Just another WordPress.com site

Μιχάλης Κατσαρός : Με ποιον με ποιον να μιλήσω;

Ζωγραφική : Σύλβια Αντωνιάδη

 

 

ΜΠΑΛΑΝΤΑ  ΓΙΑ  ΤΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ

ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΑΝ ΝΕΟΙ

 

 

 

Αφιερωμένο στον νέο ποιητή Χρίστο Ρουμελιωτάκη ετών 18, που δημοσίεψε προ μηνός τα πρώτα του ποιήματα στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης»

 

Οι ποιητές κλειστήκανε στο σπήλαιό τους

δε βγαίνουν

φοβούνται

δεν παραδίδουν τίποτα—

Με ποιον με ποιον να μιλήσω;

 

Κρατά γερά το μυστικό ο Παπαδίτσας

παίζει

βγαίνει απ’ το παράθυρο σαν το πουλί

βρέχεται ξαναμπαίνει—

 

Με ποιον λοιπόν να μιλήσω;

Ο Σαχτούρης μαζεύει με ένα φακό τις λέξεις του

ταχτοποιεί σε δέντρα τα συμβάντα

χτυπάει μετά τη χορδή του

ξαφνιάζεται σαν το μικρό παιδί—

Με ποιον λοιπόν να μιλήσω;

Χάθηκε ο Αναγνωστάκης στο Βορρά

ούτε ένα θρήνο νέο

λες και να πέθανε τώρα αλήθεια

ούτε ένα Χάρη δεν κλαίει ούτε τον ήλιο.

 

Με ποιον λοιπόν να μιλήσω;

Σκοτεινός περιφέρεται ο Σινόπουλος

με τους νεκρούς νεκρός δειπνεί

τρέχει μονάχος σε υπόγεια με πυρσούς

φανούς και σπίρτα.

 

Με ποιον με ποιον να μιλήσω.

Ο Δούκαρης ένας πιστός του εαυτού του

έτοιμος για σφαγή ο Καρούζος

χτυπάει το άδειο γκογκ η Ελένη Βακαλό—

Κανείς δεν αποκρίνεται.

 

Με ποιον με ποιον θα μιλήσω;

Κανέναν άλλο δε θυμάμαι πια

παρά στ’ αυτιά μου ακούω τις φωνές

του Χριστοδούλου

μ’ ένα φανάρι τριγυρνά σ’ άγνωστους διαδρόμους

κραυγάζοντας σαν το σκυλί το πληγωμένο.

Ιάσονα θρηνείς Δεπούντη — μόνος;

Νίκο Φωκά ψάχνεις σε «ακροπωλεία» ακόμη;

Γιώργο μου Γαβαλά πού είσαι;

Αχ Σαραντή το έδωσες το αίμα;

Νίκο Βρανά μη με κοιτάς

μ’ αυτό το κρύο μάτι

είμαι εδώ κοντά σου — μόνος.

 

Με ποιον με ποιον να μιλήσω;

Και σεις ποιητές όλοι εσείς μονάχοι

τί  γίνατε; Ποιος άνεμος σας έδιωξε σας πήρε;

Τώρα που σας καλώ όλους εδώ —

θυμάστε αλήθεια θυμάστε

τα καφενεία τα πεζοδρόμια τα μυδράλια

τα δωμάτια με τα χρυσά πουλιά

θυμάστε

κείνο το βράδυ που μιλούσαμε

θυμάστε;

Ο ποιητής ο Λίκος ήταν άγνωστος

και παραμένει.

 

Μ ι χ ά λ η ς   Κ α τ σ α ρ ό ς  (1920-1998)

Περ.  Αθηναϊκά Γράμματα, τ. 8, Φεβρουάριος 1958.

(  Γ ι ώ ρ γ ο ς   Μ α ρ κ ό π ο υ λ ο ς   &   Κ ω σ τ ή ς   Ν ι κ ο λ ά κ η ς,  Ποιήματα που αγαπήσαμε,  Αθήνα,  Εκάτη,  2009,  σελ. 163-165. )

Για μια ερμηνευτική προσέγγιση του ποιήματος, κάντε «κλικ»στον πιο κάτω σύνδεσμο :

Χ. Δανιήλ, Ποίηση και ερμηνεία Μ. Κατσαρού, Μπαλλάντα για τους …


 

2 Σχόλια

  1. mi mou tous kyklous tarate

    ο ποιητής αραχτός στο βαρκάκι του, σιωπηλά κωπηλατεί, ενώ η αυλαία ανοίγει και σε εισάγει στον κόσμο του…

    τι άλλο να πω; η ερμηνεία αντάξια της επιμέλειας.

    Ε.Μ.

    19 Δεκεμβρίου, 2011 στο 1:31 πμ

    • Προφανώς αναφέρεσαι στην ερμηνεία στο τέλος της ανάρτησης (σύνδεσμος).
      Έχει ίσως κάποιο ενδιαφέρον το ότι «καλεί» τους «νεκρούς» του, με τρόπο που θυμίζει το ποίημα του Γέητς «Ψυχοσάββατο»…

      Καλημέρα και καλή βδομάδα!

      Σ.

      19 Δεκεμβρίου, 2011 στο 7:28 πμ

Σχολιάστε