Just another WordPress.com site

ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ

Η προφητεία της Μελισσάνθης

 George Grosz : The City

 

 

Η Μεγάλη Ληστεία Του Αιώνα

 

Η ιστορία άρχισε κάπως έτσι: Σημειώθηκαν
τα πρώτα κρούσματα σποραδικά, σαν ασύνδετα
μεταξύ τους. Σκάνδαλα καταχρήσεων, παραχαράξεις
διαρρήξεις σε δημόσια και ιδιωτικά χρηματοκιβώτια.
Έτσι, πέρασε απαρατήρητη η μεγάλη ληστεία του αιώνα
Όταν παραβιάστηκε το Αρχαιοφυλάκιο με τους Αρχετύπους.

… «Ου μη γρηγορήσεις, ήξω επί σε ως κλέπτης.»…

Πολύ αργότερα, μπόρεσε να φανεί το μέγεθος της
καταστροφής, όταν αρχίνησαν να κυκλοφορούν
τα πρώτα κακέκτυπα αντίγραφα. Όταν
με το σύστημα των διεθνών συμβάσεων και των τραστ
διαδόθηκε σ’ όλον τον κόσμο, η βιομηχανία των
απομιμήσεων. Η παραχάραξη, η κιβδηλεία, η νοθεία
η γενική εμπορία των πάντων. Αυτό
έδωσε στην αρχή, μια τεράστιαν ώθηση
στις συναλλαγές. Μιαν ευχάριστη ψευδαίσθηση
ευημερίας στη διεθνή αγορά.
Στα μεγάλα αστικά κέντρα, τα Χρηματιστήρια
οι χαρτοπαικτικές λέσχες, τα σφαιριστήρια
τα καζίνα, τα τεϊοποτεία λειτουργούσα
με πυρετό. Οι πλάστιγγες του χρυσού
ανεβοκατέβαιναν στον ίδιο τρελό ρυθμό
με τις κυλιόμενες των σουπερμάρκετ.
Η κίνηση του πλήθους να σφύζει παντού
Ωσότου, το έλλειμμα στο ισοζύγιο ΧΡΥΣΟΣ-ΑΝΤΙΧΡΥΣΟΣ
αχρήστεψε το μέτρο σύγκρισης των αξιών
Το μέτρο της ανθρώπινης συναλλαγής.
Ωσότου∙
κάτω από το βάρος της παγκόσμιας ενοχής
ακούστηκεν ο απαίσιος τριγμός στον άξονα
του πλανήτη.
«Πόλις δε ηγέρθη εναντίον πόλεως
και αδελφός εναντίον αδελφού»…

Μ  ε  λ  ι  σ  σ  ά  ν  θ  η  (1910-1990)

Από τη συλλογή Τα Νέα ποιήματα/1974-1984 [στο] Οδοιπορικό: Ποιήματα 1930-1984, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη, β’ έκδοση, 2000, σελ. 338-339.


Στη Νύχτα Που Έρχεται ~ Αφιέρωμα στη Μελισσάνθη

 

 

 

Επιμέλεια: Σπύρος Ηλιόπουλος – Εύη Μαλλιαρού

Δεδομένου του χαρακτήρα του, το πτερόεν  καθυστέρησε αρκετά να κάνει αφιέρωμα στη μεγάλη ποιήτρια που φαίνεται ότι, μέχρι και σήμερα, οι περισσότεροι την γνωρίζουν κυρίως  ως εξαιρετική μεταφράστρια, αγνοώντας το μεγάλο της ποιητικό έργο, ή θεωρώντας το ήσσονος σημασίας. (Αν και η έκδοση του βιβλίου της Οδοιπορικό∙Ποιήματα 1930-1984, 1986,  β΄ έκδοση 2000, από τον Καστανιώτη, διευκόλυνε σημαντικά τη γνωριμία με την Μελισσάνθη.)

Στα εισαγωγικά κείμενα που ακολουθούν, δίνεται μια γενική εικόνα της ζωής και του έργου της με έμφαση στο στοιχείο της μεταφυσικής αγωνίας, της αγωνίας μιας ποιήτριας που δυσκολευόταν να ζήσει στον κόσμο της «πυκνής ύλης»: «Είμαι/ ένα μεγάλο βραδυκίνητο ζώο/ προκατακλυσμιαίο./ Αποστρέφομαι το ίδιο μου το χνώτο/την καθημερινή μου τροφή/ το μαύρο μου δύσοσμο αίμα/ το δισυπόστατο σχήμα μου./ Δεν ξέρω πώς να οικονομήσω/ τ’ αδέξια μέλη μου/ το δυσκίνητο σώμα μου/ το κουβαλώ άδοξα σαν ένα ξένο φορτίο…»1). Το στοιχείο αυτό της αγωνίας και οι συνακόλουθες «αντιφάσεις», η κίνηση ανάμεσα στα ύψη της κατάφασης  («είμαι γέννα Θεού») και τα αβυσσαλέα βάθη της αμφιβολίας («όλο η ψυχή μου ανεβοκατεβαίνει»2),  είναι  το κριτήριο για την επιλογή των ποιημάτων που παρουσιάζονται εδώ. Ωστόσο δεν  υπάρχει πραγματική αντίφαση: Σε ένα όραμα του Κόσμου που μας φέρνει στον νου τον Μπλέηκ και τον Γέητς, «αδερφικά τ’ αντίθετα είναι αγκαλιασμένα»3

Είναι ενδιαφέρον πάντως ότι η «εσωτερική» ποιήτρια των συλλογών Ανθρώπινο Σχήμα και Το Φράγμα της Σιωπής,  μπορεί εξίσου καλά να γράφει για τον κόσμο της «πυκνής ύλης»,  για την Επανάσταση («του δούλου ανασηκώνονται οι τετράγωνοι ώμοι/ πέφτουν οι θόλοι κι οι κολώνες του ναού…»4 ), τον καταναλωτισμό ( Στις κεντρικές διαβάσεις οι πυκνώσεις τού πλαγκτού/ωθούνται προς τις χαίνουσες εισόδους των σουπερμάρκετ/ —τα χαίνοντα στόματα από αδηφάγα κήτη/ εκβρασμένα σε καίρια σημεία της πρωτεύουσας,/ Υπερμεγέθη θηλαστικά που αναμηρυκάζουν/ το εισερχόμενο και εξερχόμενο πλήθος— …» ) ή τον καπιταλισμό («Οι πλάστιγγες του χρυσού/ ανεβοκατέβαιναν στον ίδιο τρελό ρυθμό/ με τις κυλιόμενες των σουπερμάρκετ./ […] Ωσότου […] ακούστηκεν ο απαίσιος τριγμός στον άξονα του πλανήτη»5 ).

Η ποίηση της Μελισσάνθης, ακόμη και η πιο δύσκολη,  μιλάει από μόνη της∙ ο αναγνώστης δεν έχει ανάγκη από μεσάζοντες ή  από μια  βιβλιοθήκη παραπλεύρως, όπως συχνά συμβαίνει με την περίπτωση του Τ. Σ. Έλιοτ, λ.χ. Πιστεύουμε ωστόσο ότι, δεδομένου του πλούσιου αρχέτυπου συμβολισμού της ποίησης αυτής,  η αναλυτική ψυχολογία του Καρλ Γιουνγκ, την οποία η ποιήτρια γνώρισε το 19566 είναι ένα καλό «κλειδί» για όσους θελήσουν να εμβαθύνουν  στο έργο της, κάτι που είχε αντιληφθεί η Σοφία Άντζακα (βλ. Ενδεικτική Βιβλιογραφία) όταν έγραψε για την πνευματική και ποιητική πορεία της Μελισσάνθης.7

Τέλος, παρατηρήσεις ως προς τυχόν ελλείψεις του αφιερώματος είναι ιδιαίτερα  ευπρόσδεκτες.

Σ. Η.- Ε. Μ.

Σ η μ ε ι ώ σ ε ι ς

1. «Ναυτία», συλλογή  Τα Νέα Ποιήματα 1974-1984.

2. «Αφθαρσία» και «Κύκλοι», συλλογή Προφητείες, 1931.

3. «Ο Θεός Είναι Η Σιωπή», Η Εποχή του Ύπνου και της Αγρυπνίας, 1950.

4.  «Επανάσταση»,  Φλεγόμενη Βάτος, 1935.

5.  «Πρωτεύουσα 1980» και «Η Μεγάλη Ληστεία Του Αιώνα», Τα Νέα Ποιήματα 1974-1984.

6.  «Πώς είδα την ποίησή μου όταν διάβασα Γουνγκ για πρώτη φορά το 1956» [στίχοι και ζωγραφική],  χειρόγραφα (1931-1973), Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (Ε.Λ.Ι.Α.)

7. Αυτό δεν αποτελεί κρίση για το αποτέλεσμα που πέτυχε η Σ. Α.


ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ

Β ι ο γ ρ α φ ι κ ό

Η Μελισσάνθη ([1910-1990]πραγματικό όνομα Ήβη Κούγια-Σκανδαλάκη) γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε γαλλική και γερμανική φιλολογία στο Γαλλικό Ινστιτούτο και στην Abendschule Αθηνών αντίστοιχα και φοίτησε στην προπολεμική Δημοσιογραφική Σχολή Αθηνών. Ασχολήθηκε επίσης με την αγγλική γλώσσα, τη μουσική, τη ζωγραφική και το χορό. Εργάστηκε ως καθηγήτρια γαλλικών σε ιδιωτικά και δημόσια σχολεία και ως δημοσιογράφος. Το 1932 παντρεύτηκε τον Ιωάννη Ν. Σκανδαλάκη, δικηγόρο, πολιτικό και συγγραφέα φιλοσοφικών πραγματειών. […] Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1930 με την έκδοση της ποιητικής συλλογής Φωνές εντόμου και το 1931 κυκλοφόρησε τη λιθογραφημένη ποιητική συλλογή Προφητείες, η οποία αποτέλεσε το λογοτεχνικό γεγονός της χρονιάς. Η ποίηση της Μελισσάνθης τοποθετείται στο χώρο του υπαρξισμού και της μεταφυσικής αγωνίας. Ξεκίνησε να γράφει ποίηση στα πλαίσια της παραδοσιακής στιχουργικής και οδηγήθηκε σταδιακά προς τον ελεύθερο στίχο (από το 1945), επιλογή που οδήγησε και σε μια ανάλογη ανανέωση των θεματικών και γλωσσικών της επιλογών. Ασχολήθηκε επίσης με το φιλοσοφικό δοκίμιο και τις λογοτεχνικές μεταφράσεις. Τιμήθηκε με τον Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών (1936), την Εύφημο Μνεία Βραβείου Παλαμά, το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1965), το Παράσημο Χρυσούς Σταυρός Τάγματος Εποποιίας, το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976), το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη, το Βραβείο Μεταφραστών, το Μετάλλιο Δήμου Πειραιώς και το Αργυρούν Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες.

Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία της Μελισσάνθης  βλ. Τον όρθρον τον ερχόμενον · Αφιέρωμα στην Μελισσάνθη. Αθήνα, Ε.Λ.Ι.Α, 1985, Ζήρας Αλεξ., «Μελισσάνθη», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 6. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987 και Μαυροειδή – Παπαδάκη Σοφία, «Μελισσάνθη», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 10. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ.

Ε ν δ ε ι κ τ ι κ ή  Β ι β λ ι ο γ ρ α φ ί α

• Αγγελάκη-Ρουκ Κατερίνα, Αγγελάκης Ανδρέας, Αγγέλου Αθανάσιος, Αθανασιάδης-Νόβας Γεωργ., Αλεξίου Έλλη, Άντζακα Σοφία, Αυγέρης Μάρκος, Βεργή Έλσα, Βρεττάκος Νικηφόρος, Γεωργουσόπουλος Κώστας, Γλέζος Πέτρος, Ζερβού Ιωάννα, Ζήρας Αλέξης, Θέμελης Γιώργος, Ιωάννου Γιώργος, Κακναβάτος Έκτωρ, Καρέλλη Ζωή, Κλάρας Μπάμπης, Κόρφης Τάσος, Κοτζιάς Αλέξανδρος, Λαμπαδαρίδου-Πόθου Μαρία, Μερακλής Μιχάλης, Μιχαηλίδης Κώστας, Μουντές Ματθαίος, Μπεκατώρος Στέφανος, Νάκου Λιλίκα, Νεγρεπόντης Γιάννης, Πάσχος Π.Β., Πέγκλη Γιολάντα, Πλατής Ε.Ν., Ποντιακός Ηλίας, Σταύρου Τατιάνα, Στεργιόπουλος Κώστας, Φράιερ Κίμων, Φωσκαρίνης Θάνος, Χάρης Πέτρος, Τον όρθρον τον ερχόμενον · Αφιέρωμα στην Μελισσάνθη. Αθήνα, Ε.Λ.Ι.Α, 1985

• Άντζακα Σοφία, Η πνευματική και ποιητική πορεία της Μελισσάνθης. Αθήνα, 1974.
• Αργυρίου Αλεξ., «Μελισσάνθη», Η ελληνική ποίηση · Νεωτερικοί ποιητές του μεσοπολέμου, σ.226-228 (της εισαγωγής) και 392-394. Αθήνα, Σοκόλης, 1979.
• Αυγέρης Μάρκος, «Μελισσάνθη», Καινούργια Εποχή, Φθινόπωρο-Χειμώνας 1963, σ.106-107.
• Βαρίκας Βάσος, «Νέες ποιητικές συλλογές. Μελισσάνθης: Ανθρώπινο σχήμα – Τάσου Πορφύρη: Νεμέρτσκα» και «Φωνές εκ βαθέων. Μελισσάνθη: Εκλογή», Συγγραφείς και κείμενα Α΄· 1961-1965, σ.72-74 και 289-292. Αθήνα, Ερμής, 1975 (πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα Το Βήμα, 4/2/1962 και 20/6/1965).
• Ζήρας Αλεξ., «Μελισσάνθη», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 6. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987.
• Ησαΐα Νανά, «Η μεταφυσική στάση στην εποχή μας», Η λέξη 67, 9/1987, σ. 679-682.
• Θέμελης Γιώργος, Η νεώτερη ποίησή μας ΙΙ, σ.126-136. Αθήνα, Βάκων, 1967.
• Καραντώνης Αντρέας, «Μελισσάνθη», Η ποίησή μας μετά τον Σεφέρη, σ.231-234. Αθήνα, Δωδώνη, 1976.
• Καρβέλης Τάκης, «Μελισσάνθης: Τα Ποιήματα (1930-1974)», Διαβάζω 1, 1-2/1976, σ.51-52.
• Καρέλλη Ζωή, «Ο τρομαγμένος λόγος του σύγχρονου ανθρώπου», Η λέξη  67, 9/1987, σ.676-677.
• Μαλακάσης Μιλτιάδης, «Η ποιήτρια», Κύκλος, 2/1932, σ.160.
• Μαυροειδή – Παπαδάκη Σοφία, «Μελισσάνθη», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 10. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ.
• Παράσχος Κλέων, «Ήβης Κούγια (Μελισσάνθης): Φωνές εντόμου», Νέα Εστία, 1/7/1930.
• Παράσχος Κλέων, «Ήβης Κούγια (Μελισσάνθης): Προφητείες», Νέα Εστία 11, ετ.Στ΄, 1η/5/1932, αρ.129, σ.497-499.
• Παράσχος Κλέων, «Δυο νέες ποιήτριες», Θεατής, 19/3/1932.
• Πεντζίκης Γαβριήλ Ν., Ανθολογημένη ποίηση Β’, σ.446. Αθήνα, 1980.
• Σαραντάρης Γιώργος, «Μελισσάνθη», Καθημερινή, 24/4/1939, 15/5/1939 και 18/7/1939.
• «Σ’ αυτό το φως τ’ αμφίβολο της μέρας και της νύχτας · Η Μελισσάνθη μιλάει στον Θάνο Φωσκαρίνη», Διαβάζω 234, 7/3/1990, σ.67-72.
• «Σε β΄ πρόσωπο· Μια συνομιλία της Μελισσάνθης με τον Αντώνη Φωστιέρη και τον Θανάση Νιάρχο», Η λέξη 67, 9/1987, σ.735-737.
• Σκίπης Σωτήρης, «Της Συντάξεως: Μια νέα ελληνίς μεγάλη ποιήτρια», Εργασία, 20/2/1932, σ.229.
• Σκίπης Σωτήρης, Μαλακάσης Μιλτιάδης, Λοβέρδος Σπύρος, Γρυπάρης Ιωάννης, Αθανασιάδης-Νόβας, Ξενόπουλος Γρηγόριος, Χορν Παντελής, Ζεβός Ι., “Έρευνα περί της αξίας του ποιητικού έργου της Ήβης Κούγια», Εργασία, 27/2/1932, σ.257, 5/3/1932, σ.203, 12/3/1932, σ.325, 18/3/1932, σ.355.
• Σταύρου Τατιάνα, «Η Μελισσάνθη», Ελληνίς, 2/1937, σ.53.
• Στεργιόπουλος Κώστας, «Από τη θρησκευτική στην υπαρξιακή αγωνία», Εποχές 33, 1/1966, σ.63-66.
• Ταρσούλη Αθηνά, «Μελισσάνθη», Ελληνίδες ποιήτριες, σ.176-194. Αθήνα, 1951.
• Φράιερ Κίμων, Σύγχρονη ελληνική ποίηση, σ.156-160. Αθήνα, Κέδρος, 1982.
• Χριστιανόπουλος Ντίνος, «Η κριτική του βιβλίου (Η εποχή του Ύπνου και της Αγρύπνιας)», Νέα Αλήθεια, 18/8/1952.
• Χωρεάνθη Ελένη, «Μέσα κι έξω απ’ το φράγμα της σιωπής», Διαβάζω 169, 3/6/1987, σ.58-61.

Ε ρ γ ο γ ρ α φ ί α

(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)

Ι. Π ο ί η σ η
Φωνές εντόμου· Ποιήματα. Αθήνα, Αντωνόπουλος, 1930.
Προφητείες. Αθήνα, 1931.
Η Φλεγόμενη βάτος. Αθήνα, 1935.
Γυρισμός του Ασώτου. Αθήνα, 1936.
Ωσαννά και Οραματισμός. Αθήνα, Αντωνόπουλος, 1939.
Λυρική Εξομολόγηση · Φωτόδραμα. Αθήνα, 1945.
Η εποχή του Ύπνου και της Αγρύπνιας. Αθήνα, 1950.
Ανθρώπινο Σχήμα· Ποιήματα. Αθήνα, Δίφρος, 1961.
Το Φράγμα της Σιωπής. Αθήνα, Δίφρος, 1965.
• Εκλογή· Ποιήματα. Αθήνα, 1965.
Μικρή εκλογή 1930-1961. Αθήνα, 1970.
Εκλογή 1961-1965. Αθήνα, 1970.
Εκλογή 1961-1977. Αθήνα, 1979.
Τα Νέα Ποιήματα 1974-1982. Αθήνα, Πρόσπερος, 1982.

ΙΙ. Δ ο κ ί μ ι ο
Νύξεις· Επιμέλεια εκδόσεως Ντενίζ Ρωντά – Τυπογραφικές διορθώσεις Μαίρη Ρωντά. Αθήνα, Ρωντάς, 1985.

ΙΙΙ. Π α ι δ ι κ ή   λ ο γ ο τ ε χ ν  ί α
Ο μικρός αδελφός · Θέατρο. Αθήνα, 1960.
Με τους αρχαίους θεούς · Παιδικές ιστορίες. Αθήνα, Ευρωεκδοτική, 1985.

ΙV.  Μ ε τ α φ ρ ά σ ε ι ς
• Γκαρνιέ Πιερ, Εκλογή. Αθήνα, Δίφρος,1965.
• Ντίκινσον Έμιλυ, Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Η μικρή Εγνατία, 1980.
• Βαλερύ Πωλ, Χορός και Ψυχή· Πρόλογος – Μετάφραση Μελισσάνθης. Αθήνα, Διάττων, 1988.

[Μετέφρασε επίσης ποιήματα των Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς, Ρόμπερτ Φροστ, Τ. Σ. Έλιοτ και Μπέρτολτ Μπρεχτ, μεταξύ άλλων]

V.   Σ υ γ κ ε ν τ ρ ω τ ι κ έ ς   ε κ δ ό σ ε ι ς
Εκλογή. 1930-1950. Αθήνα, 1965.
Τα Ποιήματα της Μελισσάνθης (1930-1974). Αθήνα, Οι εκδόσεις των Φίλων, 1975.
Οδοιπορικό · Ποιήματα 1930-1984. Αθήνα, 1986.

Πηγή:  ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΒΙΒΛΙΟΥ: http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=NODE&cnode=461&t=268

 √[…] Απ’ όλες τις  μορφές της τέχνης που σπούδασε, γύρεψε να εκφραστεί με τη πιο λυρική μορφή του λόγου, τη ποίηση. Μόνο που και σ’ αυτό το είδος της τέχνης θέλησε να πρωτοτυπήσει. Δεν θέλησε ν’ ακολουθήσει τις άλλες ποιήτριες και να χύσει στους στίχους τον πλούτο της γυναικείας ευαισθησίας και τρυφερότητας. Προτίμησε να δώσει στα ποιήματά της βαθιά και ταραγμένη διανοητικότητα.

Ήτανε πνευματική ποιήτρια συμβολικής νοοτροπίας, ευαίσθητη κι ανήσυχη μπρος στα φαινόμενα της ζωής, σε τρόπο που επειδή δε βρίσκει σαφείς απαντήσεις στις μύχιες σκέψεις της για τη ζωή και το θάνατο, ζητά την εξιλέωση και τη σωτηρία, στην ικεσία, στη δέηση —κάποτε και στη προσευχή. Κι όταν νομίζει πως τα οράματά τους δεν της έδωσαν τη ψυχική γαλήνη, εγκαταλείπει την εγκαρτέρηση κι ο στίχος γίνεται σκληρός, αρνητικός και σατιρικός[…]

Η ιδέα του θανάτου ήταν ο κεντρικός πυρήνας της υποστασιακής και με συμβολικό διάκοσμο, ποίησή της ακόμα και στα τελευταία τραγούδια της. […]

Πηγή: http://www.peri-grafis.com/ergo.php?id=955

«Έγινα ποιήτρια για να σπαταλήσω τη συλλογή μου»

…στην ηλικία των δέκα μου χρόνων δοκίμασα το πάθος του συλλέκτη για τα είδη γραφικής ύλης. Είχα συγκεντρώσει ένα μικρό θησαυρό από κόλλες διαγωνισμού, χαρακωμένες κι αχαράκωτες, τετράδια, κοντυλοφόρους, γομολάστιχες κ.τ.λ. κι ένοιωθα τη χαρά του συλλέκτη να τον βλέπω να μεγαλώνει. Ωσότου κάποια μέρα την ώρα που καμάρωνα τ’ αποκτήματά μου, ένιωσα οξύτατα το αίσθημα της ματαιότητας να μου διαπερνά την καρδιά. Θα πέθαινα κάποιαν απρόβλεπτη στιγμή κι ο θησαυρός μου θα έμενε αχρησιμοποίητος σαν μια ειρωνεία. Προς τι λοιπόν αυτή η φροντίδα της συσσώρευσης; Έτσι βάλθηκα να τον σπαταλήσω το γρηγορότερο.

ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ

Πηγή: http://k-m-autobiographies.blogspot.com/2008/07/52.html

[…] Το «τερατώδες» της εποχής μας είναι γέννημα της χρησιμοθηρικής μας αντίληψης του κόσμου, ταυτόσημης με το πνεύμα της εκμετάλλευσης. Και, να, λοιπόν, που σε μιαν εποχή πέρα για πέρα χρησιμοθηρική, ψυχρά ωφελιμιστική κι απάνθρωπη, οι νέοι άνθρωποι στον τόπο μας, αρχίζουν ν’ αποζητούν αυτό που φαίνεται  το  λ ι γ ώ τ ε ρ ο  χ ρ ή σ ι μ ο : Την Ποίηση και τον Ποιητή. Μέσα σ’ έναν κόσμο οικοδομημένον πάνω στην  υλική δύναμη, ο ποιητής σήμερα, μαθαίνει ξαφνικά, ότι τον χρειάζονται. Που σημαίνει ότι ο νέος άνθρωπος θέλει να ξαναδεί τον Κόσμο από την αρχή με το καθαρό του βλέμμα, δηλαδή το βλέμμα του Ποιητή.

Ξαναμαθαίνοντας οι άνθρωποι να κοιτάζουν τα πράγματα και αλλήλους με τα μάτια του Ποιητή, ίσως τότε, μπορέσουν ν’ αποκαταστήσουν τον Κόσμο στην πρωταρχική του ομορφιά και ιερότητα.

ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ

(«Αντί Προλόγου», Οδοιπορικό : Ποιήματα 1930-1984, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτης, β΄έκδοση, 2000. Όλα τα κείμενα της Μελισσάνθης στο παρόν αφιέρωμα προέρχονται από αυτήν την έκδοση.)

 

 Paul Delvaux : Le somnambule de Saint-Idesbald

 

 13 ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1931-1984)


Σφαγείο

Ο κόσμος είναι απέραντο σφαγείο
Κι ο Θεός αίμα διψά και κρέας πεινά
Δεν ζούμε ως τ’ ουρανού τα πετεινά
Ο κόσμος είναι απέραντο σφαγείο
«Κ ι  ά ξ ι ο ν  ε σ τ ί  τ ο  ε σ φ α γ μ έ ν ο  α ρ ν ί ο!…»
Ψάλλουνε των αγγέλων τα ωσαννά
Ο κόσμος είναι απέραντο σφαγείο
Κι ο θεός τις ίδιες σάρκες του πεινά.

Κύκλοι

 Μια σκάλα, εντός μου, στρέφεται όπως φίδι
που αδιάκοπα, η ψυχή μου, θ’ ανεβαίνει
—σε ύψη και βάθη αβυσσαλέα χαμένη—
μια σκάλα, εντός μου, στρέφεται όπως φίδι
σε κύκλους δαντικούς και δαχτυλίδι
Τις δυο της άκρες τόξο ουράνιο δένει
Μια σκάλα, εντός μου, στρέφεται όπως φίδι
που όλο η ψυχή μου ανεβοκατεβαίνει.

Αφθαρσία

Μα ναι, όλα μού το λένε, ότι είμαι γέννα
Θεού. Τα πάθη μου—αφθαρσίας σπόρος—
νόμος στο σύμπαν, της θυσίας ο φόρος
κι αυτός μου λέει, πως θεϊκή είμαι γέννα
Του απείρου ο πόθος κλαίει μες στον υμένα
του εγώ μου και του κόσμου ο στενός χώρος
όλα μού λένε, πως θεϊκή είμαι γέννα
και στους αιώνες μέσα πέφτω σπόρος.

Προφητείες, 1931

Ο Θεός Είναι Η Σιωπή

Υπάρχει γύρω μας και γύρω από τα πράγματα όλα
μια σιωπή μεγάλη
—είναι ο καμπύλος και βαθύς χώρος—που μας κρατάει
στους κόλπους της σαν μια μητέρα
Μετράει του κόσμου κάθε χτυποκάρδι
τους μυστικούς ψίθυρους, τις φωνές
όλα τα βήματα ακροάζεται
—Βήματα, βήματα, ομιλίες
από αναμέτρητες νύχτες κι αιώνες
που πέρασαν ή θα ‘ρθουν (τί σημαίνει;)
Χωρούνε, προχωρούνε, ολοένα κατεβαίνουν βουῒζοντας
καθώς το ρέμα που κατέβασε η νεροποντή—

Βαθιά στο στήθος μας είναι η Σιωπή κρυμμένη
σαν ένα ιερό εκκλησίας
Μες στην καρδιά μας η Σιωπή αγρυπνά σαν μια μητέρα
μας περιμένει πάντοτε σε κάθε κρίσιμη ώρα
Γιατί η Σιωπή είναι η οδός του αιώνιου Γυρισμού
κι ο δρόμος της Σιωπής περνάει μέσα απ’ την καρδιά μας

Ο Θεός είναι Σιωπή που υποβαστάζει
τους θόλους τ’ ουρανού και του Άδη τους πυλώνες
Μέσα της επιστρέφουν όλα, ως επιστρέφει
στη γη η βροχή, στο πέλαγο το ρέμα
Του χρόνου τα δυο αντίθετα ποτάμια
μες στης Σιωπής τον προαιώνιο χώρο
σμίγουν— με το νερό η φωτιά
κοιμάται φιλιωμένη — στου λιονταριού τα πόδια η ελαφίνα
κάθεται — στο λαιμό τού ρύσσου το άσπρο αρνάκι
Κι αδερφικά τ’ αντίθετα είναι αγκαλιασμένα

Γιατί ο Θεός είναι η Σιωπή
και η Αγάπη που τα περιέχει όλα.

Η Εποχή του Ύπνου και της Αγρυπνίας/1950

Όταν Ξυπνήσουμε

   «Εαυτών τε και αλλήλων
     οίει αν τι εωρακέναι άλλο
     πλην τας σκιάς»
                     Πλάτων Ζ’ Πολ.

Εμείς, τώρα, δεν είμαστε εμείς
Είμαστε οι σκιές μας
οι άλλοι μας, λείπουμε ακόμα απ’ την ημέρα
Καβαλλικεύουμε τον άνεμο
και φτάνουμε στο κρύο φεγγάρι
Καβαλλικεύουμε την καταχνιά
και φτάνουμε στα μεσάνυχτα.
Μια καταχνιά σαν το βαμβάκι
να πνίγει την περπατησιά του το ένοχο φεγγάρι
να πιάνει με μια ξόβεργα την ώρα
και να σταματάει ο χρόνος
να σταματά το σήμα του κινδύνου
μπρος απ’ την άβυσσο.

Εμείς, δεν είμαστε εμείς
Είμαστε οι τύψεις μας
Κόβουμε ένα λουλούδι
και στα χέρια μας μένει καπνός
Πιάνουμε ένα χέρι, λυώνει σαν χιόνι
Ζυγώνουμε τη φωτιά και εξατμίζεται

Θερίζουμε άνεμο, τρώμε άνεμο

Κι ο άνεμος μας φέρνει, μας παίρνει

Μεσάνυχτα περνούμε το φαράγγι
Μια βλάστηση από φυλλωσιές και ύπνο
άγρια χλωρίδα, σαρκοβόρα δέντρα
κι όνειρα σκοτεινά

Ανθρώπινο Σχήμα/ 1961


Paul Delvaux : L’ echo ou le mystere de la route

        

Στη  Νύχτα  Που  Έρχεται…

Ξεκινάμε ανάλαφροι καθώς η γύρη
που ταξιδεύει στον άνεμο
Γρήγορα πέφτουμε στο χώμα
ρίχνουμε ρίζες, ρίχνουμε κλαδιά
γινόμαστε δέντρα που διψούν ουρανό
κι όλο αρπαζόμαστε με δύναμη απ’ τη γη
Μας βρίσκουν τ’ ατέλειωτα καλοκαίρια
τα μεγάλα κάματα. Οι άνεμοι, τα νερά
παίρνουν τα φύλλα μας. Αργότερα
πλακώνουν οι βαριές συννεφιές
μας τυραννούν οι χειμώνες κι οι καταιγίδες
Μα πάντα αντιστεκόμαστε, ορθωνόμαστε
πάντα ντυνόμαστε με νέο φύλλωμα
Ωσότου, φτάνει ένας άνεμος παράξενος
—κανείς δε ξέρει πότε κι από που ξεκινά—
μας ρίχνει κάτω μ’ όλες μας τις ρίζες στον αέρα.
Για λίγο ακόμα μες στη φυλλωσιά μας
κάθεται κρυμμένο —να πει μια τρίλια του
στη νύχτα που έρχεται— ένα πουλί.

Κυκλικό

Ρωτάω το νερό—τί είμαι;
Νερό που χάνεται μέσα στη γη και πάει

Ρωτάω το χώμα—τί είμαι;
Χώμα που κρύβει τ΄ απογυμνωμένα οστά

Ρωτάω τον αέρα—τί είμαι;
Αέρας, φωνή που μάταια μάχεται
με τη σιωπή και με το χιόνι

Ρωτάω τη φωτιά—τί είμαι;
Φωτιά που κατατρώει με  και δεν σβήνει

Ρωτάω τον ουρανό—τί είμαι;
Ουρανός, δροσιά της  κόλασής μου.

Το «Άλλοθι»

Όταν πέθανα —πάει τώρα καιρός με θάψαν
σε μια φανταστική χρονολογία. Ύστερα
κρέμασαν στον τοίχο μια μεγέθυνση φωτογραφίας
από τα παιδικά μου χρόνια
Όλο έλεγα να τους το σκάσω, να γυρίσω πίσω
να βάλω τα πράγματα σε κάποια τάξη
να σκίσω μερικά χαρτιά,  κυρίως
να κρεμάσω όλα τα πεταμένα ρούχα.
—Αυτή η μανία με την τάξη είναι σωστό μαρτύριο
Τάχατε, πώς να βρήκαν το δωμάτιο, ύστερα από την εκφορά;

Κάποια φορά γύρισα στα κλεφτά
Το καρνέ μου από τότε στο τραπέζι επάνω
με δυο στήλες επείγοντα γραμμένα
από την προτεραία το βράδυ: «Να σολιάσω
τα καλοκαιρινά μου». Αλήθεια
πώς πέρασε τόσο ο καιρός! Είμαστε τώρα πια
στα μέσα του φθινοπώρου. «ν’ αγοράσω
Καρφιά». Αδύνατον να θυμηθώ
τί ήθελα τόσο να στεριώσω, τότε
«Να κάνω τηλεφώνημα του Β».
(να μη με περιμέναν στη συγκέντρωση. Φυγομαχία;
Θα ‘ταν ίσως καλύτερα να πήγαινα)
Κι όμως δεν πήγα. Ήρθαν αυτοί στην εκφορά
Είχα ένα τέλειο «άλλοθι».
Κι αν έλειψε κανείς τους
θα το ‘μαθε αργότερα απ’ τους άλλους.
«Ν’ αλλάξει ο υδραυλικός τη βρύση». Ακόμα στάει
Ποιος ξέρει με τη διαρροή πόσο ν’ ανέβηκε ο λογαριασμός
Κι όμως, τούτος ο ήχος τλοτ… τλοτ… τλοτ…
είναι ο μόνος ήχος που ‘χει μέσα μου απομείνει
Θαρρείς, ότι με συνεχίζει ακόμα
καθώς μετράει την απουσία μου, από τότε
Ωστόσο, είδηση κανείς δεν πήρε
ότι έχω φύγει —ίσως, μονάχα
οι αντικρινοί μου γείτονες— Ήρθαν
και μου έφεραν ωραιότατα γαρύφαλλα
Μιλούσαν με το βλέμμα καρφωμένο
στη φωτογραφία του τοίχου (ώστε, λοιπόν
δεν είχαν καταλάβει ακόμα τίποτε!)
Υπάρχουν άλλωστε  πολλές φωτογραφίες
καθένας τους διαλέγει όποια του αρέσει
Ξεγλίστρησα μπρος απ’ τα μάτια τους
(γιατί φοβόμουν πάντα να μην τους τρομάξω)
«Εσείς, δεν είστε εκεί;»
τους άκουσα να λένε απ’ την κουζίνα
μιλώντας πάντα στη φωτογραφία και
τονίζοντας παράξενα τα λόγια τους
σαν να υπήρχε κάποιο υπονοούμενο
(ή έτσι να μου φάνηκε). Μα, όπως ξανάμπαινα
με τον καφέ στο δίσκο, απάντησα χωρίς να θέλω
—«Ναι, όπως βλέπετε, έχω φύγει από καιρό»
Και πάλι δεν με κοίταξαν (ποιος μίλησε
για τις παραδρομές τις γλώσσας, δεν θυμάμαι
Κι όσο για τ΄ ατυχήματα, θα ‘ταν περίεργο
να σπάζεις ξαφνικά τη ραχοκοκκαλιά σου
για να ξεφύγεις μιαν απόφαση). Είχαν σηκωθεί
Μπορεί να τρόμαξαν κι από τον πάταγο της πόρτας
—ένα ψυχρό ρεύμα όπως φύσηξε—
Και φεύγοντας∙
«Αλήθεια, αν πάτε φέτος εξοχή
μην παραλείψετε να μας αφήσετε μια διεύθυνση
Να μη σας χάσουμε!»

Το Φράγμα της Σιωπής/ 1965

 

Paul Delvaux : Paysage aux lanternes

 

Η Ώρα Είναι Κρίσιμη

Λέμε∙ η ώρα είναι κρίσιμη
έφτασε η στιγμή που «οι νεκροί ακούσονται»
Να σηκωθούμε και να βγούμε έξω
ακολουθώντας δίχως πόδια
το φως της φεγγαροδροσιάς.
Μας δένει ακόμα στη γητειά της
η πανάρχαιη θλίψη
και σ’  ένα γνέψιμο από φάντασμα αγαπημένο
γλιστράει η προσοχή μας, χάνεται
καθώς διαβαίνουμε την άβυσσο
και ξαναπέφτουμε στα βάραθρα
του ύπνου.

Υπόθεση Αστυνομικού Διηγήματος

Η κλίση μου είναι τ’ αστυνομικά διηγήματα.
Μετράω, λόγου χάρη, τις κλίσεις του τηλεφώνου
λέω— σήμερα, χτες, προχτές κανείς.
Μένω άφωνος, άφαντος, είμαι ο Κανείς.
Λοιπόν, ιδού το αίνιγμα; Αν δεν υπάρχει ο άλλος;
Πώς υπάρχω; Πώς βρέθηκα;
— σ’ άλλους τάχατε χρόνους, σ’ άλλους καιρούς —
Η ιστορία βρίθει από ψευδείς μαρτυρίες
Από πλαστοπροσωπείες και φόνους φανταστικούς.
Αλλά υπάρχουν και τα τεκμήρια
— μισά στο ναι, μισά στο όχι—
Πριν λίγες μέρες, λόγου χάρη, το τηλέφωνο χτυπούσε.
Υπήρχε αυτός που άκουγε από δω
υπήρχε κι ο άλλος που ακατάληπτα σιωπούσε
απ’ την άλλην άκρη του σύρματος.
Μια συρμή από αίμα ή μελάνι μένει ακόμα
στο πάτωμα. Τεκμήριο ότι το έγκλημα έχει γίνει
ή ότι δεν έγινε. Εδώ, αρχίζει το μεγάλο μυστήριο.
Υπάρχει ή δεν υπάρχει το πτώμα;
Υπάρχει ή δεν υπάρχει ο Άλλος
απ’ την άλλην άκρη του σύμπαντος;
— θέλω να πω του σύρματος —
Τότε, είμαι ή δεν είμαι μόνος; Κι ο φόνος
είναι αληθινός ή φανταστικός;

Όμως πού, πότε, πώς, ποιος σκότωσε ποιον;

Μες Στων Τυμπάνων Τη Βοή

Ίσως, να διακρίνουν οι νεκροί
τ’ ανομολόγητά μας κίνητρα
κι ακινητούν, παγώνουν από φρίκη
σαν εννοήσουν έξαφνα ότι υπάρχει
τόσος κρυμμένος φόνος στο τυφλό μας βλέμμα
Μας βλέπουν να χανόμαστε μες στους καπνούς
μιας κίνησης παράλογης κι αδιέξοδης
κουφούς από το θόρυβο της μάταιης
κι άσκοπης φλυαρίας.
Τόσο είναι αφανείς εκείνοι, τόσο άσημοι
με τη σιμή τους μύτη, το άσαρκο κρανίο
Τόσο είμαστε μεις περήφανοι μες στην
εγκόσμια λαμπρότητά μας
Πώς γίνεται να μας τρομάζουν έτσι
στη μέση άξαφνα του συμποσίου!

Ίσως, γιατί μες στων τυμπάνων τη βοή
Μας ξεκουφαίνει η σιωπή τους.


Paul Delvaux : Chrysis

 

Τον Όρθρον Τον Ερχόμενον

Δελφινιών κολύμπι στ’ ανοιχτά. Κι νύχτα
μ’ ενύπνιο μοναδικό το μέγα θήραμα των αλιέων
ο Ιχθύς που σπαρταράει καθημαγμένος
στις σιδερένιες του Άδου σιαγόνες.
Θάλασσα αστρόβλητη, ενάλιος ουρανός
πλαγκτόν που εισρέει μέσα απ’ το αδηφάγο
στόμα στη σκοτεινιά των σπλάχνων
Ακινητεί σε γλυκασμό το Αρχαίο Κήτος
ρέει το γάλα της ηδύτητας στον ουρανίσκο του
χορταίνει ειρηνικά την «Βρώσιν την αδιάβρωτον
μαζί μ’ όλα τα καταβροχθισμένα κόκκαλά μες
διάβροχα απ’ την αρμύρα ωκεανών δακρύων
γενεών και γενεών. Γλυμένα από το κύμα
σε φλάουτα ουρανικά, να ορθρίζουμε τώρα
μέσα στο κήτος του Ιωνά
τον όρθρον τον Ερχόμενον.

Aurus Nostrum

Και ιδού μας τώρα εις χείρας του Μεγάλου Αλχημιστή
Μας συνθλίβει εις το τριβείον των μακρόχρονων θλίψεων
μας συμπιέζει κάτω από το βάρος
των εκατό ατμοσφαιρών
μας εισάγει στον άμβυκα των τελικών μεταστοιχειώσεων
Οσότου μέσα από αναρίθμητες αποστάξεις
ο ανερχόμενος διαυγής χυμός—στο σταυρικό σημείον
της εαρινής ισημερίας—σημάνει
την κρατεράν Ανάστασιν!

Τα Νέα Ποιήματα/1974-1984

Μ  ε  λ  ι  σ  σ  ά  ν  θ  η

 

 

 

Γουστάβος  Μάλερ, 3η Συμφωνία, “Misterioso

O Mensch! Gib Acht!
O Man! Take heed!

Was spricht die tiefe Mitternacht?
What says the deep midnight?

«Ich schlief, ich schlief—,
«I slept, I slept—,

aus tiefem Traum bin ich erwacht:—
from a deep dream have I awoken:—

Die Welt ist tief,
the world is deep,

und tiefer als der Tag gedacht.
and deeper than the day has thought.

Tief ist ihr Weh—,
Deep is its pain—,

Lust—tiefer noch als Herzeleid.
joy—deeper still than heartache.

Weh spricht: Vergeh!
Pain says: Pass away!

Doch all’ Lust will Ewigkeit—,
But all joy seeks eternity—,

—will tiefe, tiefe Ewigkeit!»
—seeks deep, deep eternity!»

{Text from Friedrich Nietzsche’s «Also sprach Zarathustra»}

 

Γουστάβος  Μάλερ, 2η Συμφωνία, «της Αναστάσεως»


Μελισσάνθη : Τα στοιχειά

  Ζωγραφική : Giorgio de Chirico 

 

Στοιχειό

Στα μύχια μου κακόφωνα στριγγίζουν
κραυγές, ουρλιάσματα, Άδη αναβρασμός

—νύχια ή φτερά, τις φλέβες μου σπαθίζουν
Στοιχειά ή Θεοί που θεν να βγουν στο φως—

Φλογόπνοα άτια οι πόθοι χλιμιντρίζουν
σκάβουν οι οπλές τα σπλάχνα, ανταριασμός
στα δώματα του απείρου ως ατενίζουν
άνεμος να λυθούν δαιμονικός

Κι άλλοτε πάλι πράοι σαν περιστέρια
Ψυχή μου, ανίερη φλόγα κι ιερή
σε βλέπω ως λυτρωμό ή καταστροφή

Και τα μεσάνυχτα ή τα μεσημέρια
μια λάμια είσαι που σκούζεις βλαστημώντας
Κύκνος που αργοπεθαίνεις τραγουδώντας…

 

Rondo

Τρελλά χορεύουν τα στοιχειά τ’ άφεγγα βράδια
τ’ άγρια μεσάνυχτα σε κύκλους μαγικούς
Στα τρίστρατα σφυράν με κούφια στόματα άδεια
και παίρνουν τη μιλιά από τους διαβατικούς

Γύρω από πύργους στοιχειωμένους, παλαιϊκούς
που πλημμυρά η τσουκνίδα, στ’ άβατα λαγκάδια
στα έρημα αλώνια, οι ξωθιές τ’ άφεγγα βράδια
το μεσονύχτι στήνουν κύκλους μαγικούς

Και φωσφορίζουν στ΄ αξεδιάλυτα σκοτάδια
σε γκρεμισμένους φράχτες μέσα εξοχικούς
οι πράσινες πυγολαμπίδες σαν πετράδια
Μες στα χαλάσματα σκοπούς εξωτικούς
τρελλά σφυράν τ’ αερικά τ’ άφεγγα βράδια.

Μ Ε Λ Ι Σ Σ Α Ν Θ Η  (1910-1990)

Από τη συλλογή Φωνές Εντόμου, 1930.
Οδοιπορικό: Ποιήματα 1930-1984, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη, β΄έκδοση, 2000


Ο Ερωτικός Γέητς

 

 

 

Ε Ν Α Σ   Ν Υ Κ Τ Ι Ο Σ  Π Ο Ι Η Τ Η Σ

                                                                           

Man’s made of dreams and bones         

Ο William Buttler Yeats (1865-1939), γιος του  Ιρλανδού ζωγράφου John Buttler Yeats, και για έναν καιρό υποψήφιος ζωγράφος ο ίδιος, μεγάλωσε μέσα σε μια ατμόσφαιρα ρομαντική και προρραφαηλιτική*. Ο πατέρας του συνήθιζε να απαγγέλλει αποσπάσματα από τον  Blake, τον Shelley, τον Byron, τον προρραφαηλίτη ποιητή και ζωγράφο Dante Gabrielle Rossetti  (1828-1882) και άλλους.

Στον  Shelley  ο  νεαρός  Willie  βρήκε  το  πρότυπο  της  ιδανικής  γυναίκας,  της  «άνομης»  και «ανέστιας».   Στη  ζωγραφική  του  Rossetti,  μέσα  στα  «ουράνια  τα  μεταξωτά  και  χιλιοπλουμισμένα», την είδε όπως την περιγράφει στο ποίημα  «Περί τελείας καλλονής» και  υποκλίθηκε  μπροστά  της:  «Ω συννεφόχρωμα,  ωχρά  μου  βλέφαρα  κι  ονειροθαμπωμένα   μάτια»,  αυτοί  που  προσπαθούν  να  περιγράψουν  την  τέλεια  ομορφιά,  οι  ποιητές,

από μιας γυναίκας τ’ ονειροπόλο βλέμμα ταπεινώνονται
κι από τη ράθυμη μελαγχολία των άστρων.
Γι’ αυτό θα υποκλιθεί η καρδιά μου […]
μπροστά στα ράθυμα τ’ αστέρια  και μπροστά σας.

 

Μέσα στη θαυμαστή αβρότητα του χρώματος, τα μοντέλα του Rossetti ατένιζαν με «ονειροθαμπωμένα μάτια» και συχνά έμοιαζαν να βλέπουν οράματα. Ταυτόχρονα όμως ήταν «ολόγιομες γυναίκες», γήινες και αισθησιακές.

Στο μικρό δείγμα της ερωτικής ποίησης του Yeats που ακολουθεί, περιλαμβάνουμε ποιήματα από τις τρεις πρώτες συλλογές του: Crossways (1889), The Rose (1893) και The Wind among the Reeds (1899), δηλαδή συλλογές που δημοσιεύτηκαν όταν ο ποιητής ήταν από είκοσι τεσσάρων έως τριάντα τεσσάρων ετών.

Η  ενότητα που παρουσιάζουμε εδώ αποτελείται από «νύκτια» νεανικά ποιήματα: ποιήματα της γλυκόπικρης μελαγχολίας, με έντονα τα στοιχεία της ιρλανδικής παράδοσης και της λαϊκής μπαλάντας, με τον ονειρικό προρραφαηλιτικό διάκοσμο και την εναλλαγή «θαμπών» και «απροσδόκητων» λέξεων.  Επιπλέον, τα δέκα σύντομα ποιήματα που επιλέξαμε χαρακτηρίζονται από στοιχεία  που εκτιμούσε ιδιαίτερα ο Ezra Pound (1885 – 1972) στο έργο του Yeats,  όπως το «σύντομο ποίημα που περιέχει μιαν εικόνα» (βλ. «Το ψάρι», πιο κάτω), καθώς και από την παθιασμένη ρομαντική μουσική, τον υπνωτικό κυματισμό της γλώσσας, που θαύμαζε ο James Joyce  (1882–1941), σ’ ένα τοπίο «υποθαλάσσιο» και εξαίσια μυστικό.

Σ π ύ ρ ο ς  Η λ ι ό π ο υ λ ο ς

 

[27/8/11: Για   α ν α γ ν ώ σ ε ις   κ α ι   τ ρ α γ ο ύ δ ι α   από τον Ερωτικό Γέητς, καθώς και μια σχετική σκηνή από την ταινία 84 Charing Cross Road (1987) που αναφέρεται στο ποίημα «Τα ουράνια τα μεταξωτά» (He Wishes for the Cloths of Heaven),  βλ. το πολύτιμο υλικό (βίντεο)  που μας έστειλε  σ τ α  σ χ ό λ ι ά  τ ο υ  ο συνεργάτης του ιστολογίου  Ν Ι Κ Ο Σ  Μ Ε Λ Ι Δ Η Σ.]

 

. . . . . . . . . . . .

(*) Οι Προρραφαηλίτες (ομάδα βρετανών ζωγράφων, ποιητών και κριτικών, ανάμεσά τους οι Dante Gabriel Rossetti, John Everett Millais, William Holman Hunt, James Collinson και Thomas Woolner) ίδρυσαν την αδελφότητά τους το 1848. Σκοπός τους ήταν η απόρριψη του μηχανιστικού μανιερισμού και του ακαδημαϊσμού των ζωγράφων που διαδέχτηκαν τον Ραφαήλ, κυρίως.

 

Ζωγραφική: Dante Gabrielle Rossetti

 

 

 

Κ Α Τ Ω   Σ Τ Ο Υ Σ   Κ Η Π Ο Υ Σ 

 

Κάτω στους κήπους στις ιτιές η αγάπη μου με βρήκε,
μες στις ιτιές το πόδι της λευκό σαν χιόνι είχε·
οι αγάπες έλεγε είν’ απλές, σαν φύλλα, δες, φυτρώνουν
μα στην τρελή μου νιότη εγώ δεν τη συμμεριζόμουν.

Σ’ έναν αγρό στον ποταμό ήρθε να μ’ ανταμώσει
πάνω στον ώμο μου λευκό το χέρι της ν’ απλώσει·
απλή ‘ναι μού ‘πε η ζωή, χορτάρι που φουντώνει
μα την τρελή είχα νιότη εγώ, και δάκρυ με βουρκώνει.

 

 

 

Ο  Φ Ο Β Ο Σ   Τ Ο Υ   Ε Ρ Ω Τ Α

 

Ένας φόβος ανείπωτος είναι
στην καρδιά κρυμμένος του έρωτα:
ο κόσμος που αγοράζει και πουλά,
τα σύννεφα ψηλά που ταξιδεύουν,
ο άνεμος υγρός και κρύος που φυσά,
το σκιερό δασάκι με τις φουντουκιές
όπου κυλούνε γκρίζα τα νερά,
τη μορφή που αγαπώ απειλούνε.

Μετάφραση: Σπύρος Ηλιόπουλος

 

 

Η  Θ Λ Ι Ψ Η  Τ Ο Υ  Ε Ρ Ω Τ Α

 

Κάποιου σπουργίτη το τιτίβισμα στη στέγη,
ο γαλατένιος ουρανός και το λαμπρό φεγγάρι,
κ’ εκείνη η έξοχη αρμονία των φύλλων, την εικόνα
και το θρήνο του ανθρώπου είχανε σβήσει.

Πρόβαλ’ ένα κορίτσι με θλιμμένα, άλικα χείλη,
το δακρυσμένο μεγαλείο του κόσμου έλεες πως ήταν,
άμοιρο σαν τον Οδυσσέα και τα καράβια στον αγώνα,
περήφανο όσο ο Πρίαμος την ώρα της σφαγής του.

Πρόβαλε. Τότε μονομιάς ο θόρυβος στη στέγη
και το φεγγάρι που σκαρφάλωνε στ’ άδεια τα ουράνια,
κι ο ολοφυρμός των φύλλων μόνο αυτό μπορούσαν:
του ανθρώπου την εικόνα και το θρήνο να συνθέσουν.

Μετάφραση: Δημήτρης Σταύρου

 

 

Ο Ν Ε Ι Ρ Ο  Θ Α Ν Α Τ Ο Υ

 

Ονειρεύτηκα πως κάποια είχε πεθάνει, σε τόπο ξένο,
μακριά από χέρι φιλικό.
Πάνω απ’ το πρόσωπό της είχαν καρφώσει τα σανίδια
οι χωρικοί στον τόπο τον αλλόκοτο.
Δεν ήξεραν αν έπρεπε μόνη να την αφήσουν,
και πάνω έβαλαν στο χώμα που τη σκέπαζε
ένα σταυρό, φτιαγμένο από δυο κομμάτια ξύλο
και κυπαρίσσια φύτεψαν τριγύρω.
Κι εκεί, στων άστρων την αδιαφορία την αφήσαν
Μέχρι που σκάλισα τούτα τα λόγια:
Ήτανε πιο όμορφη απ’ την πρώτη σου αγάπη
Μα τώρα κάτω απ’ τα σανίδια βρίσκεται.

 

 

Τ Ο   Ψ Α Ρ Ι

 

Μπορεί στην πλημμυρίδα και στην άμπωτη να κρύβεσαι
κάποιας χλωμής παλίρροιας, σαν η σελήνη έχει χαθεί,
όμως οι άνθρωποι στο μέλλον θα το μάθουν—
πώς έριχνα τα δίχτυα μου
και πώς εσύ αμέτρητες φορές πηδούσες
πάνω από τα μικρά, τ’ αργυρά νήματα,
και ότι ήσουνα σκληρή θα πουν,
και με πολλά λόγια, πικρά, για σένα θα μιλήσουν.

 

 

 

Ο   Π Ο Ι Η Τ Η Σ   Σ Τ Η Ν   Α Γ Α Π Η Μ Ε Ν Η   Τ Ο Υ

 

Με ταπεινά χέρια σου φέρνω
τα βιβλία των αναρίθμητων ονείρων μου
— λευκή γυναίκα που το πάθος έχει φθείρει
σαν την παλίρροια που τρώει την γκρίζαν άμμο—
και με καρδιά παλαιότερη απ’ το κέρας
το ξέχειλο από τη λευκή τη φλόγα του Καιρού.
Λευκή γυναίκα των αναρίθμητων ονείρων,
σου φέρνω τους περιπαθείς μου στίχους.

 

 

Σ Τ Ι Χ Ο Ι   Γ Ι Α   Τ Η Ν   Α Γ Α Π Η Μ Ε Ν Η

 

Τα μαλλιά σου πιάσε με χρυσαφένιο χτένι,
κάθε ξεστρατισμένο βόστρυχο υπόταξε.
Πρόσταξα την καρδιά μου να σκαρώσει ετούτες
τις φτωχές γραμμές· και κόπιασ’ η καρδιά σκληρά πολύ
μέρες και μέρες να ζωγραφίζει αδιάκοπα μία θλιμμένη,
ωραία μορφή, μια χάρη, βγαλμένη από τις μάχες του παλιού καιρού.

Μόν’  ύψωσε το χέρι σου τ’ ωχρό, σαν το μαργαριτάρι,
πιάσε ψηλά τα μακριά μαλλιά σου, κι αναστέναξε·

κι όλες οι αντρικές καρδιές θε να χτυπήσουν ταραγμένες
και να καούν. Ο αφρός, σαν φως κεριών, πάνω στην άμμο τη θαμπή
και τ’ άστρα που ανεβαίνουν στο δροσοστάλαχτο ουρανό
ζούνε μονάχα με σκοπό το πέρασμά σου να φωτίζουν.

 

 

 

Π Ε Ρ Ι   Τ Ε Λ Ε Ι Α Σ   Κ Α Λ Λ Ο Ν Η Σ

 

Ω συννεφόχρωμα, ωχρά μου βλέφαρα κι ονειροθαμπωμένα μάτια,
οι ποιητές που μιαν ολόκληρη ζωή κοπιάζουν
να πλάσουνε μια τέλεια καλλονή στο στίχο,
από μιας γυναίκας τ’ ονειροπόλο βλέμμα ταπεινώνονται
κι από τη ράθυμη μελαγχολία των άστρων.
Γι’ αυτό θα υποκλιθεί η καρδιά μου, καθώς η δρόσος
ύπνο θα σταλάζει, ώσπου ο Θεός να κάψει τον Καιρό,
μπροστά στα ράθυμα τ’ αστέρια  και μπροστά σας.

 

 

Ε Υ Χ Ε Τ Α Ι  Τ Ο  Θ Α Ν Α Τ Ο  Τ Η Σ  Α Γ Α Π Η Μ Ε Ν Η Σ  Τ Ο Υ

 

Αν ήσουν παγωμένη και νεκρή
και αν το φως εχλόμιαζε στη Δύση,
θα ‘ρχόσουν προς τα ‘δω, θα ‘σκυβες το κεφάλι σου
και το κεφάλι εγώ θ’ ακούμπαγα στο στήθος σου.
Και τότε, λέω, λόγια τρυφερά πως θα ψιθύριζες
και θα με συγχωρούσες, γιατί θα ήσουνα νεκρή.
Μήτε θα σηκωνόσουνα να φύγεις βιαστική
αν κι από αγριοπούλι στη θέλησή σου κάτι έχεις.
Και θα ΄ξερες ότι στ’ αστέρια, στον ήλιο, στη σελήνη
Τυλιγμένα και δεμένα είν’ τα μαλλιά σου.
Είθε, αγαπημένη, κάτω από της προκυμαίας τα φύλλα
Να ήσουν ξαπλωμένη
Καθώς θα χλόμιαζαν τα φώτα ένα ένα.

Μετάφραση: Σπύρος Ηλιόπουλος

 

Τ Α   Ο Υ Ρ Α Ν Ι Α   Τ Α   Μ Ε ΤΑ Ξ Ω Τ Α …

 

Τα ουράνια τα μεταξωτά και χιλιοπλουμισμένα,
που ‘ναι με μάλαμα από φως κι ασήμι δουλεμένα,
τα γαλάζια τα διάφανα  και τα βαθιά βαμμένα
με φως, νύχτα και μούχρωμα, δικά μου αν τα ‘χα ωστόσο,
θα ΄θελα κάτω από τα δυο σου πόδια να τ’ απλώσω.
Μα είμαι φτωχός και δεν κατέχω τι άλλο απ’ τα όνειρά μου,
για να διαβαίνεις τ’ άπλωσα στα πόδια σου, Κυρά μου.
Πάτα αλαφρά, γιατί πατάς απάνω στα όνειρά μου …

Μετάφραση: Μελισσάνθη

 

 

  W.   B.    Y   E   A   T   S

 

. . . . . . . . . . . .

Από τα 70 Ερωτικά, επιμέλεια-σχολιαμός: Σπύρος Ηλιόπουλος & Μαρία Σιδηροπούλου, Εστία 2000


Μελισσάνθη: Δύο Ποιήματα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ

 

Απ’ το βασίλειο του Πλούτωνα επιστρέφω
του σκοτεινού μου συζύγου
κρατώντας ένα βλασταράκι για πυρσό
την πυρκαγιά της άνοιξης μ’ αυτό ν’ ανάψω
Στον Άδη ψύχος και φωτιά, κύκλος αδιάσπαστης σιωπής
πέρα από κάθε ελπίδα με κρατά δεμένη ζωντανή νεκρή
Στους πεθαμένους πλάι αγρύπνησα
είδα μες στ’ ανοιχτά τους μάτια τον ουρανό απολιθωμένο
κάθε λαμπρότητα του κόσμου να γυρνά σε τέφρα
Κανείς δεν γίνεται με το θνητό του σώμα
ν’ αντισταθεί σε τόσο ψύχος και φωτιά
Πέφτουν τα δάχτυλα νεκρώνονται
τα μάτια καίγονται στεγνώνουν
— μ’ από ‘να δάκρυ του χιονιού κάτω απ’ τα βλέφαρα
μπορεί να μείνουν χρόνους φυλαγμένα —
Λόγια δεν έχει ο Άδης να σου μάθει
μόνο αν μπορέσει μια κραυγή να σου αποσπάσει
την ώρα που η φωνή σου σφίγγεται σε σιδερένια μέγγενη
Ακίνδυνα κανείς ποτέ δεν έμαθε τα μυστικά της κόλασης
Κοιτάχτε αυτό το βλασταράκι το πυρό που φέρνω
κι αν γίνεται, μαντέψετε ποιο είναι του Άδη το χρώμα.

 

 

ΑΣ…

 

Σὲ τοῦτο τὸ μεταξύ,
ἂς παίζουμε μὲ τὶς λέξεις,
ἂς παίζουμε τῆς ὁμιλίας τὸ θεῖο παιγνίδι
ἀνύποπτοι ποιητὲς
ποὺ κλέψανε τὸ μυστικὸ
νὰ βλέπουνε καὶ ν᾿ ἀκοῦνε,
ν᾿ ἀγγίζουνε καὶ νὰ γνωρίζουνε τὰ πράγματα,
τὴν εἰκόνα τοῦ Κόσμου ξαναπλάθοντας
μ᾿ ἀστραφτερὲς λέξεις ἂς παίζουμε
καθὼς παιδιὰ μ᾿ ἀθώα χοχλάδια
πού ξεβράστηκαν στ᾿ ἀκροθαλάσσι
μόλις ἀγγίζοντας τὴ μυστικὴ φωτιὰ
μόλις μαντεύοντας
τὸν κρύφιο κεραυνό,
μὲ χῶμα ἂς σκεπάζουμε καὶ στάχτη
τὴ φλόγα ποὺ οἱ θνητοὶ ν᾿ ἀγγίσουν δὲν τολμοῦν
δέσμιοι στὸ θάνατο
ἂς ξανοίγουμε τὶς χάρτινες βαρκοῦλες μας
μὲς στὸν ἀστραποβόλο ὠκεανό…

 

 

 

ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ  (1907-1990)

Οδοιπορικό, Καστανιώτης, 2000 («Περσεφόνη») και http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/melissan8h_poems.htm («Ας…»)