Just another WordPress.com site

Ο άγνωστος Τέλος Άρχης

Ο  Τ έ λ ο ς   Ά ρ χ η ς  (λογοτεχνικό  ψευδώνυμο του Μάριου Σκοτεινιώτη) γεννήθηκε στην Ορεινή Κορινθία το 1951. Το 1977 κυκλοφόρησε την ποιητική συλλογή : Το όνομα του πατέρα μου (εκτός εμπορίου). Ποιήματά του δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς σε περιοδικά της Αθήνας και της Περιφέρειας. Τα ποιήματα που ακολουθούν, όλα ανέκδοτα,  γράφτηκαν το διάστημα 1983-1996, τότε που ο Τ. Α.  εργαζόταν ως οδηγός ταξί στα Ιωάννινα, όπου  τον γνώρισα και μου τα εμπιστεύτηκε για να φροντίσω κάποτε για τη δημοσίευσή τους. Ο ίδιος δεν ήθελε πια καθόλου να μπει σ’ αυτή τη διαδικασία. Έκτοτε, δυστυχώς,  έχασα τα ίχνη του.  Σύμφωνα με συγγενείς του, τώρα  ζει και εργάζεται στον Καναδά. (Σ. Η.)

 

 

Rene Magritte : The Therapist

 

 

ΜΠΟΡΩ ΑΚΟΜΑ ΝΑ ΔΙΑΚΡΙΝΩ ΤΑ ΟΜΟΡΦΑ ΜΑΤΙΑ

Όνειρα , όνειρα, όνειρα
ξεχειλίζουν στο μικρό μου ανόητο εγκέφαλο
–όπως το χελιδόνι σπάζει το τσόφλι
στη φωλιά και πρωτοανασαίνει–
κορνάρουν στις αρτηρίες και τα νεύρα μου
πολύ κίνηση σήμερα και ούτε ένα πεζοδρόμιο-φλέβα
δεν είναι σε θέση να βρουν
ψάχνουν  παρακαμπτήριες οδούς
και καταλήγουν στα ρουθούνια μου
γίνονται δάκρυ στα μάτια μου
γίνονται δάκρυ στο στόμα μου.
Παλιότερα ξεκινούσαν με το «..Αν..»
μετά με το «Όταν..»
μα σήμερα μπορώ να διακρίνω τις πινακίδες τους
και να διαβάσω «…Τώρα..»
Ο πόνος πρέπει να γυρεύει δραχμές
έξω από τον χώρο στάθμευσης
μα εκεί βρίσκεται μια γάτα που γλείφει τα μουστάκια της

λάμπουν τα μάτια της στα φώτα των αυτοκινήτων
και λέω ακόμα μπορώ να διακρίνω τα όμορφα μάτια
τον προσπερνώ και περιμένω στο περίπτερο
χαρτομάντιλα να σκουπίσω το πρόσωπό μου
από τα περισσευούμενα  όνειρα.

 

ΜΟΝΟΣ ΩΣ ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΓΙΟΡΤΗ

για τους μόνους–σαν κι εμένα–των γιορτών

Από που προέρχονται
και που ανήκουν,
οι μοναχικοί άνθρωποι
που τώρα τις γιορτές ταράζουν
την γαλήνη των καλοντυμένων;
Γιατί στέκονται λυπημένοι στις βιτρίνες,
γιατί στη λαϊκή κοιτάνε τους πάγκους και δεν ζητάν
ένα κιλό κρέας ή μια καμπαρτίνα;
Γιατί στα παγκάκια καπνίζουν
και μιλούν στα περιστέρια με λόγια ψιθυριστά;
(Τι τάχα να ονειρεύονται μου λες;
Τι δώρο περιμένουν;)
Γιατί τους δείχνουν τα παιδιά
«…μαμά τι κάνει αυτός εκεί μόνος…»
και γιατί οι αγκαλιασμένοι ξορκίζουν την εικόνα τους,
τοποθετώντας ένα τριμμένο κερί στην εκκλησία;
Τι γυρεύουν  τις νύχτες
που ο χορός στο  κέντρο ξεκινά,
και το σιντριβάνι  απ’ τα λουλούδια σφυρίζει την έναρξη της ευτυχίας,
να περπατούν σαν ξένοι στην άσφαλτο και στα στενά,
μήπως στο σπίτι,
καλύτερα θα ‘ταν,
να τρίβουν τα χέρια τους από το κρύο;

Εντάξει,
καταλαβαίνω,
των ημερών είναι μελανιά για σας
και αυτοί που σας κάνουν να απορείτε είναι,
γιατί –λέτε από μέσα σας– να μην γελάνε τις γιορτές;

Μην απορείτε και μην μπαίνετε σε σκέψεις.
Ως την επόμενη γιορτή θα τους έχετε ξεχάσει!

 

ΚΑΡΑΒΙ

Ένα καράβι έφτιαξα
να πλέει μονάχα
στ’ αθάνατο νερό.

 

ΗΡΘΑΝ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ

Ήρθαν τα σύννεφα
μα δεν θυμάμαι τη βροχή.

 

ΓΡΑΜΜΑΤΙΟ

Τις μέρες και τα λόγια μου
–στη γη που περπατούν τα αερικά χείλη–
τα πληρώνω κάθε μέρα.
Μπακάλης η γειτονιά, ζυγίζει το περπάτημά μου,
μανάβης ο φίλος, σημειώνει τις πράξεις μου,
φούρναρης η αγάπη μου, ζυμώνει την μοναξιά μου.
Στέλνουν τα χρωστούμενα, αδιακρίτως ώρας,
βράδυ-πρωί
στο άδειο μου στομάχι
και αυτό
–γνωρίζει πια–
με ειδοποιεί με χτύπο συστημένο.
Για πληρωμή τα λόγια, εύγε,  μα,
αφαιρέστε την ανιδιοτέλειά μου παρακαλώ,
μην βάζετε φόρο προστιθέμενης αξίας στις κουβέντες μου
και από δω και στο εξής να κόβετε απόδειξη.

 

ΤΟ ΑΛΑΤΙ ΠΟΥ ΚΡΑΤΩ

Έχω στα χέρια μου πληγή
και μια οσμή από δάκρυ ξεχασμένο στον καρπό.
Κατηφορίζω εκεί που ο κόσμος ανηφορίζει για να ζήσει.
(Ανελκυστήρας φυσικός η ανθρωπότητα).
Όρθιο κύμα που με λησμονείς
κι όλα τα βράχια της γειτονιάς  μου σκάβεις,
μες την λακκούβα τους θα βρω την αφορμή
να γίνει πρωτοσέλιδο η γεύση μου.

 

ΑΛΑΛΟ ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑ

Η μνήμη δεν τηλεφωνεί μεσάνυχτα.
Κάτι άλλο συμβαίνει στις γραμμές των ξεχασμένων.

 

ΚΙ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ

Τώρα,
μονάχα ένας σκύλος με λαμπιόνια στη ουρά
με υποδέχεται,
αλλά κι αυτό είναι κάτι.
Σήμερα η χειραψία μου μεταφράζει
το κλάμα ενός μωρού,
αλλά κι αυτό είναι κάτι.
Σπινθήρες στο κενό
απογειώνουν το βλέμμα μου,
αλλά κι αυτό κάτι είναι.
Σήμερα,
γυμνός περίμενα τα νέα
και τα αποτελέσματα των λόγων μου,
αλλά κι αυτό είναι κάτι.
Γνωρίζω μια μικρή αυλή
στην άκρη του μυαλού μου
κι εκεί θα δέσω το στεφάνι μου,
στην πλαστική ζωή θα το αφιερώσω.
Αν φανεί κάποιος και με ζητήσει,
— ρωτήστε τον πρώτα τι χρώμα έχουν τα πρωτοβρόχια —
από τις αγορές εργασίας
ή
απ’ του έρωτα τα χαρακώματα,
να του σταυρώσετε το γέλιο μου
σ’ ένα τετράδιο σχολικό
και ας περάσει αύριο για τα περεταίρω.
Σήμερα
αυλάκια έχει ο αυχένας μου
αλλά με περιμένει
ένα φωτεινό δάκρυ
κάτω από το στρώμα,
κι αυτό είναι κάτι.

 

ΕΔΩ  ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΜΑΙ ΕΙΜΑΙ ΚΑΛΑ

Όλα μπορούμε τελικά να τα αντέξουμε
τη σκληρή δουλειά,
το δεκάωρο χωρίς πληρωμή,
την απόλυση.
Μπορούμε να αντέξουμε
χωρίς φαγητό,
χωρίς ηλεκτρικό,
χωρίς τραπέζι και υπολογιστή.
Το μυαλό μπορεί άνετα να κατασκευάζει
διαρκώς επιθυμίες,
να βρίσκετε σε κίνηση διαρκώς,
να σε απειλεί ότι θα πεθάνεις,
ότι θα αρρωστήσεις,
ότι θα καταστραφείς.
Όλα μπορούμε να τα αντέξουμε
την απώλεια, τον θάνατο, τον χωρισμό,
το ψέμα, τη μισή αλήθεια,
και το κάλπικο χτύπημα στη πλάτη.
Γνωρίζοντας πως δεν θα δικαιωθεί
κανένας πόθος,
είσαι πιο ήσυχος.
Μπορείς να πας μια βόλτα στα βουνά,
μπορείς να αγκαλιάσεις την μοναξιά
σαν την πιο όμορφη ερωμένη
και να επιστρέψεις πιο δυνατός.
Μπορούμε να αντέξουμε
τη θλίψη,
τις κρίσεις πανικού και την μελαγχολία,
χαμογελώντας τρανταχτά στο σκοτάδι.
Κάθε φορά που σκέφτομαι
όλα τελείωσαν,
–δεν θα το ξαναξεχάσω–
πάει δεν υπάρχει ελπίδα
δεν υπάρχει γυρισμός,
πάντα κάτι εκείνες τις στιγμές με δυναμώνει.
Σκέφτομαι πως άντεξα από χειρότερα
πράγματα,
από χειρότερες καταστάσεις.
Σκέφτομαι πως η ζωή είναι ένας κύκλος
και όλα θα ξαναέρθουν
απλώς εγώ θα είμαι έτοιμος αυτή τη φορά
να τα παρατηρήσω με άλλο μάτι,
αλλού θα στρέψω το φακό της κάμερας,
άλλη θα είναι η οπτική γωνία που θα φωτογραφίσω,
αλλιώς θα γράψω τις σκέψεις στο χαρτί.
Σκέφτομαι πως εδώ που βρίσκομαι
μετά από συνεχόμενες κατραπακιές
είναι καλά,
είναι πολύ καλά
και δεν γίνεται να είναι καλύτερα.

 

Η ΤΑΙΝΙΑ ΜΟΛΙΣ ΤΩΡΑ ΞΕΚΙΝΑ

Περνάει τώρα μέσα μου
η αιωνιότητα που μου έμαθε
πως αν θέλεις να είσαι ακόμα ζωντανός
πράξε σαν ταινία
που ακόμα δεν έχει γραφτεί
ή καλύτερα γίνε εσύ η ταινία!
Αντίο λοιπόν όνειρα και νεράιδες
το σενάριο ήταν μέχρι πρότινος λάθος
κι ο πρωταγωνιστής δεν ταίριαζε στο ρόλο
Αντίο λοιπόν σ’ άλλο σινεμά
παίζεται η δική σας ταινία.
Η δική μου
μόλις τώρα ξεκινά.

 

ΦΩΣ

Κρύο δωμάτιο,
ο έρωτάς μου σκοτεινός.
Ανάβω φωτιά με τα χέρια μου
κι ύστερα ένα κερί φωτίζεται.
«Σ’ ευχαριστώ…» του είπα
«…που φωτίζεις το μικρό μου σαλόνι».
«Τον εαυτό μου φωτίζω…» μου απάντησε.

 

ΜΝΗΜΗ

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΣΥΝΟΡΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΑΙ ΓΙ ΑΥΤΟ
ΔΙΩΞΕ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΣΟΥ ΤΟΥΣ ΑΦΕΝΤΑΔΕΣ.
ΚΑΙΝΟΥΡΙΟ ΘΑ ΒΡΕΙΣ ΠΑΛΙ ΕΑΥΤΟ
ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΟΙΜΩΜΕΝΕΣ ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ.

Η ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΞΕΝΥΧΤΗΣΕ

Η αγάπη μου ξενύχτησε
δίπλα από τη φωτιά
κι έφτασε η μυρωδιά της
ώς τα ξεχασμένα σύννεφα.

 

ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΠΡΩΙ

Σήμερα το πρωί
καθώς σιγοτραγουδούσα
δάγκωσα την γλώσσα μου
όταν ήρθε στα χείλη μου η λέξη: «Αγάπη».
Ύστερα κατάλαβα το λάθος μου
και τραγούδησα τ’ όνομά σου.
Κι όλο το τραγούδι άλλαξε.

 

ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ ΑΚΡΟΒΑΤΩ

Κοιτώ το τίναγμα των δακτύλων
στη πόρτα με το ασημένιο κουδούνι.
Βρέθηκα άοπλος στη θέα του κινδύνου
κι ισορροπώ σαν χάρτινο μπαστούνι.

 

ΣΕ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ

Μυρίζουν χρώμα
οι ανθοί των χεριών
σε μια παλάμη γεννιέται ο κόσμος.
Σέρνει μιαν άγκυρα το κάθε σου βλέμμα
κι αλληθωρίζουν τα κύματα,
πλένει τα πόδια μου η μουσική
κι ανοίγει η πόρτα της ακοής
για να ορθώσει τη μέρα
εκεί που παίζουν σαν σύννεφα
οι νότες της στιγμής.

 

Η ΜΟΝΑΞΙΑ

Η μοναξιά είναι ένα γλυκό
που ξέχασα στην τσέπη μου,
ένα τηλέφωνο δίχως αριθμό
που όμως κάποιος το καλεί,
μια προσευχή που στάλθηκε
σ’ άλλον θεό κι αυτός
την άκουσε,
ένα σαλόνι αδειανό
ένα ποτάμι δροσερό,
τα λόγια που δεν βρήκαν
καρδιά να ξεψυχήσουν
και σκορπίστηκαν ανακατεμένα
τα φωνήεντα και τα σύμφωνα
στην παλάμη μου.

 

ΠΑΛΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Κοιτάζω παλιές φωτογραφίες.
–Αχ!–
Ο χρόνος πόσο αδικεί την καθημερινότητα
αγαπητέ φωτογράφε
της ζωής.
Η πόρτα αυτή βάφτηκε με αίμα
ενώ στην πλατεία έπαιζαν τα παιδιά κυνηγητό
και η όμορφη κοπέλα φορούσε
τα ρούχα που δεν της ταίριαζαν
και οι γαμπροί
δεν την ζήτησαν
ποτέ σε γάμο.
Ο δρόμος αυτός τώρα δεν έχει τα ίδια νούμερα
(αγαπητέ φωτογράφε)
και οι γάτες δεν χαϊδεύουν
τις σκάλες της φωτιάς.
Η μυρωδιά του τόπου άλλαξε
και τα ραδιόφωνα
δεν γιατρεύουν
τα λιοντάρια μας.
Υπάρχει ακόμα κάτι που πρέπει
να σου πω:
Η ζωή είναι ασπρόμαυρη
αλλά στην διαδρομή
μπορεί να μην φιλήσουμε
το αρνητικό πριν σταθούμε σαν αγάλματα
στην πλατεία των ηρώων.

 

ΑΣΗΚΩΤΟ ΔΑΚΡΥ

Περπατώ,
εκεί που οι ψαλμωδίες
μετρούν το πρόσωπο του αγνώστου
και του χαμένου
χωρίς τα κιάλια του ουρανού.

Περπατώ,
με τα δυο χέρια μου αδειανά
για να σηκώσουν
όταν έρθει ο καιρός
το περπάτημα και την αφηρημάδα
του αλμυρού μυαλού σου.

 

ΓΕΦΥΡΑ

Οι δρόμοι που ανοίγουν
βουνά και πεδιάδες
τί ενώνουν τελικά;
Η σκέψη αυτή με βασάνισε
σήμερα το πρωί
όταν προσπέρασα στην λεωφόρο
ένα παπούτσι μονό.
Λίγο πιο κάτω
το άλλο μισό
προσπαθούσε να διασχίσει
την διάβαση πεζών.

 

ΑΣΤΙΚΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Οι κλωστές που τύλιγαν
το μεγάλο μου όνειρο
το άφησαν τελικά
να πετάξει
πάνω απ της πόλης την βουή
σαν ξεχασμένο παιδικό μπαλόνι
και έμεινα με τον δείκτη να το δείχνω
και να κλαίω την ελευθερία του.

 

Τ έ λ ο ς   Ά ρ χ η ς

2 Σχόλια

  1. Α. Π.

    Καλημέρα και χρόνια σου πολλά και
    καλά!
    Πολύ γεναιόδωρη ανάρτηση. Ago gratias!

    Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιο από τα ποιήματα
    σαν καλύτερο, όλα είναι τόσο αληθινά!

    12 Δεκεμβρίου, 2011 στο 1:51 μμ

    • Ευχαριστώ (κατόπιν εορτής!).
      «Beauty is truth, truth beauty…»
      Καλημέρα!

      Σπύρος

      13 Δεκεμβρίου, 2011 στο 9:23 πμ

Σχολιάστε