Just another WordPress.com site

Κερασία Χρ. Γερογιάννη : Εν αρχή (2)

.

.

.

.

.

.

Οι πολιορκημένοι

.

Φέρτε τους καιρούς να μας χτυπήσουν.

Όλα πέφτουν και συντρίβονται.

Τώρα καθετί ακούγεται με τη σειρά

που είναι σωστό να υπάρξει.

 

Φέρτε τους καιρούς να μας χτυπήσουν

Πόση οργή στους μαύρους τοίχους

αδυσώπητη σα μοίρα μ’ αντάμωσε

γι’ αυτό ηρωϊκή θα περιμένω.

 

Θα σταθώ σαν ορκισμένη εκδίκηση

θα μνημονεύσω τους ίσκιους που μεριάζουν

ταπεινωμένοι στο μεσημβρινό φως

μια έξοδος θριαμβική των φασμάτων

 

κι ανάμεσό τους θα σταθώ ένα κορμί

όλο κι όλο, για να ειπωθεί η Αλήθεια

σαν επιθανάτιος ρόγχος…

βλέπω,

να σωριάζονται έκπληκτοι οι ανύποπτοι

βλέπω

να συντρίβονται γονυπετείς οι υπερήφανοι

βλέπω

το σπαραγμό των καθησυχασμένων

βλέπω

τους μακαρισμούς των αγέννητων

βλέπω

την ταπείνωση των ισχυρών

βλέπω

 τους θριάμβους και τις υποταγές

βλέπω

τους νικητές και τους νικημένους.

 

Σε κάστρα που αχνίζουν υγρασία και αίμα

πολιορκημένη χορτάριασα μαζί τους

κι ακόμα την υπόσχεση προσμένω σα δώρο

ξεχασμένο που δε δόθηκε ποτέ.

 

Στο αναπότρεπτο της μοίρας μου στοίχειωμα

είμαι ο μάρτυρας των ανείπωτων μυστικών

και των μεγάλων σιωπών. Υποδέχομαι

τον ερχομό τους ακινητώντας στη σιγή.

 

Στις σκοτεινές αλέες που γνώριμες σα θάνατοι

ανοίγονται μπροστά μου, σε ώρες ήσυχες, σεμνές

μου δόθηκε η πικρή γνώση σαν τελικό ρήμα

εγκαταλείπομαι στην άπληστη καρποφορία

 

των πόνων. Μακαρία η μήτρα η στέρφα

η άτεκνος Ραχήλ στη Ραμά θα καταπίνει

τα όνειρά της μαζί με τη μπουκιά το ψωμί.

Ποιοι άνθρωποι την άξιζαν μια τέτοια θλίψη;

 

Δεν είναι ώρα να δεις το φως

Δεν είναι ώρα να ζήσεις

Είναι η εποχή της αρνησιάς

Είναι η εποχή που ξέρασε

από ανέχεια και χορτασιά.

 

Φέρτε τους καιρούς να μας χτυπήσουν.

Σε λίγο θα σταθώ ακίνητη σαν άγαλμα

θρυμματισμένο, που το κοιλοβαστά φιλόστοργα

η πατρική μου γη, με τις ρωγμές μου μεστωμένες

 

και τη διάλυση σα μυστική φωνή

καθησυχαστικά να με παραδίδει

στην παρακμή – μη μ’ ενοχλήσει πια κανείς!

Τον οίκτο σας μακριά την ώρα που πενθώ!

 

Μου δόθηκε ο αξιοπρεπής τούτος πόνος

που δε δέχεται τη δίκαιη μοιρασιά,

το διασπαρμό μέσα σε τόση σκληρότητα.

Δικός μου όλεθρος, ολόδικός μου είναι.

 

Φέρτε τους καιρούς να μας χτυπήσουν

Ημιτελής θα σταθώ κι ανολοκλήρωτη

κι ας μην πρόλαβα κι ας με τυραννεί

της μνήμης μου η λήθη, σαν κατάρα.

 

Είμαι η κόρη της έριδας και της χλεύης

η μιαρή, η μάντισσα των δεινών

βλέπω

τους αδελφοκτόνους που νανουρίζουν

τον οδυρμό των μανάδων τους

βλέπω

τ’ αγρίμια να κατατρώγουν τις μνήμες μου

βλέπω

να κρέμονται οι λέξεις μου στο κενό

βλέπω

τον ήλιο, σήμερα, να μεστώνει το θάνατο

βλέπω

τις νεκρές ώρες.

 

Είμαι η κόρη των ανέμων

και της τόσο πρόθυμης να μας σκεπάσει καταχνιάς

κι ας μην είμαστε όρη, βράχια

κι ας μην είμαστε δέντρα για ν’ αντέξουμε.

 

Τα χείλη μου δε θα διστάσουν πια

δε μου ’μεινε παρά θρήνος πολύς και κλαυθμός

και οδυρμός κι ένα όραμα κοριτσίστικο

που δεν ξέρω πια τι να το κάνω

 

Δε μου ’μειναν παρά οι πέτρες που προστάτεψα,

σα μνήματα που σημαδεύουν τον τόπο μου

και κάτω απ’ το χώμα που μαυρίζει

μοιρολογά η γη τ’ αγέννητά της σπέρματα

 

και στο ζεστό της κόρφο σα μυστικό

αγκαλιάζει τη χλωράδα των νεκρών της

κι είναι το λίκνισμα των φύλλων της

μια υπενθύμιση σκληρή πως, επιτέλους,

 

εκεί, στην καταφρόνια του Άδη

θα θυμηθούν οι πεθαμένοι το αίμα τους,

φωνή μεγάλη θα σηκώσουν να ’ναι

ή για γαλήνη ή για τυράγνια…

 

Είμαι το παιδί του καιρού μου

των χρόνων της οργής και της ταπείνωσης

έχω μια μισοτελειωμένη μοίρα σαν έκτρωμα,

που η μάνα του το πέταξε, δεν πρόλαβα κάτι,

 

που με τυραννεί, που λησμόνησα τι ήτανε

τι ήμουνα κι εγώ μαζί μ’ αυτό….

Γι’ αυτό, ηρωϊκή θα περιμένω

με καρτερία κι υπομονή θ’ αφουγκραστώ

 

τους χτύπους της καρδιάς μου, που μασουλάει

το αίμα μου, λιμοκτονούσα,

κι όταν στραγγίσω ολότελα,

παράπονο δε θα ’χω, που άλλο

απ’ το αίμα μου δε βρήκε να χορτάσει….

 

Δίχως ήχους θα σταθώ κι ωστόσο θα ξέρω,

η Κασσάνδρα είμαι των πολιορκημένων

σεμνή θα περιμένω, μα όχι ακλόνητη

σα μιαν εκπλήρωση στο στέρνο μου

την Ερινύα να κλάψει…

                                                1984/2010

.

.

Εάλω

.

Η πόλις η αλωμένη είμαι

με κάστρα ρημαγμένα

και πολεμίστρες αδειανές

ένας ωραίος σωρός ερειπίων.

 

Χαίρε φως εσπερινό

που εκλαμπρύνεις τις ρωγμές μου

να προϋπαντήσω τη νύχτα μου

με ένδυμα βασιλικό ντυμένη.

 

 .

 

Γράμματα  μελλοθανάτων*

.

Θα σταθώ εμπρός σου να ντροπιαστείς.

Τα μάτια, θα σου πω, να μη μου δέσεις.

Να σε βλέπω όπως κι εσύ.

Κοίτα με! Τέτοιον στρατιώτη νικητή

δε θα ’χεις ποτέ στα δικά σου στρατεύματα!

.

Από το βιβλίο Γράμματα Μελλοθάνατων, εκδ. ΑΙΓΑΙΟΝ, Λευκωσία.

.

.

.

Ο Πρώτος Λόγος

.

Δώσε μου εκείνη την πρώτη έμπνευση,

τον Πρώτο Λόγο, το «Γενηθήτω!»,

τον καθησυχασμό πως τα πάντα καλά είναι.

 

Πόση ταπείνωση και πόσος θάνατος

χρειάστηκε να με χωρίσει

από την άγνοια της ελευθερίας μου.

 

Δώσε μου εκείνη την πρώτη ημέρα

που επέστρεψα στο χώμα

για να κοιτάξω τον ουρανό.

 

Τι γεύση είχε το ξύλο της ζωής;

Πώς ονειρευόμουν τότε τους φόβους μου

ασφαλής σε μια τόσο δα μικρή λέξη «μαμά»

 

Δώσε μου εκείνη την πρώτη εντολή

να μη γευτώ ό,τι δεν αντέχω

Θύμησέ μου πώς υπήρξε το σώμα μου

 

γυμνότατο, πριν ενδυθεί την ανάγκη

τώρα που έλαβε τη γνώση

πικρή η γεύση της Αλήθειας…

.

.

.

Οι ανοχύρωτοι

.

Σαν παραφωνία με λογαριάζουν

ντροπιαστικά που απλώνω κείνο

το τρεμάμενο δάχτυλο στις πληγές.

 

Αφήστε την πόρτα μου να σφαλίσει

χρειάζομαι ένα όριο ιερό κι απαραβίαστο

ανάμεσα στη ζωή μου τη λιπόψυχη,

που τρεμίζει αμφιβολίες

και στα τριζοκοπήματα της γης

κάτω απ’ τη σταθερότητα των βημάτων τους

– τόσο καθαρόαιμη και αυθεντική κυριαρχία

δεν την αντέχω.__________________

 

Πώς τους ζηλεύω στιγμές – στιγμές

για την έπαρση της βεβαιότητάς τους

με θριάμβους στεφανωμένοι Καίσαρες

εισέρχονται στις πόλεις που ραίνουν τους

γλυκές προσδοκίες κι ανταμοιβές.

«Βοήθα μου την αδυναμία!», ποτέ δε θα πουν.

 

Aν ήμουν ισχυρή στο περπάτημά μου

θα κοίταζα, άραγε, τον ουρανό

ψάχνοντας για Θεό

ή τα βήματά μου μόνο θα έλεγχα

νικητήρια επέλαση

πάνω στα κορμιά των ριγμένων καταγής;

 

 

Κ ε ρ α σ ί α  Χ ρ.  Γ ε ρ ο γ ι ά ν ν η

Ανέκδοτη συλλογή  Εν αρχή

.

Ένα σχόλιο

  1. Α. Π.

    Όταν η ποίηση είναι υψηλή
    ο οποιοσδήποτε σχολιασμός
    περιττεύει. Δυό λόγια μόνο.
    Ξεχωρίζω το ‘Γράμματα
    μελλοθανάτων’. Πυκνό και
    ευθύβολο σαν σφαίρα με
    τη συγκινησιακή φόρτιση
    της ύστατης στιγμής όταν
    ο ‘νικητής’ ξέρει πως είναι
    ο νικημένος. ΄Εξοχο!

    4 Απριλίου, 2012 στο 5:48 μμ

Σχολιάστε