάπλωσε στο σιντριβάνι

κι αυτός στο καφενείο της γωνίας.

Ώρα επτά φάνηκε το σκουπιδιάρικο

και μάζεψε όνειρα και γυάλινες καράφες.—

.

.

Η κότα

.

Ντύθηκα κότα σήμερα και σου μιλάω,

ψάρι εσύ,

χελιδονόψαρο χρυσαφί με μαύρα στίγματα,

λέπια κοφτερά σαν το μυαλό σου

και μάτια γυαλιστερά σαν το δέρμα σου.

Κότα εγώ, κότα σε ρόλο,

ποιητές την παραμερίζουν,

πάντα οι φασιανοί ήταν στις προτεραιότητές τους

για το χρώμα και την έπαρση,

άντε να ξεπέσουν και σε κανένα φρούτο εποχής,

κότα εγώ σήμερα,

να κακαρίζω ανόητα

και να δίνομαι στον κόκορα της αυλής

ανάμεσα στις άλλες πανομοιότυπες κότες,

κότα σου λέω,

ν’ απολαύσω κακαρίσματα, αυγά και άχυρο,

μπόλικο άχυρο απ’ τα χέρια σου,

κότα κοντόχοντρη και βραδυκίνητη,

κότα χωρίς φτερά και πούπουλα,

έτοιμη για σφαγή και σούπα.

Χελιδονόψαρο με κεφάλι κόκορα εσύ,

ναι,

να χαίρεσαι και στεριά και θάλασσα,

να βουτάς στα βαθιά

και να ξεριζώνεις φύκια,

να μου τα ταῒζεις για άχυρα

και γω να ξεγελιέμαι η κότα,

να πατάς χώμα

και να κολυμπάς μπροστά μου

και γω να πιστεύω πως είσαι ψάρι.

Μόνο εγώ σε βλέπω,

είσαι αόρατος ανάμεσα σε πουλιά και ψάρια,

ερμαφρόδιτη κατάσταση σου λέω,

άκου με,

σσσσσς,

είναι το μυστικό μας…

.

.

Τα μελλούμενα του Στεπάν Τροφίμοβιτς

.

Είναι υποχρεωμένος να πεθάνει από ευτυχία

με φυσιολογικό θάνατο, πάνω σε χλόη αστραποδένουσα

σε βροντοφέροντα σκοτάδια,

δεμένος χειροπόδαρα σε ηδονές δυσθεώρητες,

διαθλάσεις προτέρου βίου

και σύμφωνα με τους νόμους της φυσικής των φαντασμάτων.

Είναι υποχρεωμένος να κυλήσει σε ηδονές,

μαλακά, σαν αερόστατο να πετάξει στην ευτυχία

και δεν το ξέρει…

σκέφτηκε η Βαρβάρα Πετρόβνα.

.

Είμαι υποχρεωμένος να ζήσω με αυτοκτονίες  ευτυχίας,

σε ήλιους να στεγάζομαι βορείων χωρών,

το μπλε το αττικό να μη βλέπω,

να τραγουδώ φάντος νυχθημερόν

σαν σε ρεμπέτικο ο ήχος

και δεν το ξέρω…

σκέφτηκε ο Στεπάν Τροφίμοβιτς.

.

Είναι υποχρεωμένοι ν’ αυτοπυρπολούνται

στους φλογισμένους δρόμους παλιάς αγοράς

μακριά από θάλασσες και λίμνες

αιώνια πετούμενα θρύλων-εραστών

και δεν το ξέρουν…

σκέφτηκε η ζωή.

–με αφορμή τους Δαιμονισμένους του Ντοστογιέφσκι—

.

.

Καφές

.

Νύχτωσε μεσημέρι σήμερα

κανείς δε θα κοιμηθεί στο στήθος σου επάνω

δυο φτερούγες θ’ απλώσεις από νεκρά πουλιά

ναι, εκείνα που πετούσαν δίπλα σου το πρωί

έσταζαν λευκό και το πάτησες

δεν σου θυμώνω, είναι η κεκτημένη ταχύτητα

τόσων χρόνων, μιας ζωής τ’ απομεινάρια

σαν το κατακάθι του καφέ,

πολλοί οι καφέδες της ζωής σου…

.

.

Κλειδαριά

.

Σκοτεινή η πόλη, άδεια

μπάτσοι στους δρόμους

—η πιο γιορτινή της μέρα—

μαγαζιά λυπημένα, φτωχά

άνθρωποι κλειδωμένοι,

ένα παπούτσι στο πλακόστρωτο

περιμένει τη βροχή που δεν ήρθε…

.

.

Αποκάλυψη

.

Το δάκρυ ερωτευμένων ανδρών

το κλάμα του πεινασμένου μωρού

η ερημιά στα μάτια γυναικών

η πολυκαιρισμένη φωτογραφία της απώλειας

το τρένο που χάνεται χωρίς επιβάτες

η πείνα στα μάτια των ανέργων

η μοναξιά στη γωνία

και το γέλιο μου στη φωτογραφία.

.

.

Χάδι

.

Σαν υάκινθος ανθίζω

όταν με χαϊδεύουν  οι λέξεις σου,

φαντάσου να ξεφυλλίσεις την καρδιά μου…

.

.

Συνάντηση

.

Αντάμωσα το όνειρο

στον τελευταίο διάδρομο,

με βενετσιάνικη μάσκα στα μάτια

έψαχνε τον παραλήπτη του να τον αιφνιδιάσει,

έσκυψα προς το μέρος του

μήπως και μ’ αναγνωρίσει,

κατευθείαν στις δυο τρύπες της μάσκας

και σε απόσταση αναπνοής,

αυτό εκστασιασμένο

με τη χορωδία του δίπλα δωματίου

και τις φάλτσες φωνές

να ταλανίζονται στον ρυθμό της η καθεμιά,

με προσπέρασε.

.

Με θεώρησε μαέστρο με περγαμηνές,

μια απλή πριμαντόνα ήμουν,

δεν τόκρυψα.

.

.

Εθισμός

.

Άυπνη με τις νύχτες μου

Να στροβιλίζονται στο μαύρο

Που γύρισε λες και το πεθυμήσαμε.

Χορεύει πρόστυχα ημίγυμνο

Με λάγνες διαθέσεις

Κι έχει στο βλέμμα θάνατο λευκού

Κι άγρια περιστέρια με ράμφη λίγο γκρι

.

Να μην εθίζομαι στο μαύρο.

.

Μετανάστρια στις μέρες μου

Μόνο στις νύχτες έχω πατρίδα

Παλιότερα τις ταίριαζα με το λευκό

Κι ανάσαιναν ελευθερία

Τώρα μεγάλωσα…

Πρόσφυγας βαφτίστηκα

.

Να μην εθίζομαι στις πατρίδες.

.

Ν  ί  κ  η    Π  α  υ  λ  ί  δ  ο  υ

.

Σχολιάστε